Είμαστε όλοι ιδεοψυχαναγκαστικοί πλέον; Ο φόβος της μόλυνσης κάνει περισσότερο δυσδιάκριτη τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής και της αναζήτησης ασφάλειας εν μέσω μιας επικίνδυνης πανδημίας.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα – παραδείγματα της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής είναι ο φόβος μόλυνσης και το υπερβολικό πλύσιμο των χεριών. Τώρα, αυτές οι ίδιες συμπεριφορές γίνονται αποδεκτές, ακόμα και ενθαρρύνονται προκειμένου να κρατήσουν όλους υγιείς.

Αυτό το νέο “φυσιολογικό” μπροστά σε μια θανατηφόρα πανδημία έχει διεισδύσει στην καθημερινότητα του πολιτισμού μας και θα συνεχίσει να τον επηρεάζει. Πολλοί από τους κανόνες που ακολουθούμε σήμερα παλιότερα θεωρούνταν υπερβολικοί έως και προβληματικοί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς προσδιορίζει κανείς με σαφήνεια πού σταματά η επαγρύπνηση για την ασφάλεια και την υγεία και πού αρχίζει η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή; Γιατί περί διαταραχής πρόκειται.

Προσαρμογή ή εθισμός στο Διαδίκτυο;

Από την έναρξη της πανδημίας, πολλές συμπεριφορές που προηγουμένως θεωρούνταν παθολογικές κρίνονται πλέον απαραίτητες για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και επικροτούνται ως προσαρμοστικές και επινοητικές. Πριν από την COVID-19, οι ανησυχίες σχετικά με την καταναγκαστική χρήση του διαδικτύου ή τον εθισμό στο διαδίκτυο αυξάνονταν.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κοινωνία έχει προσαρμοστεί γρήγορα στην καινούργια διαδικτυακή πραγματικότητα. Οι άνθρωποι εργάζονται από το σπίτι, πηγαίνουν στο σχολείο on line και κοινωνικοποιούνται στις διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες. Ακόμη και ορισμένες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης καλύπτονται όλο και περισσότερο από απόσταση μέσω της τηλεϊατρικής.

Ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες, οι ψηφιακές συνδέσεις έχουν γίνει κοινός τόπος, με πολλούς από εμάς να αισθανόμαστε τυχεροί που έχουμε αυτήν την πρόσβαση. Παρόμοια με τον φόβο της μόλυνσης, ορισμένες ψηφιακές συμπεριφορές που κάποτε αμφισβητήθηκαν χαρακτηρίζονται τώρα ως προσαρμοστικές συμπεριφορές που μας κρατούν υγιείς.

Είναι ιδεοψυχαναγκαστική ή προστατευτική συμπεριφορά;

Ενώ οι συμπεριφορές των ανθρώπων στη εποχή της COVID-19 μπορεί να μοιάζουν με ΙΔΨ, υπάρχουν βασικές διακρίσεις μεταξύ προστατευτικών συμπεριφορών, ενόψει ενός σαφούς και παρόντα κινδύνου όπως μια πανδημία, και μιας κλινικής διάγνωσης της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής της προσωπικότητας.

Οι επαναλαμβανόμενες, τελετουργικές σκέψεις, ιδέες και συμπεριφορές που παρατηρούνται στην ΙΔΨ απαιτούν πολύ χρόνο από τη ζωή των ανθρώπων και επηρεάζουν σημαντικά κύριους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας, του σχολείου και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.

Ορισμένοι εμφανίζουν ιδεοψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά που είναι λιγότερο σοβαρά. Αυτά τα χαρακτηριστικά παρατηρούνται συχνά σε άτομα με υψηλές επιδόσεις και δεν είναι εξουθενωτικά. Συμπεριφορές για παράδειγμα τελειομανίας αναγνωρίζονται σχεδόν στο 20% του πληθυσμού. Ένας ταλαντούχος σεφ που είναι πολύ προσεκτικός με τη λεπτομέρεια μπορεί να χαρακτηρίζεται ως «ιδεοψυχαναγκαστικός». Μπορεί ένας μηχανικός να χτίζει πολύ προσεκτικά μια γέφυρα ή ένας λογιστής να κάνει φορολογικές δηλώσεις εξετάζοντας τους νόμους από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Η κρίσιμη διαφορά όμως έγκειται στο ότι οι επίμονες, επαναλαμβανόμενες, τελετουργικές σκέψεις, ιδέες και συμπεριφορές που παρατηρούνται σε εκείνους που πάσχουν από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ) κυριαρχούν στη ζωή του ατόμου.

