Ο Βασίλης Κατσούπης, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, φαίνεται να το γνωρίζει πολύ καλά πως μπορεί να διαιρέσει το χρόνο της αγωνίας που πρέπει να έχει ένα ψυχολογικό θρίλερ. Και στο Inside έχει τον καλύτερο σύμμαχο που θα μπορούσε να φανταστεί. Ο Γουίλιαμ Νταφόε έχει τα πάντα. Μπορεί να παίξει με το μυαλό του θεατή μοναδικά.

Το ψυχολογικό θρίλερ του Κατσούπη, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, είναι ένα αρκετά δύσκολο σχέδιο, που θέλει πολύ δουλειά και ταλέντο για να ολοκληρωθεί. Έχοντας μόνο έναν ηθοποιό, αλλά τι ηθοποιό, όταν μιλάμε για τον Νταφόε κι ένα σκηνικό, αυτό του πολυτελούς υπερσύγχρονου διαμερίσματος, που εγκλωβίζεται ο ήρωας της ταινίας, τότε χρειάζεται να δουλέψουν όλα στην εντέλεια για να πετύχει το απαιτητικό φιλμ.

   Ένας ληστής έργων τέχνης εισβάλλει σε ένα μοντέρνο πολυτελές ρετιρέ στο Μανχάταν για να κλέψει πίνακες τεράστιας αξίας. Ο ιδιοκτήτης, συλλέκτης έργων τέχνης, δεν ζει εκεί, παρά μόνο όταν βρίσκεται σπανίως στη Νέα Υόρκη. Η δουλειά φαντάζει εύκολη. Μόνο που όλα θα ανατραπούν όταν το σύστημα συναγερμού θα κλειδώσει τον ληστή μέσα στο σπίτι και μάλιστα κόβοντας την παροχή νερού, το τηλέφωνο, ενώ ταυτόχρονα ο θερμοστάτης θα κάνει το σπίτι έναν πραγματικό φούρνο. Έτσι, ο ληστής θα βρεθεί φυλακισμένος μέσα σε ένα πραγματικά χώρο γεμάτο έργα τέχνης μυθικής αξίας, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του και τις απόψεις του για τη ζωή και την τέχνη.

 Ο ήρωάς του εγκλωβίζεται σε έναν εφιάλτη, αλλά η έμπνευση τού Κατσούπη δείχνει να απελευθερώνεται σκηνοθετικά, προσφέροντας αφενός ένα ψυχολογικό θρίλερ επιβίωσης και αφετέρου να δημιουργεί μια αλληγορία για την φιλαυτία των καλλιτεχνών, την εποχή της πανδημίας, με τις πρωτόγνωρες στερήσεις της ελευθερίας και παράλληλα να σατιρίσει πανούργα τον καπιταλισμό, καθώς το υπερπολυτελές ρετιρέ είναι εντελώς άχρηστο, τα πανάκριβα καλούδια του δεν χρησιμεύουν σε τίποτα.

 Ο Κατσούπης, ακολουθώντας πιστά το πνεύμα του σεναριογράφου Χόπκινς, δεν γλιστράει ούτε στιγμή προς τις συνηθισμένες ευκολίες, τα ευκολοχώνευτα κλισέ, ακόμη και όταν πρέπει να αντιμετωπίσει την ανυπαρξία διαλόγων ή ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιεί τις σκέψεις του ληστή, για επεξηγήσεις – ένα θανάσιμο αμάρτημα στο σινεμά. Όλα αυτά θα καλυφθούν από την ευρηματικότητά του, με την ζωντάνια της κίνησης της κάμερας, την υπέροχη φωτογραφία, που αναδεικνύει την αντίθεση της αγωνίας του ληστή με τη νεκρή φύση, με τους περίτεχνους φωτισμούς που παραπέμπουν στο ύφος των ταινιών τρόμου, ενώ θα αποφύγει και τη θεατρικότητα που δημιουργεί το σκηνικό.

 Αν είχε και την εμπειρία να αποφύγει τις παγίδες του σεναρίου, που ίσως ήθελαν ένα δέσιμο κλασικής αφήγησης με τη φρέσκια ματιά του Έλληνα σκηνοθέτη και περιόριζε ορισμένες υπερβολές, αλλά και την αρχική αμηχανία για το ύφος της ταινίας, ίσως να είχαμε μπροστά μας μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Ωστόσο, τέτοιο ελπιδοφόρο ντεμπούτο είχαμε χρόνια να δούμε.

Βεβαίως υπάρχει και το υπερόπλο που λέγεται Γουίλεμ Νταφόε, ο οποίος με την πολύχρονη εμπειρία του, την ιδιοφυή υποκριτική του ικανότητα, παίζοντας με κάθε ρυτίδα του προσώπου του, κάθε μυ του σώματός του, θα βγάλει όλη την απόγνωση, την αγωνία και τον σαρκασμό της τραγικής θέσης του ήρωα και θα δώσει περαιτέρω ώθηση στο μεγαλεπήβολο σχέδιο του Κατσούπη.

Σκηνοθεσία – Βασίλης Κατσούπης
Παίζουν – Γουίλεμ Νταφόε, Ελίζα Στούικ, Τζιν Μπέργουτς κα.

με πληροφοριες από amna