συνέντευξη Γιάννης Καφάτος*
Και ξαφνικά σε ένα ραδιοφωνικό ζάπινγκ πέφτω πάνω στη μελωδία του «Θάλασσα πλατιά», στα αγγλικά, με μια πολύ ιδιαίτερη φωνή και ενορχήστρωση. Δεδομένου ότι δυστυχώς πολλά ραδιόφωνα αδιαφορούν θελημένα ή αθέλητα – αυτό είναι άλλο θεμα – για τις μουσικές που παίζουν και τους ακροατές που απευθύνονται, δεν ειπώθηκε τίποτα μετά το τραγούδι, όπως ήλπιζα, δεν πρόλαβα να «σαζαμάρω» και έτσι άρχισα να το ψάχνω. Και κάπως έτσι έγινε η πρώτη επαφή με τον Κρίστιαν Ρόνιγκ.
Και λίγο μετά είχα στα χέρια μου το διπλό cd «Heavy Seas at the Cape of Good Hope», ένα διαμαντάκι με μουσικές μελωδίες πρωτότυπες στο πρώτο cd και διασκευές λατρεμένων ελληνικών τραγουδιών (Θεοδωράκης, Πλέσσας, Ρεμπέτικα) στο δεύτερο. Δεδομένου ότι η ηχογράφηση έγινε κατά τη διάρκεια της αυστηρής καραντίνας στην Ελλάδα ο Ρόνιγκ σε μια ιδιοφυή σύλληψη ανάμεσα στις δικές του συνθέσεις πρόσθεσε ήχους της «κλειστής» πόλης.
Ο ήχος μιας πόλης που σιωπά με τις δικές του συνθέσεις που ενώ είναι σύγχρονη τραουδοποιία σου φέρνει μνήμες ελληνικής παράδοσης ήταν από τα καλύτερα πράγματα που άκουσα εδώ και πολύ καιρό.
Και μετά έρχονται οι διασκευές που με συγκίνησαν. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι ο Μάνος Χατζιδάκις αν άκουγε τα κομμάτια του πειραγμένα από τον Ρόνιγκ θα έκανε εκείνο το χαρακτηριστικό μειδίαμα της ικανοποίησης. Άτυχος και αυτός και ο Θεοδωράκης.
Ο Μίμης Πλέσσας ευτύχησε να ακούσει μια τόσο διαφορετική προσέγγιση στα τραγούδια του, πού όπως όλες οι διασκευές του Ρόνιγκ έχουν καταφέρει και μελωδικά και στιχουργικά να αποδώσουν τη συλλογική μνήμη που κουβαλάνε τα τραγούδια που διάλεξε. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η λέξη “διασκευή” είναι μικρή μπροστά στο αποτέλεσμα που ακούμε!
Το άλμπουμ Heavy Seas at the Cape of Good Hope αξίζει να το ακούτε πολλές φορές, είτε οδηγώντας σε ένα ηλιοβασίλεμα, είτε στο σπίτι στο τέλος μιας σκληρής μέρας, είτε όποτε θέλετε αρκεί να το ακούτε!
Και φυσικά μετά τις δικές μου ακροάσεις του άλμπουμ, και με τη βοήθεια του Χρήστου Καρυώτη, κάναμε την παρακάτω «κουβέντα» με τον Κρίστιαν Ρόνιγκ που ανοίγει την ψυχή του με πάθος, ειλικρίνεια, ευγένεια και ευαισθησία – Έτσι τον είχα άλλωστε φανταστεί ακούγοντας το δίσκο του.
Μετά από δύο δίσκους στην Ελλάδα πώς «συστήνεστε» στο κοινό;
Ζω το σύνδρομο του «γκασταρμπάιτερ». Στην Ελλάδα είμαι «ο Γερμανός» και πίσω στην πατρίδα «ο Έλληνας». Δεν είμαι όμως τίποτα από τα δύο. Πού ανήκω; Δεν έχω ιδέα. Όταν είμαι στη Γερμανία μου λείπει η Ελλάδα και όταν είμαι εδώ μου λείπει η Γερμανία. Πρέπει να δικαιολογήσω τον εαυτό μου στις δύο μου πλευρές. Είναι όμως σα μια ψευδαίσθηση καθώς πάντα ένιωθα ότι βρίσκομαι κάπου «ανάμεσα». Και στην πατρίδα μου συχνά ένιωθα ότι δεν ήμουν «σπίτι» κι αυτό είναι περίεργο γιατί πάντα είχα μια αίσθηση ότι είμαι ένας από αυτούς. Εδώ επίσης δεν αισθάνομαι ότι ανήκω στην Ελλάδα, ότι είμαι μέρος της. Αυτό όμως είναι πιο εύκολο να το νιώσω αφού εδώ είμαι «ξένος».
