κείμενο: Ελένη Σωτάκη //

Χτες ήταν η Ελένη, η Ιωάννα, η Μαρία. Σήμερα είναι η Κατερίνα, η Αλεξάνδρα, η Τζένη. Είναι ονόματα γυναικεία που αντιστοιχούν σε ανθρώπινες υπάρξεις, ανήκουν σε γυναίκες, μιλούν για την κάθε γυναίκα.

Μια σύντομη μόνο βόλτα στις ειδήσεις που αναπαράγονται στα ΜΜΕ είναι αρκετή για να αποκτήσει κανείς μια εικόνα για τις κυρίαρχες κοινωνικές αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου. Μια ακόμα πιο σύντομη (και σίγουρα πιο παρακμιακή) βόλτα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αρκεί για να βεβαιωθεί κανείς για την επικράτηση του σεξισμού, τη μισαλλοδοξία, το φθόνο, την υποτίμηση και τον λόγο μίσους απέναντι στις γυναίκες.

Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και τον εσωτερικευμένο σεξισμό, δηλαδή γυναίκες που υιοθετούν σεξιστικές και φαλλοκρατικές αντιλήψεις και συμπεριφορές ως όπλα εναντίον του ίδιου του φύλου τους, τότε μπορεί κανείς αληθινά να αισθανθεί το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ο τρόπος απεικόνισης της γυναίκας στα μίντια.
•Αν μια γυναίκα γεννήσει στα 50 της και μάλιστα είναι προβεβλημένη, οφείλει να γίνει στόχος σχολίων που το εύρος της χυδαιότητάς τους μαρτυρά το ήθος και την αισθητική των σχολιαστών. Τα social media είναι το σύγχρονο Κολοσαίο, όπου στην αρένα ρίχνονται όσοι απλώς μετέχουν σε αυτά. Δεν είναι καν απαραίτητο πλέον να είσαι προβεβλημένος ή διάσημος για να βρεθείς εκεί στην αρένα. Μπορεί να είναι ο καθένας από εμάς στόχος για τον οποιονδήποτε και για κάθε λόγο ή αφορμή. Όχι, δεν είναι η κριτική ο σκοπός της εξάπλωσης του φαινομένου της “ρητορικής μίσους”. Είναι η εκτόνωση της απελπισίας, του φθόνου, της μιζέριας, της θλίψης, της οδύνης. 
Είναι όμως και η έλλειψη αισθητικής και παιδείας. Είναι νοοτροπίες που συνδιαμορφώνονται σε ένα δεδομένο και προσφερόμενο πολιτιστικό και πολιτικό πλαίσιο.
Είναι τα social media τελικά το ξέφραγο αμπέλι, όπου νιώθει κανείς την αλαζονεία και την αβελτηρία του εύκολα να οξύνονται. Παροτρύνεται από την ευκολία και την ελευθερία του μέσου να διαπραγματευτεί με τα όρια της ελευθερίας του άλλου και εν τέλει να θέσει εαυτόν προ της κατάχρησης της εξουσίας που διακαώς επιθυμεί να αποκτήσει, της προσοχής που με απόγνωση αναζητά, της αναγνώρισης που εύχεται να του δοθεί. 
Αυτό που εύκολα ωστόσο παραβλέπουν οι φωτεινοί παντογνώστες – σχολιαστές – κριτές – θεατές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πως η ανθρωποφαγία – δείγμα μέγιστης παρακμής του πολιτισμού – αφορά όλους. Δεν εξαιρεί κανέναν, ούτε καν αυτόν που την επικροτεί και υπερφίαλα την ασκεί.