
εικόνες: Yannis Bournias
Ο μπασίστας Πέτρος Κλαμπάνης ζει ανάμεσα στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη. Και μπορεί οι προορισμοί ν’ αλλάζουν, όμως η χώρα που λέμε μουσική είναι ένας κοινός τόπος για εκείνον, για τους μουσικούς που συνεργάζεται, τα ακροατήρια που στο ήχο του ανακαλύπτουν την ηχητική γοητεία της συμβίωσης Δύσης και Ανατολής.
Ο Έλληνας μουσικός, αναγνωρισμένος από την παγκόσμια κοινότητα της τζαζ, μόλις κυκλοφόρησε το έκτο του άλμπουμ “Tora Collective”. Είναι σαν μέσα του να περιδιαβαίνεις σε μια πανσπερμία μουσικών συμπεριφορών που παράγουν ένα άκουσμα, ένα αισθητικό περιβάλλον.
Στο άλμπουμ υπάρχουν πρωτότυπα κομμάτια του Κλαμπάνη αλλά και διασκευές: “Ξεχωρίσματα», «Συμπεθέρα», «Χαρικλάκι», «Μενεξέδες και Ζουμπούλια». Το Tora Collective είναι μουσική εργασία που γεννήθηκε μέσα από το μουσικό κλίμα της Μεσογείου για να ανοιχτεί στον κόσμο όλο.
-Έχεις ηχογραφήσει έξι άλμπουμ. Ποια είναι η βεβαιότητα που έχεις πλέον γύρω από την αξία μιας ηχογράφησης που δεν είχες φανταστεί πριν μπεις στο στούντιο; Πώς γνωρίζεις πως μια σύνθεσή σου έχει αποτυπωθεί ιδανικά σε μια ηχογράφηση;
Δεν το ξέρεις ακριβώς. Πάντα υπάρχει η πιθανότητα να αλλάξεις γνώμη για κάτι που έχεις ήδη ηχογραφήσει. Πρέπει να ζήσουμε με αυτό όμως, αν θέλουμε να μοιραζόμαστε τη μουσική μας με το κοινό. Η μουσική αποτύπωση δεν είναι ποτέ ιδανική και συγχρόνως είναι. Ιδιαίτερα σε αυτό που κάνουμε με το γκρουπ μου, η αποτύπωση της στιγμής είναι ενδεχομένως πιο σημαντική από το “λάθος”.
-Νέα Υόρκη – Αθήνα και Αθήνα – Νέα Υόρκη. Το νέο σου άλμπουμ μοιάζει να κοιτά περισσότερο την Ανατολή παρά τη Δύση. Αυτό είναι επιλογή ή αυθόρμητη “πράξη”;
Θέλω να πιστεύω πως κοιτάει από τη Δύση στην Ανατολή και από την Ανατολή στη Δύση. Η διαδικασία για να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα πήρε χρόνια-χωρίς να θέλω να ακουστώ cheesy, ίσως και όλη μου τη ζωή. Αυτή η αίσθηση τού να ανήκουμε σε δύο (ή περισσότερους) κόσμους υπήρχε πάντα, ιδιαίτερα στη χώρα μας. Οπότε η δημιουργία αυτού του δίσκου ήταν μια αρκετά προφανής επιλογή. Ο τρόπος όμως που έχει γίνει, δεν είναι.
-Ο κόσμος της μουσικής σε υποδέχεται ως έναν ικανό μπασίστα. Οι κριτικές που έχεις πάρει είναι ένθερμες. Τι σημαίνει για σένα να επιβιώνεις ως μουσικός στη Νέα Υόρκη; Μιλάμε για μια πόλη που το ταλέντο ρέει άφθονο και συχνά μένει αναξιοποίητο.
Η καθημερινότητα στη ΝΥ είναι πολύ έντονη και γίνεται όλο και περισσότερο-πράγμα που δεν προβλέπω να αλλάζει σύντομα. Τα τελευταία χρόνια με βρίσκουν περισσότερο σε αυτή τη μεριά του Ατλαντικού και ένας από τους λόγους είναι αυτός. Βλέποντας και άλλους συναδέλφους της γενιάς μου, οι περισσότεροι έχουμε τάσεις φυγής και μια love/hate σχέση με το “Μεγάλο Μήλο”, το οποίο όμως είναι ένας παράδεισος για τους εικοσάρηδες.