Άκουσα προσεκτικά το νέο σας άλμπουμ. Τα τραγούδια, οι συνθέσεις σας στο πρώτο CD αναδύουν μια ελληνική ατμόσφαιρα με αναφορές στην παραδοσιακή μας μουσική μέσα από τις folk/desert ενορχηστρώσεις σας. Το επιδιώξατε αυτό ή έχετε γίνει περισσότερο Έλληνας;
Αυτό που μου τράβηξε το ενδιαφέρον στην Ελληνική μουσική αρχικά ήταν η παραδοσιακές ρίζες και τι είχαν να μου προσφέρουν. Τα τελευταία χρόνια περιβάλλομαι από την Ελληνική μουσική περισσότερο από ποτέ. Κι αφού επεξεργάστηκα τις εμπειρίες μου όλο αυτό το διάστημα, πειραματίστηκα και τελικά ενσωμάτωσα τις Ελληνικές και τις ανατολίτικες κλίμακες και τους ρυθμούς στη δική μου τραγουδοποιία.
Το «Heavy seas at the Cape of Good Hope» με τις δικές σας συνθέσεις αλλά και τις διασκευές αγαπημένων ελληνικών τραγουδιών είναι ένας τρόπος να δηλώσετε κάτι;
Αν κάτι θα είχα να δηλώσω είναι ένα μεγάλο «παρόλα αυτά». Όταν ξέσπασε ο κόβιντ δεν μπορούσα να παίξω ζωντανά, όπως κάθε μουσικός, δεν είχα δισκογραφική και είχα μόλις δύο χρόνια που είχα αφήσει την παλιά μου ζωή για να γίνω καλλιτέχνης. «Η θάλασσα ήταν πολύ βαριά» λοιπόν και τα κύματα απόγνωσης με είχαν κυριεύσει όπως φαντάζομαι τους περισσότερους από μας. Θα μπορούσα να τα μαζέψω και να γυρίσω στην παλιά μου ζωή. Εγώ όμως ενάντια σε όλη αυτή την κατάσταση αποφάσισα να φτιάξω ένα άλμπουμ με τους φίλους μου Παρασκευά Κίτσο και Μιχάλη Καββαδία. Δεν είχαμε κανέναν να μας πει κάτι, ή να επενδύσει και έτσι κάναμε το δίσκο όπως μας άρεσε και ελπίζαμε ότι κάτι καλό θα προέκυπτε στο φινάλε κι ας ήταν η ατμόσφαιρα βαριά, η θάλασσα φουρτουνιασμένη. Είχαμε την ελπίδα μας! Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε αυτό το άλμπουμ. Και ξέρετε κάτι; Το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας είναι εκεί, πάντα στη θέση του.
Πώς διαλέξατε τα ελληνικά τραγούδια που διασκευάσατε στο άλμπουμ;
Το κριτήριο είναι πάντα το ίδιο. Διαλέγω τραγούδια που με αγγίζουν συναισθηματικά και με κάνουν να αισθάνομαι ότι μπορώ να προσθέσω κάτι που να αξίζει και να τους ταιριάζει.
Ποιο από τα πέντε τραγούδια σας δυσκόλεψε περισσότερο στη διασκευή του;
Είναι δύσκολο να σας απαντήσω. Δύο από τα τραγούδια ήταν ήδη μεταφρασμένα. Είχα από χρόνια μεταφράσει τα δύο τραγούδια του Μίμη Πλέσσα και το «Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει» και δε θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν. Είναι σαν τη γέννα. Όταν βλέπεις το παιδί ξεχνάς τους πόνους του τοκετού.
