Κώστας Β. Ζήσης

Η ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, γυρισμένη το 1999, γνώρισε επιτυχία πολλά χρόνια μετά. Ίσως γιατί το κοινό που απευθυνόταν, ωρίμασε μέσα στα χρόνια της απολεσθείσης ψευδεπίγραφης ευμάρειας,  που ποτέ δεν εκφράστηκε με πραγματικούς αλλά μόνο με «χρηματιστηριακούς», πλαστικούς όρους.  Η ταινία με κεντρικό της ήρωα, έναν άνεργο νέο, που περιφέρεται με ύφος μποέμ στη νυχτερινή Αθήνα, που έρχεται σε επαφή με τον υπόκοσμο και την παραοικονομία που ανθεί, που είναι μέρος αντροπαρέας σε συνοικιακή καφετέρια που έχουν μοναδικό θέμα συζήτησης το σεξ και που αποκαλύπτεται κατά τι περισσότερο συναισθηματικός μέσα από τη γνωριμία και επαφή του με μια κοπέλα μέσα σε μια βραδιά, δεν είναι τίποτα άλλο από μια απόπειρα εμπεριστατωμένης «αγιοποίησης» μιας (αντι)κοινωνικής συμπεριφοράς που εφορμείται αποκλειστικά και μόνο από το «εγώ». Τα πρότυπα αλά Τσε Γκεβάρα έχουν πια ευτελιστεί μέσα στην εμπορευματοποίησή τους, και η μόνη προοπτική που ανοίγεται και ενισχύεται (γιατί είναι και πιο εύκολη να χειραγωγηθεί) είναι η ατομική πορεία και διαδρομή στην κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο, ότι τίποτε απ’ ό,τι συμβαίνει εκείνη την εποχή στην Ελλάδα και τον κόσμο, δεν ακουμπά και δεν επηρεάζει, ούτε καν φευγαλέα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά του ήρωα.

«Συλλέκτης στιγμών» δηλώνει ο ήρωας που δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να δηλώσει την καταγωγή του, άνεργος από πεποίθηση (ως φαίνεται) και όχι από την κρίση ή άλλους παράγοντες, απομακρισμένος και απαλλαγμένος (πως και γιατί δεν αφορά) από βιοπορισμό, μας μεταφέρει ιστορίες από καφενεία, περιπλανώμενος σαν ονειροπόλος Δον Κιχώτης χωρίς όμως κάποια Δουλτσινέα ως στόχο και προοπτική, εξιδανικεύοντας την ανεργία, τη μοναξιά, την κατάθλιψη, την απογοήτευση ως τη χρυσή επιλογή αντιμετώπισης της ζωής. Βεβαίως, είναι αδύνατον να στηριχτεί ρεαλιστικά ένας τέτοιος ιδανικός «υπαινιγμός», μιας και η πραγματικότητα είναι συντριπτικά διαφορετική, και αναπόφευκτα η καταφυγή στο σουρεαλισμό και το όνειρο προβάλλει μονόδρομος.

Είκοσι χρόνια μετά, ο Κωνσταντίνος Ρήγος αναβιώνει τον κόσμο των «Φτηνών Τσιγάρων» στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μορφή μιούζικαλ, με πολύ δυνατό όπλο τη μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, ο οποίος είχε και την επιμέλεια της μουσικής της ταινίας. Παρών στη σκηνή και ο ίδιος ο Ρένος Χαραλαμπίδης, σε ρόλο αφηγητή αλλά επί της ουσίας στον ίδιο το ρόλο του ήρωά του, του Νίκου είκοσι χρόνια μετά και σε πλήρη διάλογο με τον Νίκο του 2000, που ερμηνεύει  με πολύ ζωντάνια και εξωστρέφεια ο Θάνος Λέκκας. Και από κοντά οι Τάκης Βαμβακίδης, Αθηνά Βρούβα, Πάρις Θωμόπουλος, Idra Kayne, Σοφία Κουρτίδου,  Κωνσταντίνος Μπιμπής, Δημήτρης Ναλμπάντης, Χριστίνα Στεφανίδη και Ίαν Στρατής με ζωή και ενέργεια.

