Κώστας Β. Ζήσης

Βρισκόμαστε στον 5ο αιώνα π.Χ., ο Πελοποννησιακός πόλεμος μαίνεται, και τα θεμέλια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας δείχνουν τα πρώτα σημάδια της φθοράς και της αλλοτρίωσης. Είναι η εποχή που γράφει ο Αριστοφάνης και εξελίσσει την κωμωδία από εύθυμο λαϊκό δρώμενο σε πολιτική κωμωδία: λόγος αιχμηρός, λόγος που στοχοποιεί θεσμούς, πολιτικές, νοοτροπίες και πολιτικούς. Ο Αριστοφάνης έχει κι ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Δεν σατιρίζει τα κακώς κείμενα του ατομικού και κοινωνικού βίου (και γι αυτό δεν είναι ηθογράφος) αλλά τη ρίζα τους, τις δυνάμεις εκείνες που τα γέννησαν και τα καλλιέργησαν (είτε πρόκειται για ανθρώπους, είτε για ιδέες, είτε για συμπεριφορές), αναπτύσσοντας μια διαλεκτική με την επικαιρότητα της εποχής του. Άλλωστε αυτή είναι η βασική αιτία, που το έργο του στην πάροδο του χρόνου ανήχθη σε συμβολική αντανάκλαση του «εκεί» και του «τότε» σε «εδώ» και «τώρα». Το «κωμικό» στοιχείο στον Αριστοφάνη, προκύπτει μέσα από τη γνώση του βαθιά «τραγικού» και γι αυτό σε όλα σχεδόν τα έργα του αυτό το κωμικό επιστρέφει στη μήτρα του. Στην καθόλου εύφορη και σίγουρα ζοφερή πραγματικότητα, με την κοινωνική απελπισία και προβληματική που εμπεριέχει.

Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι «Ιππείς», είναι ένα από τα πλέον πολιτικά έργα του Αριστοφάνη, όχι μόνο ως προς τη θεματική του αλλά (κυρίως) ως προς τα υποκείμενα της μυθοπλασίας του. Δεν υπάρχουν συμβολισμοί, δεν εννοείται τίποτα, δεν υπάρχουν σπόντες και υπαινιγμοί. Είναι όλα ξεκάθαρα και ανέλπιστα φανερά: Ο Δήμος είναι ο λαός, ο Δημοσθένης και ο Νίκίας οι υπηρέτες του ως εκτελεστική εξουσία, ο Κλέωνας είναι ο λαοπλάνος, ο Αλλαντοπώλης ο χειρότερος λαοπλάνος και ο Χορός, δεν είναι απλά οι Ιππείς, είναι συγκεκριμένη κοινωνική τάξη με συγκροτημένα οικονομικά χαρακτηριστικά, οι εύποροι «μεσοαριστοκράτες» θα λέγαμε, προσεγγίζοντας την ονομασία με σημερινούς όρους. Έτσι οι πρωταγωνιστές στη σκηνή είναι απροκάλυπτα ξεκάθαρα οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της κοινωνίας και της πολιτικής ζωής. Μέσα από το αγώνα διεκδίκησης της εξουσίας του Δήμου, ο οποίος διεξάγεται σε 3 φάσεις, ανάμεσα στον Κλέωνα και τον Αλλαντοπώλη, ο Αριστοφάνης κάνει ένα δηκτικό σχόλιο για τη δημαγωγία, το λαϊκισμό , την πελατειακή σχέση Δήμου-Εξουσίας. Ο σκηνικός αγώνας των δύο αντιμαχόμενων ηρώων δεν είναι ένας αγώνας ανάμεσα στο Αγαθό και το Κακό, το Όμορφο και το Άσχημο, το Δίκαιο και το Άδικο (όπως για παράδειγμα στις Νεφέλες). Ο Κλέωνας και ο Αλλαντοπώλης συναγωνίζονται στην φαυλότητα. Ποιός είναι ο πιο ψεύτης, ο πιο αδίστακτος, ο πιο αχρείος, ο πιο κόλακας, ο πιο απατεώνας. Και όσο ξεκάθαρο, σαφές και δηκτικό έργο είναι , τόσο αντιφατικό, πονηρό και δύσκολο στην «ανάγνωσή» του αναδεικνύεται στη σκηνική μεταφορά του. Ξεκινώντας από τη δραματουργία του, μιας και δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή και καταλήγοντας στο «ζουμί» και στο «μεδούλι» της Αριστοφάνικής σάτιρας.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, στάθηκε αμήχανος σε αυτές τις αντικειμενικές δυσκολίες του έργου. Αυτήν την έλλειψη σκηνικής δράσης, προσπάθησε να την καλύψει με αντίληψη, ατμόσφαιρα και τρικ εξίσου αντιθεατρικά. Η όλη παράσταση θύμιζε πραγματικά ένα καλοστημένο, λαμπερό τηλεοπτικό show, από τα βάθη της δεκαετίας του 90. Λαμπερή, φορτωμένη σκηνή, κορεσμένη από κολώνες, δοκούς γυμναστικής, υπολείμματα τειχών, συντριβάνι-παρτέρι, γούρνα με νερό , σκηνικά αντικείμενα (σε βαθμό που δυσκολεύονται οι ηθοποιοί να δράσουν επί σκηνής με άνεση) και πατάρι όπου βρίσκουν καταφύγιο Χορός και υποκριτές. Σκηνικό που επιμελήθηκε ο ίδιος με την Μαίρη Τσαγκάρη, ανταποκρινόμενο στη σύλληψη ενός διαχρονικού γυμναστηρίου που όμως δεν αποδείχτηκε λειτουργικό. Πολλά και φλύαρα κοστούμια (οι ηθοποιοί αλλάζουν στην διάρκεια παράστασης ακριβώς όπως οι σταρς αλλάζουν στο πρώτο και δεύτερο μέρος ) από την Νατάσσα Δημητρίου. Χορογραφίες και μουσική από τον Θοδωρή Ρέγκλη (όμορφη, ρυθμική και ξεσηκωτική) που τίθενται στην υπηρεσία μιας pop κουλτούρας , ενός επιβεβλημένου θαρρείς εκμοντερνισμού, με στοιχεία ραπ κυρίως, αλλά που φαντάζουν ως πάλαι ποτέ ευχάριστα μουσικά διαλείμματα στη τηλεόραση ή γέφυρες σε μουσικές πίστες. Ακόμα και η δεκαπεντάλεπτη έναρξη με τη γυμναστική και μουσική προθέρμανση του Χορού, φέρνει στο μυαλό τα opening acts , το «ζέσταμα» στα μεγάλα μουσικά events. Ο φωτισμός του Χρήστου Τζιόγκα ακολουθεί και αναδεικνύει με συνέπεια την ίδια ακριβώς σκηνική ατμόσφαιρα. Η παραποιημένη μετάφραση του Σωτήρη Κακίση που ακούστηκε, θεωρήθηκε (δικαίως) το ίδιο επιβεβλημένη ώστε το αποτέλεσμα να φανεί συνεπές σε αυτήν την αντίληψη αλλά και στην όσο το δυνατόν επικαιροποίηση του Αριστοφάνη, όλα αυτά σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης (;) του αρχαίου συγγραφέα με το σύγχρονο κοινό.

Πέρα από το σκηνογραφικό κομμάτι, ο Κωνσταντίνος Ρήγος δεν έδειξε να «βασανίζεται» και στα ιδεολογικά μηνύματα του έργου, υποπίπτοντας σε ένα μάλλον σταθερό και διαχρονικό λάθος στην ανάγνωση του. Γιατί, είναι το προφανές και το εύκολο (και ιδεολογικά σύμφωνο με τις σύγχρονες επικρατούσες επιταγές που προβάλλονται) να συμπεράνεις ότι «Όλοι το ίδιο είναι». Πρώτον γιατί δεν είναι όλοι το ίδιο (προσέξτε πόσο ύπουλα λειτουργεί στην απαξίωση και τον ισοπεδωτικό μηδενισμό των πάντων), δεύτερον γιατί ο Αριστοφάνης στηλιτεύει αυτούς τους «ίδιους» που προβάλλονται μέσα από την προβληματική του πολιτικού συστήματος που τους «αναδεικνύει», παρουσιάζοντας τους κάθε φορά ως σωτήρες. Αυτούς, τους «ίδιους» και όχι τους «άλλους», σατιρίζει. Ενός πολιτικού συστήματος που ο ίδιος ο ποιητής το προσωποποιεί στους εύπορους Ιππείς (έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος), και η δυσκολία του σκηνοθέτη είναι αυτή ακριβώς η αναγωγή στο σήμερα. Κάποιες εκλάμψεις περί αστικής δημοκρατίας που ακούγονται, μόνο ως διατήρηση ίσων αποστάσεων («να ακουστεί και αυτό») μπορεί να εκληφθεί μέσα σε ένα τέτοιο διαμορφωμένο αισθητικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Ρήγος πέφτει τελικά στην ίδια παγίδα που στο έργο καταγγέλλει ο συγγραφέας. Σε έναν ύπουλο, υποδόριο (και επικίνδυνο) λαϊκισμό που αποτυπώνεται τόσο σκηνικά όσο και ιδεολογικά.

Το όλο εγχείρημα διασώζεται από τους πολύ καλούς ηθοποιούς που στελεχώνουν την παράσταση. Ξεκινώντας από τους δύο αντιπάλους Κώστα Κόκλα (Κλέων) και Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη (Αλλαντοπώλης) μια εύστοχη επιλογή για την ανάδειξη της διαμάχης των δύο ηρώων μιας και πρόκειται για έμπειρους ηθοποιούς με διαφορετικές καλλιτεχνικές αφετηρίες και διαδρομές . Με περισσότερη σκηνική ενέργεια ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης στηριζόμενος σε μια πιο «σωματική» ερμηνεία, πιο στιβαρός και ταιριαστά δυσκίνητος ο Κώστας Κόκλας. Ο δοκιμασμένος στην κωμωδία Στέλιος Ιακωβίδης (Δήμος) , έχει την ικανότητα να κάνει το κοινό να τον ταυτίζει πάντα με τον ρόλο του (μεγάλο ταλέντο αυτό για έναν ηθοποιό). Επελαύνει στην κυριολεξία επί του χαρακτήρα του ήρωα του, ενός ρόλου που η δυσκολία του έγκειται στη διττή φύση του, ενός ρόλου που θέλει να φαίνεται, αλλά δεν είναι, βλάκας,. Δεν ξενίζει ο Πάνος Μουζουράκης (Δημοσθένης), αντίθετα στέκεται ίσος προς ίσον με τον ρόλο του από τη μια, ενισχύοντας την σκηνοθετική αντίληψη από την άλλη και μαζί με τον έμπειρο και γεμάτο ενέργεια Κωνσταντίνο Πλεμμένο συγκροτούν ένα καλό υποκριτικό δίδυμο. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο Χορό, που αποτελείται από νέα παιδιά που αποτελούν το παρόν και το μέλλον του Ελληνικού Θεάτρου. Πειθαρχημένα, αφιερωμένα ψυχή τε και σώματι, πραγματικοί ιππείς-στρατιώτες-αθλητές : οι Πάρις Αλεξανδρόπουλος, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Θάνος Γρίβας, Πάνος Ζυγούρος, Κωνσταντίνος Καϊκής, Γιάννης Καράμπαμπας, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Λαέρτης Μαλκότσης, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργος Πατεράκης, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Περικλής Σιούντας, Γιώργος Σκαρλάτος, Αντώνης Σταμόπουλος. Γενικό πρόσταγμα τους , ως κορυφαίοι έχουν ο βραβευμένος με το βραβείο Χορν Κωνσταντίνος Μπιμπής, ο Γιάννης Χαρίσης, και η μοναδική τιμής ένεκεν γυναικεία συμμετοχή στην παράσταση Στεφανία Γουλιώτη.

Ωραίες στιγμές της παράστασης αναμφισβήτητα ήταν η Παράβαση, μέσα από την οποία ο Κωνσταντίνος Μπιμπής απέδωσε με ιδιαίτερη δυναμική το πνίγος (φράση που λέγεται με μια ανάσα και σε πολύ γρήγορο ρυθμό), ο μονόλογος της Στεφανίας Γουλιώτη με την επίκληση όλων των (ανύπαρκτων) Θεών και την προσευχή στον Άνθρωπο και στα Άλογα– με ιδιαίτερη αναφορά στο Θέατρο και τις ιέρειες του Καραμπέτη-Κονιόρδου-Φωτοπούλου και Παξινού, ενώ οι «αγώνες» Κλέωνα και Αλλαντοπώλη παρουσιάζονται σχετικά άνισα με τη δυναμική των Χορικών.

Συνολικά, οι «Ιππείς» του Κωνσταντίνου Ρήγου, δεν καταθέτουν καμία σημαντική και ανανεωτική πρόταση στην πρόσληψη και σύγχρονη αντιμετώπιση της αρχαίας κωμωδίας. Για την ακρίβεια δεν καταθέτουν καν πρόταση. Προσφέρουν ένα ευχάριστο, ανώδυνο και διασκεδαστικό δίωρο, λαμπερό πραγματικά, αποφεύγοντας τα μεγάλα «γιατί» και τα οδυνηρά «διότι» του έργου. Και ίσως αυτό συμβολίζει η επιλογή του να φορέσει κοθόρνους με στρας και παγιέτες  στην υπόκλιση. Γιατί, ως φαίνεται, η λογική του θεάματος, σήμερα, υπερτερεί της λογικής της παράστασης. Είναι ζήτημα στόχων και επιλογών.

Η παράσταση «Ιππείς» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, παίχτηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 25-27-27 Ιουνίου 2021 ενώ θα ακολουθήσει περιοδεία ανά την Ελλάδα.