Υπάρχει κάποιο ελληνικό τραγούδι που δεν καταφέρατε να διασκευάσατε και το παρατήσατε;
Δεν είμαι σίγουρος. Δεν νομίζω ότι έχω παρατήσει κάποιο τραγούδι. Μερικά ωστόσο πρέπει να μείνουν στο συρτάρι μου μέχρι να έρθει ο κατάλληλος χρόνος για να νιώσω ότι είναι έτοιμα. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι θα έρθει ο κατάλληλος χρόνος.
Πότε ακούσατε εκείνο το ελληνικό τραγούδι που πυροδότησε μέσα σας την ανάγκη να ψάξετε την ελληνική μουσική;
Θυμάμαι ότι καθόμουν στην Ελληνική ταβέρνα της πατρίδας μου, με τους Έλληνες φίλους μου, πίναμε τσίπουρο, τρώγαμε μεζέδες και ακούγαμε μια κομπανία, στην οποία αργότερα εντάχθηκα κι εγώ με την κιθάρα μου. Εκεί που το τσίπουρο είχε αρχίσει να κάνει το ταξίδι του στο κεφάλι μου η ατμόσφαιρα άλλαξε μέσα στο ταβερνάκι όταν οι μουσικοί έπαιξαν δύο κομμάτια. Το Μπαγλαμαδάκι και το Άγαλμα. Δεν θυμάμαι ποιο άκουσα πρώτο. Θυμάμαι όμως ότι την άλλη μέρα στο youtube τα βρήκα και τα άκουσα χίλιες φορές και έγραφα τους ήχους από τα λόγια συλλαβή συλλαβή, αφού δεν ήξερα τότε ελληνικά, προκειμένου να καταφέρω να τα τραγουδήσω κι εγώ.
Ποια στοιχεία της προσωπικότητά σας ως Γερμανού σας βοήθησαν να γίνετε πιο «Έλληνας» και ποια σας εμπόδισαν;
Δεν είμαι σίγουρος αν έχω γίνει περισσότερο Έλληνας ή λιγότερο Γερμανός. Προσπαθώ συνεχώς να γίνομαι καλύτερος «εγώ».
Όπου ζούμε, συναντάμε ανθρώπους που μας επηρεάζουν. Παρατηρούμε πώς και γιατί συμπεριφέρονται διαφορετικά από εμάς. Μετά είτε υιοθετούμε πρότυπα συμπεριφορών που μας ταιριάζουν ή απορρίπτουμε άλλα και τελικά ενσωματώνουμε στοιχεία που έχουν ένα νόημα για μας. Ουσιαστικά είμαστε το άθροισμα των ανθρώπων που έχουμε συναντήσει στη ζωή μας.
Επιπλέον κάθε συμπεριφορά που βλέπω εδώ τη βλέπω και στην πατρίδα μου – Άνθρωποι είμαστε όλοι τελικά, σωστά;
Εκείνο που αλλάζει είναι πού δίνει έμφαση ο καθένας, εκεί είναι οι διαφορές. Και υποθέτω ότι φυσικά παίζει ρόλο το πώς εκδηλώνονται οι συμπεριφορές ανάλογα με τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την πολιτική, την οικονομία, ακόμη και το κλίμα και πώς τονίζονται όλα αυτά στην κοινωνική ψυχολογία του κάθε τόπου. Νομίζω είμαστε «προϊόντα» αυτής της λογικής.
Η βασική διαφορά μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας είναι ίσως η έλλειψη ενός κοινού πλαισίου αναφοράς. Πολλές φορές δεν μπορείς να βασιστείς σε αυτό όμως. Δεν μπορείς να είσαι όμως σίγουρος καθώς οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν ενώ αυτό παίζεται. Η έλλειψη αξιοπιστίας φυσικά οδηγεί σε μια έλλειψη εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλον το οποίο τελικά οδηγεί τους ανθρώπους να μάχονται και μαλώνουν προκειμένου να καταφέρουν ο καθένας τον δικό του στόχο. Είναι ένας φαύλος κύκλος όπου ο καθένας υπονομεύει τα κοινά χαρακτηριστικά του πλαισίου αναφοράς.
