Συνέντευξη – Γιάννης Καφάτος*

Η Αθήνα του ’80 ήταν τα νιάτα μου. Η Πατησίων ένας ολόφωτος δρόμος, τα βράδια που γυρνούσαμε στο οικογενειακό αυτοκίνητο από κάποια επίσκεψη. Φαντασμαγορικός. Να δύο λόγοι για να ανοίξω το βιβλίο του Κωσταντή Σταυρόπουλου «Ο Αμαζόνιος της Πατησίων» (Εκδόσεις Λάικα). Υπάρχει και ο τρίτος που είναι η έλξη του Αμαζονίου, αυτού του πνεύμονα του κόσμου που λέει στα ισπανικά το μπλουζάκι που αγόρασα κάποτε από εκείνη την πλευρά του κόσμου. Το γεγονός ότι είμαι άμπαλος περί των ποδοσφαιρικών που είναι μεσα στην καρδιά του βιβλίου δεν είναι λόγος να μην μπω σε ένα συναρπαστικό νουάρ θρίλερ που εκτυλίσσεται στην Αθήνα.

Ο Κωσταντής Σπυρόπουλος στο μικρό σε έκταση μυθιστόρημά του καταφέρνει να φτιάξει στέρεους χαρακτήρες και μια δομή που εξυπηρετεί την δράση της ιστορίας του. Κομπίνα στα 80’ς – σχεδόν «ελεμένταρι» για εκείνα τα χρόνια. Ποδόσφαιρο. Ένα «ελντοράντο» για λίγους τυχερούς που μπορούσαν να βγάλουν τρελά φράγκα. Και ματαιωμένα όνειρα. Όνειρα και βία. Με αυτά τα συστατικά ο «Αμαζόνιος της Πατησίων» είναι ένα σύχρονο ανάγνωσμα και μια καλή αφορμή για τη γνωριμία με έναν συγγραφέα που μοιάζει με κινηματογραφικό ήρωα.

Ο Κωσταντής Σταυρόπουλος ζει στο Βερολίνο πλέον αλλά θα μας έρθει στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου του, το Σάββατο 18 Νοεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Red & Noir Δροσοπούλου 52 Κυψέλη στις 20:30.

Μέχρι να βρεθούμε λοιπόν από κοντά, διαβάστε την συνέντευξη του!

Τι ομοιότητες «αγριάδας» είχε η Πατησίων της δεκαετίας του 80 με το σήμερα;

Για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι ο κατάλληλος να απαντήσω, καθώς έχω φύγει απ’ την Ελλάδα πάνω από δέκα χρόνια, και σαν τουρίστας πια δεν μπορώ να έχω σαφή εικόνα και άποψη. Ό,τι εικόνες έχω είναι είτε σαν παιδί όταν έκανα βόλτες στο κέντρο της Αθήνας με τον πατέρα μου, συνοδηγός στη μηχανή του, αλλά και από διηγήσεις φίλων, όπως ο Νίκος ο Τριανταφυλλίδης, με τον οποίο είχα την τύχη να την ζήσω τα δύο χρόνια που συνεργαστήκαμε επαγγελματικά το 2008 και 2009 αλλά και αργότερα απλώς ως φίλοι. Στα μάτια μου η Πατησίων ήταν και είναι η Αθήνα. Η κεντρική αρτηρία που της δίνει ζωή. Ένα ασφάλτινο ποτάμι, ένα χωνευτήρι πολιτισμών, γεμάτη αρώματα (όμορφα και άσχημα) και πολλά χρώματα πάνω στο έντονο γκρι. Μία βοή σε μια διαρκή κίνηση. Έτσι την θυμάμαι από μικρός. Απλώς τα χρώματα αλλάζουν. Η Πατησίων είναι η ίδια η πόλη, με τα καλά της και τα κακά της. Ο πιο άσχημα όμορφος ή ο πιο όμορφα άσχημος δρόμος του κόσμου.