Όταν οι περισσότεροι από εμάς ελέγξουμε την πόρτα μία ή δύο φορές για να βεβαιωθούμε ότι είναι κλειδωμένη ή πλένουμε τα χέρια μας ή χρησιμοποιούμε αντισηπτικό μετά τις αγορές μας ή μετά την τουαλέτα, οι εγκέφαλοί μας στέλνουν το σήμα «όλα καθαρά» και μας λένε ότι είναι ασφαλές να προχωρήσουμε σε άλλα πράγματα. Ένα άτομο με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή δεν λαμβάνει ποτέ το παραπάνω σήμα. Έτσι, οι τελετουργίες και οι τακτικές ελέγχου είναι ασταμάτητες, προκειμένου να τους ανακουφίσουν από το άγχος.

Διαδίκτυο και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή

Οι ίδιες αρχές ισχύουν και για την καταναγκαστική χρήση του Διαδικτύου και των ηλεκτρονικών συσκευών. Η υπερβολική χρήση μπορεί να επηρεάσει την εργασία και το σχολείο και να βλάψει την ψυχολογική και κοινωνική λειτουργία. Εκτός από κοινωνικά και οικογενειακά προβλήματα, αυτές οι συμπεριφορές μπορούν να οδηγήσουν και σε ιατρικά προβλήματα, όπως την παχυσαρκία και την καταπόνηση των ματιών. Η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρεία συνιστά στους εφήβους να περνούν όχι περισσότερο από δύο ώρες την ημέρα χρησιμοποιώντας το Διαδίκτυο ή ηλεκτρονικές συσκευές. Μερικοί έφηβοι με εθισμό στο Διαδίκτυο ξοδεύουν έως και 80-100 ώρες την εβδομάδα στον Ιστό, αρνούμενοι να κάνουν οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένης της σχολικής τους εργασίας, εξωτερικών δραστηριοτήτων και αλληλεπίδρασης με τις οικογένειές τους. Ο ψηφιακός κόσμος γίνεται μια μαύρη τρύπα που είναι όλο και πιο δύσκολο να ξεφύγουν.

Για όσους παλεύουν με την εξάρτηση από το Διαδίκτυο και των κοινωνικά μέσα, οι νέες, αυξημένες απαιτήσεις για χρήση ψηφιακών πλατφορμών για εργασία, σχολείο, ψώνια και εξωσχολικές δραστηριότητες μπορούν να ανοίξουν ακόμη περισσότερο τη μαύρη τρύπα. Άτομα με φόβο μόλυνσης, ή που προηγουμένως δεν μπορούσαν να ρυθμίσουν τη χρήση της τεχνολογίας, έχουν πλέον πολλούς περισσότερους παράγοντες που πυροδοτούν τις εξαρτήσεις και τους ψυχαναγκασμούς τους.

Ελέγχοντας τις αντιδράσεις μας μπροστά στον κίνδυνο

Καθώς οι νέοι κανόνες συμπεριφοράς εξελίσσονται λόγω των μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών, ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζονται και περιγράφονται ορισμένες συμπεριφορές μπορεί επίσης να εξελιχθεί και να επαναπροσδιοριστεί.
Καθώς προσαρμοζόμαστε στο νέο “φυσιολογικό”, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι είναι υγιές να ακολουθούμε τις νέες οδηγίες για την κοινωνική απόσταση, το πλύσιμο των χεριών και τη χρήση μάσκας και ότι είναι εντάξει να περνάμε επιπλέον χρόνο στο διαδίκτυο ή σε άλλα κοινωνικά μέσα. Ωστόσο, εάν η χρήση του διαδικτύου ή το πλύσιμο των χεριών καταστούν ανεξέλεγκτα ή «καταναγκαστικά», ή εάν οι ενοχλητικές «επίμονες» σκέψεις σχετικά με την καθαριότητα και τη μόλυνση γίνουν προβληματικές για το ίδιο το άτομο, το στενό του περιβάλλον και για τον κοινωνικό του περίγυρο, είναι καλό να αναζητήσει κανείς βοήθεια και ψυχολογική υποστήριξη κατά προτίμηση από εξειδικευμένους – πιστοποιημένους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας.