
του Γιάννη Παναγόπουλου //
Οι ζαρντινιέρες έχουν φρέσκα ξερόχορτα. Οι κίτρινες και πράσινες μπογιατισμένες ασφάλτινες επιφάνειες στους δρόμους μαύρισαν. Στα μεταλλικά κυκλικά παγκάκια της πλατείας συντάγματος δεν κάθεται σχεδόν κανένας. Οι φοίνικες στη γωνία της Μεγάλης Βρετανίας θυμίζουν πόλη υπό μετακόμιση.
Ο Δήμος της Αθήνας, για αναπαράσταση κέντρου πρωτεύουσας κεντροευρωπαϊκού τύπου το πήγαινε, το ότι του βγήκε σαν προαύλιος χώρος αυθαίρετου σκυλάδικου της Εθνικής ήταν μικρή αστοχία. Εκεί θα κολλήσουμε όμως; Ας μη γίνεστε μίζεροι. Δύο, μόνο, εκατομμύρια στοίχισε το έργο. Το ότι άλλα σημεία της πόλης είχαν μεγαλύτερη ανάγκη τα ίδια χρήματα είναι απλώς μια λεπτομέρεια. Το ότι συστηθήκαμε με τον Μεγάλο Περίπατο σχεδόν ένα χρόνο πριν δεν σημαίνει απαραίτητα πως χαρήκαμε και για τη γνωριμία.
Το περιβόητο, μεγαλόπνοο έργο της Δημοτικής Αρχής του Κώστα Μπακογιάννη παραμένει εκεί ίδιο και απαράλλαχτο για μήνες. Το βλέπουμε πια ως το παρηκμασμένο μνημείο μιας φανφαρίζουσας αισθητικής που όλως ατυχώς ορίζει την κίνησή μας στην καρδιά της πόλης. Ο περίπατος στην εμβληματική πλατεία είναι πια γρήγορος. Η αποφυγή οπτικής επαφής με την πανάκριβη, αχρείαστη, αναίσθητη και υστερόβουλη παρέμβαση του “άρχοντα” της πόλης είναι μονόδρομος. Ο Μεγάλος Περίπατος ήρθε για να μείνει, έχει πει. Έχει πει επίσης πως η παρέμβαση είναι πιλοτικού χαρακτήρα. Ο χρόνος πέρασε το έργο έμεινε ίδιο. Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού.


Ο Κώστας Μπακογιάννης αυτοπαρουσιάζεται, στο φόντο, ως ανεξάρτητη μονάδα πολιτικής μέτρησης. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το remix μιας οικογενειακής παράδοσης στην πολιτική.