Η ιστορία του βιβλίου σου είναι ένα νουάρ που θυμίζει αρκετά την pulp αισθητική των αστυνομικών ιστοριών. Τι περιγραφή θα έβαζες εσύ στο βιβλίο σου;

Η αγάπη για το διάβασμα αλλά και το γράψιμο ξεκίνησε μέσα από αστυνομικές ιστορίες, και αυτό, παρότι μετά τα δύο πρώτα μυθιστορήματα που έγραψα άφησα πια το συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας, σίγουρα θα έχει κάποιες επιρροές στη γραφή μου ακόμα. Νομίζω προσπάθησα να κρατήσω την ατμόσφαιρα χωρίς ωστόσο να περιορίζομαι στη φόρμα, που δε μου άφηνε την ελευθερία που ήθελα στην πλοκή, έτσι ώστε να μπορώ να το απολαύσω περισσότερο. Τώρα για το τι περιγραφή θα έβαζα στο βιβλίο μου; Καλύτερα να το απαντήσουν αυτοί που θα τύχει να το διαβάσουν.

Παίρνοντας αφορμή από τους ήρωές σου, μέχρι που μπορεί να φτάσει κάποιος για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα;

Αυτό είναι πάρα πολύ σχετικό και διαφορετικό για τον καθένα. Και το τι ορίζει ως όνειρο, και το πόσο αλλάζει αυτό στη διάρκεια των χρόνων. Επίσης πάντα παίζει ρόλο και το πόσα είσαι διατεθειμένος να ρισκάρεις για να κυνηγήσεις την όποια φιλοδοξία σου, και αυτό είναι που στο τέλος θα της δώσει και το ειδικό της βάρος. Προσωπικά, βλέπω αυτά τα χρόνια που μεγαλώνω την κόρη μου μαζί με τη γυναίκα μου, τα όνειρά μου να καθαρίζουν σιγά σιγά από την όποια ματαιοδοξία ίσως είχαν παλιότερα, να φεύγουν απ’ τον εαυτό μου και να γίνονται πιο απλά και πιο συλλογικά. Το να θες να κυνηγήσεις κάτι με οποιοδήποτε κόστος, μου μοιάζει πλέον πολύ εγωιστικό και δεν το καταλαβαίνω.

Το ανεκπλήρωτο ταλανίζει τους ήρωές σου. Πώς γεννήθηκαν τα πρόσωπα του «Αμαζονίου της Πατησίων»;

Η βασική ιδέα ήταν να γράψω μια ιστορία γύρω απ’ το ποδόσφαιρο. Και αυτό κράτησα. Η μορφή της ιστορίας άλλαξε αρκετές φορές στο κεφάλι μου μέχρι να καταλήξω στη δομή και στους ήρωες. Πάντα με γοήτευαν οι χαρακτήρες που ζούσαν μέσα στο απόλυτο ψέμα και κατάφερναν να ξεγελάσουν όλο τον κόσμο για να πετύχουν κάτι φαινομενικά ακατόρθωτο. Έτσι ήθελα να γράψω μια ιστορία για έναν ποδοσφαιριστή «απάτη» που κατάφερε να φτάσει ψηλά. Στην ιστορία υπάρχουν τέτοια παραδείγματα «τσαρλατάνων αθλητών». Δεν μπόρεσα όμως να τον έχω κεντρικό ήρωα και να χτίσω την ιστορία μου γύρω του. Το ίδιο συνέβη και με την εικόνα που σκέφτηκα, ενός παιδιού να παίζει με τα νερά μιας υδρορροής και να φαντάζεται πως είναι ένα ορμητικό ποτάμι. Έτσι χρησιμοποίησα δύο άλλους ήρωες, ένα ζευγάρι που ήταν εγκλωβισμένο στη μιζέρια της καθημερινότητας, αλλά και που ταυτόχρονα και οι δύο είχαν πολύ μεγαλύτερα όνειρα για τον εαυτό τους. Το ανεκπλήρωτο συνήθως είναι αυτό που σε σκλαβώνει και αν δεν το παρατήσεις στην ησυχία του μπορεί να σε καταστρέψει ή στην καλύτερη να σε κάνει να ζεις μια ζωή κυνηγώντας το, όπως κυνηγούν τα αδέσποτα σκυλιά τα αμάξια που περνάνε. Από κει και πέρα ήθελα να πω μια ιστορία. Και αυτό ήταν πάνω απ’ όλα. Και ήθελα να το κάνω μέσα από πολλά μάτια. Γι’ αυτό υπάρχουν κεφάλαια που οι κεντρικοί ήρωες δεν εμφανίζονται καν, και τη θέση τους παίρνουν για λίγο άλλοι. Τους οποίους αγάπησα ίσως και περισσότερο.

