Το μέσο που ακούγεται μουσική ή η ίδια η μουσική;  Χτες πήγα σε μια σοκολατερί στο Χαλάνδρι. Το πικάπ έπαιζε Adamo. Ποιον; Δε λέω, όλοι έχουμε χώρο για ρετρό cult στη ζωή μας αλλά το θέμα δεν είναι εκεί.

Το πικάπ, η εικόνα και η ιδέα τού ότι ακούμε μουσική από βινύλια ήταν το σημαντικό. Το τι ακούγαμε ερχόταν μετά.

Το βινύλιο έχει επιστρέψει. Είναι τάση, είναι ιδέα, φέρνει αναθυμιάσεις μιας ρετρό αυθεντικότητας. Μια vintage αισθητική δαντέλα σε έναν κόσμο που το καλλιτεχνικό περιεχόμενο έπεται εκείνης.

Είναι φορές που πας σε μπαρ, σε κλαμπ, σε σοκολατερί, σε γκαλερί, ακούς κάτι από συγκεκριμένη και μόνο πηγή και μετά αναρωτιέσαι αν ζούμε στην εποχή που έχει μάτια μόνο για το πλαίσιο και κοιτά με συστολή το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο. 

Η ίδια εικόνα σε ένα άλλο σημείο της Αθήνας. Σε εστιατόριο αυτή τη φορά. Ο DJ έρχεται με τα γνωστικά του πιστοποιητικά, τους δίσκους βινυλίου και παίζει στους πελάτες του μαγαζιού εξωτική μουσική μέσα από πικάπ. Αν ένα κομμάτι που θα ήθελε να παίξει υπήρχε σε άλλη μορφή απλά δεν θα το έκανε γιατί το μέσο αναπαραγωγής είναι ένα. Και πολιτική του καταστήματος είναι να υπάρχει μία συγκεκριμένη πηγή αναπαραγωγής ήχου.

Στα αλήθεια, όμως, μας νοιάζει από πού θ’ ακούσουμε καλή μουσική; Αν εκείνη μπορεί να έρθει από κάπου αλλού, όχι όμως από δίσκο βινυλίου, τι κάνουμε; Δεν θ’ ακουστεί, δεν θα την μοιραστούμε γιατί απλά δεν έχει τυπωθεί σε δίσκο; 
 
Υπάρχει το καλλιτεχνικό έργο υπάρχει και η τελετουργία γύρω από αυτό. Τι γίνεται όταν η δεύτερη προηγείται;
 
Η επιστροφή του βινυλίου, αν και δεν είναι γεγονός που αφορά τη μουσική αλλά την ακρόασή της (και μόνο), φαντάζει ως καλλιτεχνική φόρμα. Φαντάζει επίσης ως αυτοματισμός που διαχωρίζει τον ψαγμένο από τον επιφανειακό ακροατή της. Σοβαρά τώρα; Τα εννοούμε όλα αυτά;