Κώστας Β. Ζήσης

Πώς βλέπει ο σημερινός άνθρωπος την τραγωδία; Είναι ένα παραμύθι που δεν έλαβε χώρα ποτέ; Μια εξιδανικευμένη αναπαράσταση των ανθρώπινων βιωμάτων; Μια στείρα εμμονή στο παρελθόν, μια άνευ λόγου και σημασίας προσήλωση στην αρχαιολατρία; Ή θα μπορούσε να είναι μια διαχρονική και γιατί όχι σημερινή αναφορά στην πραγματικότητα; Δεν υπάρχουν σήμερα τριγύρω μας Οιδίποδες, Μήδειες, Αντιγόνες, δεν υπάρχουν ίδιες καταστάσεις και συμβάντα στο παρόν μας όμοια με τραγωδίες; Και τελικά, μήπως οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, τα πάθη τους όμως μένουν ίδια και κυριεύουν τις ψυχές τους;

Με κεντρικό άξονα τη συνομιλία του αρχαίου δράματος με τη σύγχρονη εποχή το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου αναθέτει σε τέσσερις σκηνοθέτες να παρουσιάσουν τέσσερα ολοκαίνουργια έργα στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, βασισμένα στο αρχαίο δράμα. Η Ελένη Σκότη ανοίγει αυτόν τον πολύ ενδιαφέροντα κύκλο με το έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Το σπίτι με τα φίδια» βασισμένο στις «Τραχίνιες» του Σοφοκλή.

Η πλοκή, βασισμένη στον κύκλο του Ηρακλή, παραμένει στην Τραχίνα σε ό,τι αφορά τον τόπο, χρονικά μεταφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 , η Διηάνειρα γίνεται η Διάνα, η σύζυγος του εργοστασιάρχη Ηρακλή, η θεράπαινα παίρνει το συμβολικό όνομα φιδιού Νάγια, ο Ύλλος είναι ο γιος, η Ιόλη είναι η ερωμένη του Ηρακλή ενώ ο Χορός εκπροσωπείται, σε ένα ευφυές εύρημα, από τις δυο ηλικιωμένες Τραχίνιες που ζουν σαν φαντάσματα στο σπίτι. Ο Ηρακλής μετατρέπεται εδώ σε βουβό πρόσωπο ενώ η Ιόλη (σε αντίθεση με την τραγωδία), αποκτά λόγο, υπόσταση και συμβολή στα τεκταινόμενα.

Η οικογένεια της Τραχίνας είναι πλούσια, επιτυχημένη, ιδανική, τυπικό δείγμα αστικής τάξης, με λυμένα τα λοιπά προβλήματα επιβίωσης και με άπλετο χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με τα φίδια της ζήλειας, της καχυποψίας, της πνευματικής και σωματικής εξάρτησης, της αγάπης ως κτήση πια και αυτή, λάφυρο και ιδιοκτησία. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης γράφει ένα έργο βασισμένο και με άξονα την αρχαία τραγωδία, «περπατάει» σε αυτήν και την ανιχνεύει, με τον «φακό» του κωμικού ανά χείρας. Οι ήρωες χάνουν την ηρωική και επική διάστασή τους, ωσάν να μην την είχαν ποτέ, και μετατρέπονται σε μπουφόνους, βυθισμένοι στο τέλμα της άγνοιας, του χρόνου και του πάθους, που είναι και τα τρία στοιχεία που προσδιορίζουν και καθορίζουν το τραγικό στο πρωτότυπο δράμα. Οι «άριστοι» δεν είναι και τόσο «άριστοι» τελικά. Άλλα νομίζουν για τους εαυτούς τους, αλλιώς φαντάζονται και υποψιάζονται τα γεγονότα, ενώ στην πραγματικότητα είναι άλλοι και τα γεγονότα διαφορετικά. Ακόμα και η αποκάλυψη της διάφορης πραγματικότητας δεν τους αγγίζει. Αυτοί ήδη έχουν πάρει το δρόμο τους.