Αν το βιβλίο σου γινόταν ταινία, δώσε μας ένα ιδεατό cast

Επειδή αυτό το βιβλίο έγινε με τη βοήθεια φίλων και πολλή αγάπη μέσα από πολλές δυσκολίες, θα ήθελα να χωρέσουν όλοι οι καλοί φίλοι που έχω στον χώρο της υποκριτικής. Σαν ένα πάρτι. Δεν θα σου πω συγκεκριμένα για ρόλους, όμως σίγουρα θα ήτανε μέσα άτομα που έχω μέσα στην καρδιά μου κι ας είμαστε πλέον μακριά, όπως Θάνος Τοκάκης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Γιώργος Πυρπασσόπουλος, Μανώλης Μαυροματάκης, Κωνσταντίνος Κάππας, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, σκηνοθεσία ο κουμπάρος μου ο Γιάννης Χαριτίδης ασυζητητί και φυσικά στην παραγωγή οι εκδότες μου Μαρίνα Δανέζη και Τάσος Κορωνάκης. Ο μόνος που δεν έχω γνωρίσει προσωπικά αλλά εκτιμώ πάρα πολύ υποκριτικά και θα ήθελα πάρα πολύ να συμμετείχε, είναι ο Μάκης Παπαδημητρίου, ο οποίος απ’ ότι φαίνεται θα ήταν και ο μόνος που τελικά θα πληρωνότανε. Και μιας και αναφέραμε εθελοντική εργασία, σίγουρα θα έχωνα και τον άλλο κουμπάρο μου τον Δημήτρη Τούντα, που αν και ως εκπαιδευτικός δεν έχει καμία σχέση, του το χρωστάω.

Ζεις στο Βερολίνο, και έχεις ζήσει σε πολλές χώρες εργαζόμενος ως καθηγητής. Που σε έκαναν να αισθανθείς «ξένος» και πού σε αποδέχτηκαν πιο εύκολα;

Έχω ζήσει στη Λιβύη, στα Εμιράτα και στο Βερολίνο. Νομίζω πουθενά δεν ένιωσα ξένος, με την «κακή» έννοια του όρου. Και τα τρία μέρη ήταν τόσο διαφορετικά. Στη Βεγγάζη ήμασταν σαν εξωτικά φρούτα. Όλοι ήταν πολύ περίεργοι να δουν τι κάνουμε εκεί, ειδικά σε μια χρονική περίοδο που ήταν τόσο επικίνδυνα που δεν υπήρχαν πολλοί αλλοδαποί, ειδικά μη-Άραβες. Τα Εμιράτα είναι μια φάμπρικα, καλοφτιαγμένη έτσι ώστε ο «expat» να μπορεί να έχει τις ανέσεις του, χωρίς ωστόσο να πω πως θα μπορούσα ακόμα και να το ήθελα να ενταχθώ στην κοινωνία. Οι ντόπιοι είχαν όμως μεγάλο σεβασμό για τους δασκάλους και αν και δεν θα γινόσουν ποτέ δικός τους, σε έκαναν να νιώθεις καλά. Δε θα έλεγα πως έκαναν το ίδιο βέβαια με τους εργάτες από τις γειτονικές χώρες. Κάτι παρόμοιο με όσα ακούστηκαν για το Κατάρ πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τώρα, όσο αφορά το Βερολίνο, για μένα είναι ένα απ’ τα ιδανικότερα μέρη για να ζεις, σε όποια φάση της ζωής σου κι αν είσαι. Εδώ μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, χωρίς δεύτερη σκέψη. Κανείς δε θα σε κρίνει. Αυτό βέβαια απ’ όσο μου έχουν πει δεν ισχύει για τις υπόλοιπες πόλεις της Γερμανίας. Αλλά δεν με ενδιαφέρει, γιατί αν ποτέ έφευγα από εδώ, θα άλλαζα και χώρα.