Η σημαντικότερη διαπίστωση για την παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής, έχει να κάνει με το γεγονός πως είδαμε μια παράσταση ανώτερη του έργου, το οποίο έχει δραματουργικές αδυναμίες ειδικότερα στο πλάσιμο των χαρακτήρων. Μια παράσταση που πάτησε (αλλά δεν στάθηκε εκεί μόνο) στο ύφος και το ήθος της ταινίας και που προσαρμόστηκε απόλυτα με την pop αισθητική της, τόσο σκηνικά (ένα περιβάλλον ταύτισης των ηρώων με το περιβάλλον σε συνεργασία του Κωνσταντίνου Ρήγου στα σκηνικά με τον Απόστολο Μητρόπουλο στα κοστούμια και τις ταπετσαρίες) όσο και ακουστικά με μελωδίες και τραγούδια του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, που θα μπορούσαν να σταθούν και έξω από αυτήν, εκτελεσμένα από τους Σταύρο Λάντσια (πιάνο), Ανδρέα Πολυζωγόπουλο (τρομπέτα), Χρήστο Ραφαηλίδη (βιμπράφωνο), Γιώργο Παλαμιώτη (ηλεκτρικό μπάσο), Θανάση  Τσακιράκη, Χρήστο Βίγκο (ντραμς,κρουστά), και τον ίδιο τον συνθέτη (κιθάρες, γιουκαλίλι). Ίσως μια πιο ομαλή δραματουργικά μετάβαση στα μουσικά μέρη να βοηθούσε σε κάποιες αμήχανες παύσεις . Εκείνα, που έκαναν τη μεγάλη διαφορά από την ταινία,  είναι η πολύ εύστοχη «θεατρικοποίηση» των χαρακτήρων από τον Κωνσταντίνο Ρήγο, που χωρίς να χάσουν την ποιότητά τους, κέρδισαν την αμεσότητα τους, μέσα από σουρεαλιστικούς και κωμικούς ερμηνευτικούς δρόμους και τα γερά πατήματα στην χορογραφία και την κίνηση από κλασικά μιούζικαλς και θεάματα. Επιλογές, που δικαιώνουν τον σκηνοθέτη και που απομάκρυναν το έργο από την επιτηδευμένη «εσωτερικότητα», με την οποία «φλέρταρε» η ταινία.

Κατά τα άλλα, όλα τα «φετίχ» της ταινίας ήταν παρόντα: ο ανεμιστήρας, τα γυαλιά ηλίου, τα ψάρια, τα τηλέφωνα (πολλά τηλέφωνα), ο τηλεφωνικός θάλαμος, ο Μοχάμεντ Άλη, βεβαίως τα τσιγάρα (που δεν άναβαν ποτέ), ακόμα και το περίφημο τρόλεϋ της εποχής με το οποίο «ταξίδευε» ο ήρωας, μας περίμενε παρκαρισμένο έξω από το θέατρο. Και βεβαίως, ήταν διάχυτο και το ιδεολογικό πνεύμα της ταινίας, εκφρασμένο και μέσα από τα τραγούδια, από τα οποία ένα παρότρυνε «γ@@ήστε τα όλα πια» ενώ άλλο συμπέρανε «γ@@έστε», σε αυτήν την εσωτερική ισοπεδωτική και απαξιωτική για το συλλογικό, διαδρομή.

Η παράσταση έφερε στο σήμερα με  ρομαντική αφέλεια μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, και επιβεβαίωσε γιατί ακόμα και σήμερα η ταινία παραμένει σημείο αναφοράς για μια γενιά που ανδρώθηκε με τα πρότυπα της ατομικότητας. Μιας γενιάς προάγγελου αυτής  που την παρακολουθούμε δίπλα μας, που τρέχει στους δρόμους στο κυνήγι της προσωπικής ευημερίας και του ονείρου, στα νοικιασμένα της πατίνια, τυλιγμένη ερμητικά στα κασκόλ της, με τις back-bags στην πλάτη, και τα ακουστικά στα αυτιά, να ακούει με τέρμα ένταση κάποιο αντίστοιχο «άντε να γ@@@@τε», καταδικασμένη σε έναν κοινωνικό «αυτισμό», και με άγνωστο ακόμα για αυτήν το τίμημα.