Από την άλλη αυτό ακριβώς μπορεί να ωθήσει τον άνθρωπο να γίνει πιο ευέλικτος, πιο ευρηματικός και να μπορεί να αυτοσχεδιάζει. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που πολλοί Έλληνες υιοθετούν με μεγάλη επιτυχία το πλαίσιο αναφοράς του τόπου που ζουν. Μένω πάντα έκπληκτος όταν βλέπω Έλληνες επισκέπτες στη Γερμανία να σταματούν στο κόκκινο για τους πεζούς ακόμη κι αν ο δρόμος είναι άδειος ενώ εγώ έχω ήδη φτάσει στη μέση του δρόμου (γέλια!)
Ποιο στοιχείο της γερμανικής σας ταυτότητας σας έχει βοηθήσει στην προσωπική και επαγγελματική σας ζωή;
Η εθνικότητα είναι ένας απλουστευτικός τρόπος να κατηγοριοποιούνται ς οι άνθρωποι ώστε να μην ασχολείται κανείς με την πολυπλοκότητα της κάθε μεμονωμένης προσωπικότητας. Η εθνικότητα μου θυμίζει λίγο ζώδια, σεξουαλικό προσανατολισμό, θρησκεία κλπ. Ίσως χρειαζόμαστε αυτού του είδους τις ταμπέλες προκειμένου να βρούμε τον προσανατολισμό μας – άλλωστε είμαστε κοινωνικά ζώα που μας αρέσει η αγέλη.
Θεωρώ ότι πρέπει όμως να είμαστε ανοιχτοί και να επαναξιολογούμε ο ένας τον άλλον κατά καιρούς ώστε να βλέπουμε αν η «ετικέτα» που έχουμε βάλει εξακολουθεί να «κολλάει».
Εκείνο που με έχει βοηθήσει στη ζωή μου είναι επιμονή, η πειθαρχία, η εργασιακή ηθική, η ικανότητα να επικοινωνώ και να συναλλάσσομαι με τον κόσμο με εποικοδομητική κριτική, ενσυναίσθηση και ευγένεια.
Να μοιραστώ μαζί σας ότι το να είμαι με τους Έλληνες και να δουλεύουμε μαζί είναι μέρος της προσωπικής μου ταυτότητας και όχι της «γερμανικής». Μου αρέσει να δουλεύω και να είμαι με ανθρώπους που μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες. Αυτοί είναι η αγέλη που επιλέγω.
Είναι η μουσική ένας καλός λόγος για να αλλάξει κάποιος πατρίδα;
Αυτή είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση και απόφαση. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μουσική είναι ένας ωραίος λόγος να αλλάξεις πατρίδα από το να αναγκαστείς να το κάνεις γιατί δεν έχεις δουλειά να θρέψεις τα παιδιά σου ή γιατί ζεις σε ένα καταπιεστικό καθεστώς ή για να ξεφύγεις από έναν πόλεμο.
Κάνετε σχέδια στα προσωπικά και τα επαγγελματικά σας; Ποια είναι τα σχέδιά σας;
Ο Τζον Λένον είχε πει ότι «ζωή είναι αυτό που συμβαίνει γύρω σου ενώ εσύ είσαι απασχολημένος κάνοντας σχέδια». Μετά από αυτά που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια δυσκολεύομαι να κάνω σχέδια. Έτσι νομίζω ότι θα συνεχίσω να εργάζομαι, να είμαι δημιουργικός και παραγωγικός να είμαι έτοιμος για ό,τι έρθει στο δρόμο μου. Βεβαίως ετοιμάζω κάποια Live και ίσως μια μικρή περιοδεία στη Γερμανία στο τέλος του χρόνου.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας και πώς τον καταπολεμάτε;
Φοβάμαι ότι εμείς και οι αγαπημένοι μας, οι άνθρωποι που θα έρθουν μετά από εμάς δε θα μπορούν να έχουν τη ζωή που θέλουν λόγω πολιτικής, οικονομικής και κλιματικής κρίσης. Προσπαθώ να αντιμετωπίσω αυτόν μου το φόβο βρίσκοντας ανθρώπους που βλέπουν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο και ενεργούμε αναλόγως. Ο καθένας μόνος του είναι καταδικασμένος.
πηγή συνέντευξης: viewtag.gr