Ποια συμβουλή που σου είχαν δώσει δίνεις κι εσύ στην κόρη σου;

Προσπαθώ να μην της δίνω συμβουλές. Προσπαθώ να γίνομαι παράδειγμα για κείνη, και αυτός ο τρόπος σκέψης νομίζω με έχει κάνει και εμένα καλύτερο, κυρίως γιατί έτσι θέλω να με βλέπει. Το ίδιο ισχύει και για τη γυναίκα μου. Προσπαθούμε να παραδειγματίζεται απ’ τον τρόπο που ζούμε, απ’ τον τρόπο που φερόμαστε ο ένας στον άλλο, απ’ τον αλληλοσεβασμό μέχρι και στα πιο απλά πράγματα, όπως είναι οι δουλειές στο σπίτι. Και είμαστε πολύ χαρούμενοι νομίζω με ό,τι έχουμε καταφέρει ως τώρα.

Η Ελλάδα πάει δυστυχώς όπως και όλη η Ευρώπη από δεξιά ως άκρα δεξιά, αλλά επειδή δεν έχει τις κοινωνικές δομές αλλά και την οικονομική άνεση, αυτό γίνεται πιο βίαιο και πιο εμφανές στην καθημερινότητα.

Γιατί δεν επιστρέφεις στην Ελλάδα; Τι σε ενοχλεί από όσα διαβάζεις που συμβαίνουν στην Ελλάδα;

Τα βασικότερα είναι το εργασιακό και γενικά ο τρόπος ζωής καθημερινά. Και δε μιλάω μόνο για τα χρήματα. Άλλωστε κάναμε μεγάλες εκπτώσεις στο μισθό φεύγοντας απ’ τα Εμιράτα. Μιλάω κυρίως για τις συνθήκες της δουλειάς, το σεβασμό από συναδέλφους και εργοδότες και την ασφάλεια που έχω για να νιώθω ήρεμος και δημιουργικός, αλλά και όσα ανέφερα πιο πριν κοινωνικά. Η Ελλάδα πάει δυστυχώς όπως και όλη η Ευρώπη από δεξιά ως άκρα δεξιά, αλλά επειδή δεν έχει τις κοινωνικές δομές αλλά και την οικονομική άνεση, αυτό γίνεται πιο βίαιο και πιο εμφανές στην καθημερινότητα. Ακόμα και εγώ που δε θα ήμουν ο κύριος στόχος τέτοιων συμπεριφορών, σε σχέση με τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες για παράδειγμα, δε θα μπορούσα να ζήσω ανεπηρέαστος όταν φασιστικές ατάκες φτάνουν στα αυτιά σου με τόση ευκολία από παντού. Απ’ την τηλεόραση μέχρι μια κουβέντα στο φούρνο ή στο σούπερ-μάρκετ.

Ποιο βιβλίο και ποια ταινία αν δε σου άλλαξαν τη ζωή, σε έκαναν να τη δεις διαφορετικά;

Δεν νομίζω πως κάποιο βιβλίο μου άλλαξε τη ζωή. Ένας συγγραφέας όμως μου την άλλαξε, κι αυτός δεν ήταν άλλος απ’ τον Λουίς Σεπούλβεδα. Η ίδια του η ζωή ήταν αυτή που με κίνησε να κυνηγήσω την περιπέτεια και να φύγω απ’ τη βολή μου και να ταξιδέψω αλλά και να ζήσω σε άλλες πόλεις και χώρες. Ούτε κάποια ταινία μπορώ να πω πως μου άλλαξε τη ζωή, αλλά πολλές διαμόρφωσαν την αισθητική μου συγγραφικά κυρίως, συνδυασμός ταινιών όπως το Kontroll μία Ουγγρική ταινία του 2003 απ’ τον Νιμρόντ Αντάλ, ταινίες του Άκι Καουρισμάκι, του Εμίλ Κουστουρίτσα ή του Βιμ Βέντερς (η πρώτη μου επαφή άλλωστε με το Βερολίνο), αλλά και ταινίες που μεγάλωσα σαν παιδί και μου ανάψαν τη φαντασία όπως ο Πόλεμος των Άστρων και ο Ιντιάνα Τζόουνς.