Η Ελένη Σκότη

Η Ελένη Σκότη αναδεικνύει με ακρίβεια τα κωμικά –ειρωνικά στοιχεία του έργου, έχοντας βαθιά στο μυαλό της πως στην ουσία πρόκειται για την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, του τραγικού. Διδάσκει και καθοδηγεί τους ηθοποιούς της στη με ακρίβεια ισομερή διαχείριση αυτών των συναισθημάτων, ενώ το εύρημά της, οι μεγάλες πανανθρώπινες αλήθειες –διδάγματα ζωής, να λέγονται από τις ηλικιωμένες μεγαλοαστές που χαρτοπαίζουν, πίνουν τσάι και κουτσομπολεύουν, λειτουργούν καταλυτικά στην επικοινωνία με το κοινό. Η ρεαλιστική σκηνοθετική της ματιά έρχεται να αναδείξει αυτόν τον ψυχολογικό σουρεαλισμό των ηρώων και ιδιαίτερα τον ψυχαναγκασμό που βιώνει η Διάνα, μέσα από τα φίδια που τη ζώνουν και που οδηγεί την εξέλιξη. Παρόλο που η δράση είναι υποτυπώδης, ανακαλύπτει τρόπους να εκπλήττει το κοινό και να κρατάει το ενδιαφέρον του (η αίσθηση του χρόνου με τον μετρονόμο στην επικοινωνία της ηρωίδας με τα φαντάσματα, η αργή κίνηση στο χαρτοπαίγνιο, το τηλέφωνο στην αγκαλιά της Διάνας κλπ).

Η Αλεξία Καλτσίκη στον κεντρικό ρόλο της Διάνας, με πλήρη συγκρότηση αποδομεί πλίνθο-πλίνθο την ηρωίδα της και την τραγικότητά της με τα στοιχεία τρέλας, απόγνωσης και παραφοράς (ακόμα και ο υπερβολικός κοπετός της, ο προερχόμενος από τα κατάβαθα της αρχαίας τραγωδίας, είναι προφανές πως αυτόν τον σκοπό έχει). Η Μάρω Παπαδοπούλου στο ρόλο της Νάγιας που σπέρνει υποψίες και διαβολές εντυπωσιάζει για μια ακόμη φορά, ο Ύλλος του νεαρού Μιχαήλ Ταμπακάκη έχει την απαιτούμενη αποστασιοποίηση του πλουσιόπαιδου, ενώ η ερμηνεία της Ηρούς Πεκτέση στη λαλίστατη εδώ Ιόλη, παρόλη τη στατικότητά της, αναδεικνύει περισσότερο τη σύγχρονη «φωνή της λογικής» (άποψη που η Ιόλη έχει για τον εαυτό της) παρά τη θρασύτητα του χαρακτήρα της (αυτό δηλ. που πραγματικά είναι). Σιωπηλός ο ρόλος του φύλακα-σωματοφύλακα Αλέξανδρου Μανωλίδη. Η Ράνια Οικονομίδου και η Αριέττα Μουτούση, ξεκαρδιστικές και καίριες συνάμα, αναδεικνύονται η ψυχή και ο πυρήνας του νεοελληνικού αυτού έργου, ακριβώς με τον ίδιο καθοριστικό τρόπο που λειτουργούσε ο Χορός στην αρχαία τραγωδία. Και αυτήν την επιτυχία, πέρα από το θαυμάσιο συγγραφικό και σκηνοθετικό σχόλιο, οφείλουμε να την κατοχυρώσουμε και στη γεμάτη μεστότητα ερμηνεία και σύμπραξή τους. «Άδικα χολοσκάς. Τα κακά προαισθήματα δεν βγαίνουν ποτέ» διατείνονται, για να καταλήξουν λίγο αργότερα «Τελικά, τα κακά προαισθήματα βγαίνουν πάντα.»

Ο Γιώργος Χατζηνικολάου δημιουργεί ένα σκηνικό περιβάλλον κατάλληλο να χωρέσει όλη την αστική ματαιοδοξία του έργου, κήπος με γκαζόν και ποτιστικά, φερ-φορζέ και πέργκολες, σχηματοποιεί τα φίδια σε μάνικες ποτίσματος που κείτονται ολούθε. Ο ίδιος μαζί με τη Μαρία Αναματερού έχει επιμεληθεί και τα απόλυτα ταυτισμένα με το περιβάλλον κοστούμια, ενώ η μουσική του Στέλιου Γιαννουλάκη, η κίνηση της Μόνικας Κολοκοτρώνη και τα φώτα του Αντώνη Παναγιωτόπουλου ενισχύουν την ατμόσφαιρα.

Ένα σύγχρονο νεοελληνικό έργο, σε απευθείας επικοινωνία με το αρχαίο δράμα, που ειρωνεύεται την τραγική ειρωνεία τού σήμερα και αναδεικνύει την «ευτυχή δυστυχία» ως ορισμό των αντιθέσεων που έχει να παλέψει ο «ευτυχισμένος» κατά το φαίνεσθαι άνθρωπος. Παράσταση που δεν πρέπει να τερματίσει την πορεία της στη Μικρή Επίδαυρο.

“Η παράσταση «Το σπίτι με τα φίδια» του Βασίλη Χατζηγιαννίδη σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη παίχτηκε στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου στις 9 και 10 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2021”