-Διατηρείς τη σχέση σου με την ελληνική μουσική σκηνή ποικιλοτρόπως. Αν εξαιρέσουμε τέσσερις-πέντε χώρους σε όλη τη χώρα, σκηνή που να υποστηρίξει κάτι περισσότερο από τα σκυλάδικα δεν υπάρχει. Ο μουσικός εδώ δεν αρκεί να είναι απλά μουσικός για να ζήσει. Αυτό εσένα τι σου λέει;
Νομίζω πως αυτό ισχύει και αλλού. Ο δρόμος του επαγγέλματός μας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα-κάθε άλλο. Μπορεί στην Ελλάδα να υπάρχει αυτή η (πλέον εξασθενημένη κιόλας) κατάσταση με το σκυλάδικο, αλλά το κακό mainstream υπάρχει και στο εξωτερικό. Ξέρετε πόσοι καλοί μουσικοί παίζουν σε γάμους και Top40s μπάντες στην Αμερική; Δε νομίζω ότι αυτό τους εκφράζει καλλιτεχνικά. Το να είσαι καλλιτέχνης είναι ένα δώρο, για σένα και για τους άλλους. Έχει όμως πολλά εμπόδια που χρήζουν καθημερινής και μακροχρόνιας διαχείρισης.
-Έχεις αναφέρει τον Γιώτη Κιουρκτσόγλου ως role model σου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή που τον άκουσες, σε συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη, τι ήταν το μπάσο στη ζωή σου;
Μια ανάμνηση που δεν ήξερα πως υπήρχε καν. Το άταστο του Γιώτη μου θύμισε έναν ήχο που άκουγα σε κασέτες ή ραδιόφωνο: το μπάσο του Γιώργου Ζηκογιάννη στα “Κουρσάρος” και “Στέλλα” από τον δίσκο “Φοβάμαι” του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, αυτή η εφηβική νοσταλγία ήταν το sparkle που με οδήγησε στο μπάσο.
-Το νέο σου άλμπουμ θέλει να δοκιμαστεί και στα ακροατήρια της Δύσης. Ο μουσικός πλούτος της Ανατολής, δοσμένος μέσα από τζαζ παιξίματα, τζαζ αισθητική, θα μπορούσε να είναι το νέο στην παγκόσμια τζαζ σκηνή;
Οι μουσικές προσμίξεις Ανατολής και Δύσης είναι πλέον κάτι που έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Οι Ισραηλινοί μουσικοί το έχουν κάνει πολύ, το φλαμένκο στην Jazz έχει επίσης ένα παρόμοιο χαρακτήρα. Αυτό που κάνει το “Tora Collective” να είναι διαφορετικό είναι το ρεπερτόριο και ο τρόπος που αυτό ζει και αναπνέει στο τώρα. Με αυτούς τους μουσικούς, αυτή τη χημεία μεταξύ τους και αυτή την αισθητική. Το αν η στιγμή είναι κατάλληλη για να το “αγκαλιάσει” η μουσική βιομηχανία, αυτό θα το μάθουμε μαζί.
-Η Αρετή Κετιμέ παρουσιάστηκε ως παιδί θαύμα πριν πολλά χρόνια στην ελληνική μουσική σκηνή. Το να την έχεις δίπλα σου, τι σημαίνει για σένα; Και αν έχεις άποψη, τι σήμαινε για εκείνη η συμμετοχή της στη δική σου δουλειά;
Με την Αρετή πρωτοσυνεργαστήκαμε το 2015 σε ένα tour της στην Αμερική. Τη γνώριζα φυσικά, αλλά είχα εντυπωσιαστεί πολύ από τον τρόπο που τραγουδούσε και έπαιζε το σαντούρι σε εκείνες τις συναυλίες. Συχνά σε πρόβες και στα διαλείμματα τζαμάραμε πάνω σε κομμάτια που ξέραμε και οι δυο και συγκεκριμένα θυμάμαι πόσο ωραία ήταν μια πρωτόλεια απόπειρα στο Μενεξέδες και Ζουμπούλια (που τελικά ηχογραφήσαμε για το “Tora Collective”). Η Αρετή είναι ένας μουσικός άγγελος και είναι χαρά και τιμή κάθε φορά που παίζουμε μαζί. Νιώθω και από τη μεριά της αυτή τη ζεστασιά και είναι κάτι που εκτιμώ και που διαχέεται στον χαρακτήρα αυτού του σχήματος.