Επόμενο βιβλίο υπάρχει στα σκαριά;

Προς το παρόν όχι, αν και υπάρχουν πολλές ιδέες δεν έχω καταλήξει ακόμα που θα ήθελα να στραφώ. Για την ώρα καταπιάνομαι με κάποια σενάρια μόνος και με φίλους, που ίσως οδηγήσουν κάπου.

Τι φοβάσαι και πώς ξορκίζεις τους φόβους σου;

Νομίζω πως πλέον όλοι οι φόβοι μου γυρίζουν γύρω απ’ την κόρη μου (ακόμα κι αν αυτό αφορά εμένα, είναι φόβος του τύπου να είμαι υγιής να μπορώ να είμαι δίπλα της όσο αυτή με χρειάζεται). Φοβάμαι σε τι κόσμο θα μεγαλώσει και τους καιρούς που έρχονται. Φοβάμαι γιατί ως γυναίκα θα πρέπει να σταθεί ακόμα πιο γενναία στη ζωή της για να παλέψει με τα σκατά που έχει αφήσει η πατριαρχία.

Και έπειτα, έρχεται και με παίρνει μια αγκαλιά. Και λέω δε γαμιέται, ό,τι έρθει θα το παλέψουμε μαζί. Τώρα είμαι ευτυχισμένος. Και δε φοβάμαι τίποτα.

«Ο Αμαζόνιος της Πατησίων» – από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Ελλάδα. Αθήνα. Αρχές της δεκαετίας του ’80. Το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα γίνεται επαγγελματικό. Οι πρώτες μεταγραφές. Οι πρώτες ευκαιρίες. Τα πρώτα συμβόλαια ξένων παικτών. Οι πρώτες απάτες.
Μέσα στον χωροχρόνο, σε ένα στενό κεντρικής λεωφόρου, ο Αργυρής και η Μαίρη θα επωφεληθούν των γεγονότων και θα προσπαθήσουν να γευτούν το εύκολο χρήμα. Από την άλλη, ένα επτάχρονο παιδί, κάνοντας όνειρα για την πατρίδα του πατέρα του, τον οποίο ποτέ δεν είδε, κρατά ένα βιβλίο και δημιουργεί τον δικό του Αμαζόνιο με το νερό που στάζει στο λασπωμένο έδαφος από μια υδρορροή στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας.
Τα βρόμικα νερά του παιδικού “Αμαζονίου” παρασέρνουν εργάτες που κλωτσούν μια μπάλα μετά τη δουλειά, αποθήκες όπου γυναίκες προσπαθούν να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους, μπαρ όπου κλείνονται και χαλάνε συμφωνίες, αεροδρόμια όπου τα όνειρα των οπαδών προδίδονται όπως γεννήθηκαν, αποδυτήρια με φωνές και ιδρώτα, μπιλιαρδάδικα, ξεχασμένους αναρχικούς και ξεπεσμένους ασφαλίτες, μπάτσους και γριές γκαρσόνες, καχύποπτους ρεσεψιονίστ, μεθυσμένους επαρχιώτες, φλιπεράκια και ηλεκτρονικά, το Space Invaders και τον Billy Idol, αυτοκίνητα που τα σκυλιά αρνούνται να κυνηγήσουν, τη Ριζούπολη, το Μαρακανά, τα Φιλαδέλφεια και ένα φλεγόμενο Αλκαζάρ.

Άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από μια ζωή στην οποία η κάθε αυγή δεν υπόσχεται τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι οι προηγούμενες.

Μια δεκαετία μέσα στο κέντρο του κόσμου… Την Πατησίων.

*πηγή κειμένου – viewtag