-Το “πείραγμα” της παραδοσιακής μουσικής από νέους μουσικούς έχει δοκιμαστεί επανειλημμένως. Γιατί άραγε μια ολόκληρη γενιά μουσικών επιστρέφει εκεί;
Έχει να κάνει με την αυτοπεποίθηση και την ανάγκη για ειλικρινή έκφραση. Για χρόνια προσπαθούσαμε να μιμηθούμε πρότυπα που έρχονταν απ’ έξω. Πλέον το έχουμε ξεπεράσει αυτό. Έχουμε δεχτεί ποιοι είμαστε, με τα ελαττώματα και προτερήματά μας και πορευόμαστε με αυτό. Τα αγκαλιάζουμε και αυτό το γεγονός προβάλλεται στην Τέχνη και προφανώς και στη μουσική.
-Πώς ορίζεις το νέο στη μουσική;
Θεωρώ πως ό,τι είναι πραγματικά, συνειδητά ειλικρινές είναι νέο. Αν κάποιος παίζει bebop ή ρεμπέτικο από την καρδιά του, είναι νέο και ο ακροατής θα κερδίσει κάτι από αυτό.
Η jazz είναι λαϊκή μουσική στην ουσία της και αυτό τείνουμε να το παραβλέπουμε, δημιουργοί και κοινό. Το υπέρμετρο sophistication είναι μια παιδική αρρώστια της jazz που έδιωξε – και διώχνει – τον κόσμο από αυτή. Η καλή μουσική είναι για την καρδιά και το μυαλό. Όταν χάνεται η ισορροπία, δεν γκρουβάρει το πράγμα…
-Τι ετοιμάζεις για το μέλλον;
Δουλεύω νέα μουσική με το τρίο μου (Kristjan Randalu & Ziv Ravitz) και προσπαθούμε να φέρουμε τη μουσική κοντά σε αυτούς που ενδιαφέρονται σε όλον τον κόσμο. Συνεχίζω τη συνεργασία μου με τους Oded Tzur, Arooj Aftab με τους οποίους ετοιμάζουμε νέα πράγματα.
-Θαυμάζουμε τζαζίστες που έγιναν ένα με τη μουσική και την αυτοκαταστροφή τους. Η τζαζ πριν μπει στα πανεπιστήμια υπήρξε μουσική του περιθωρίου. Μια “αυτιστική” τζαζ που ανήκει μόνο στα ωδεία ή στα ακριβά “music hall” ή στα στούντιο ηχογραφήσεων, πόσο μακριά βρίσκεται από τις ρίζες της;
Πολύ μακριά. Η jazz είναι λαϊκή μουσική στην ουσία της και αυτό τείνουμε να το παραβλέπουμε, δημιουργοί και κοινό. Το υπέρμετρο sophistication είναι μια παιδική αρρώστια της jazz που έδιωξε – και διώχνει – τον κόσμο από αυτή. Η καλή μουσική είναι για την καρδιά και το μυαλό. Όταν χάνεται η ισορροπία, δεν γκρουβάρει το πράγμα…
-Η έννοια του περφεξιονισμού στη μουσική τι σου λέει;
Είναι καλό να υπάρχει, αλλά να τιθασεύεται. Δηλαδή να είναι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά από την στιγμή που αρχίζει και γίνεται εμπόδιο θα πρέπει ο δημιουργός να το καταλαβαίνει και να ανοίγει λίγο την “κάνουλα”. ‘Όταν το παθαίνω, σκέφτομαι τον γιο μου και το πώς παίζει με τα παιχνίδια του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το παιδί μέσα μας.












