του Γιάννη Παναγόπουλου //

“Τι λες να περάσεις από το σπίτι το Σάββατο; Έχω καφέ. Έχω χρόνο” είπε ο Στέφανος Κορκολής όταν διαπραγματευόμασταν τον τόπο και τον χρόνο της συνέντευξής μας. Δέχτηκα. Χτύπησα το κουδούνι της πολυκατοικίας που μένει στην Κυψέλη δεκαπέντε λεπτά πριν το ραντεβού μας. Από το θυροτηλέφωνο δεν άκουσα το στεγνό: “Ποιος είναι;” αλλά το σαν συνθηματικό: “Είσαι τόσο Άγγλος;” Στον χώρο που ο Στέφανος γράφει μουσική δεσπόζουν δύο πράγματα-“ιδέες”. Το πιάνο, στο δωμάτιο αριστερά της κεντρικής πόρτας και οι πίνακες του πατέρα του που βασιλεύουν στους τοίχους του σπιτιού, σε όλα τα δωμάτια. Ο Στέφανος σήμερα είναι καλοδιάθετος. Μιλά λες και η απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνον και εμάς είναι δυσθεώρητα μικρή. Και στον λόγο του χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη λέξη “διάδραση”. Γιατί άραγε;

-Για τις ικανότητές σου στο πιάνο χαρακτηρίστηκες νωρίς “παιδί θαύμα”. Έχω την αίσθηση πως λέγοντας “παιδί θαύμα” κοιτάμε περισσότερο το “θαύμα” και εξαφανίζουμε την αξία της λέξης “παιδί”. Είναι σαν τα παιδιά θαύματα να μην έχουν δικαίωμα στην ηλικία τους. Είναι έτσι;

Έχεις δίκιο. Και θα έλεγα πως είμαι από τους τυχερούς. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια που δεν “τρελάθηκε” όταν το παιδί της κάθισε στο πιάνο και έπαιξε κανονικά σε ηλικία πέντε ετών. Αντιμετώπισε το γεγονός με ψυχραιμία. Εγώ την ίδια περίοδο δεν είχα συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Το πιάνο ήταν ένα από τα παιχνίδια μου. Δεν στερήθηκα πράγματα. Δεν μπήκα σε αυτό που λέμε ακαδημαϊκό περιβάλλον πριν παίξω μπάλα στο δρόμο. Σ’ αυτά τα παιδιά που αποκαλούμε “παιδιά θαύματα” εννέα στις δέκα περιπτώσεις το “θαύμα” καταλήγει σε “τραύμα”. Ξεκινούν με φοβερές προοπτικές, καταντούν να σιχαίνονται τη μουσική. Το θέμα σε αυτή την περίπτωση είναι η διαχείριση. Ο γονιός έχει τεράστιες ευθύνες. Αν παραμένει ψύχραιμος, διαχειριστεί το παιδί του με όρους αξιοπρέπειας όχι υστερίας, τότε ναι θα υπάρξει αποτέλεσμα.

-Μια από τις πιο δυνατές περιπτώσεις “παιδιού – θαύματος” στο πιάνο είναι και ο Δημήτρης Σγούρος έτσι δεν είναι; Έχω χρόνια ν’ ακούσω κάτι για εκείνον. Γιατί άραγε;

Ο Δημήτρης ήταν φαινόμενο. Ήταν και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες στον κόσμο. Είχαμε και έχουμε μια πολύ γλυκιά σχέση. Πλέον εμφανίζεται επιλεκτικά. Συνέβαλα στο να βρεθεί εταιρεία να κυκλοφορήσει τα έργα του. Ο Δημήτρης, όμως, συμβολίζει κάτι ακόμα. Την απαξίωση της μνήμης που μας διακρίνει. Σε αυτή την περίπτωση, σε αυτές τις περιπτώσεις, σηκώνω τα χέρια ψηλά. Μιλάμε για άνθρωπο που σε ηλικία 11 ετών έπαιξε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης ερμηνεύοντας το 3ο κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ υπό τη διεύθυνση του Μίροσλαβ Ροστροπόβιτς. Πια όμως τον Δημήτρη δεν τον αναφέρουμε. Το έργο του δεν μνημονεύεται. Ανθρώπους σαν τον Δημήτρη τους προσπερνάμε αβίαστα, με απίστευτη ελαφρότητα. Πόσο λάθος!

-Διαχειριζόμαστε τη μνήμη σαν κάτι στατικό στον χρόνο. Σαν κάτι άκαμπτο. Που η μοναδική της αξία τελειώνει στην “στεγνή” καταγραφή ποτέ στην αξιοποίησή της. Η ιστορία πεθαίνει;

Δεν ξέρω αν ξεχνάμε την ιστορία μας, αν την αγνοούμε ή αν μας συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Για παράδειγμα επιλέγουμε να θυμόμαστε την πρωταθλήτρια Ευρώπης Εθνική Ελλάδος του 2004 και επαναπαυόμαστε σε μία κατά τα άλλα υπέροχη κατάκτηση αγνοώντας την ουσία της ανθρώπινης προσπάθειας, του ανθρώπινου πόνου. “Κρατάμε” τις ημερομηνίες που βολεύουν. Στα πολύ δύσκολα η μνήμη μας ξυπνά με τον ίδιο τρόπο που πεταγόμαστε από το κρεβάτι όταν βλέπουμε εφιάλτη. Δεν δεχόμαστε την ικανότητα των άλλων. Δεν την αξιοποιούμε. Δεν μαθαίνουμε από εκείνη. Αντικαταστήσαμε τον θαυμασμό με τη ζήλεια. Δεν την αντέχω αυτή τη φαγωμάρα που μας διακατέχει. Ιστορικά μοιάζει ανίκητη.

•Δεν διαπραγματεύομαι τη σοβαρότητά μου. Όπου και αν βρεθώ παίζοντας ζωντανά η αγωνία μου για το αν ο άλλος στο τέλος εμφάνισης μου φύγει ευχαριστημένος είναι έντονη

-Σε θυμάμαι, μέσα δεκαετίας 1990, να εμφανίζεσαι σε καταστήματα κατηγορίας “μεγάλες πίστες”. Πέρασες καλά εκεί, τότε;

Στο θέμα της πίστας θεωρώ πως πάντα ο καλλιτέχνης καθορίζει τον χώρο και όσα μπορούν να συμβούν εντός του. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Οκτώβρης 1993. Είναι μια βροχερή μέρα. Με την μπάντα μου έχουμε συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Ο χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος. 25 000 κόσμος έχει έρθει να μας ακούσει. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να με ακούσουν αλλά δεν μπορούν να μπουν μέσα. Τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί. Και εγώ; Εγώ στέκομαι απορημένος γιατί δεν περίμενα όλο αυτό το χαμό. Μιλώ με τα παιδιά του γκρουπ. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. Στη σκηνή, κάποια στιγμή, έπαιξα απόσπασμα από Κονσέρτο Αριθμό 2 του Ραχμάνινοφ. Στο άκουσμα του ουρλιαχτού και η υστερία εξαφανίστηκαν. Δεν άκουγα τίποτα. Υπάρχει απόλυτη σιγή. Ίσως να επέβαλα “εκείνο” που λογικά δεν έχει θέση σε μια μαζική συναυλία. Παράδειγμα δεύτερο. Όσα έγιναν στο Taboo. Στις βραδιές: “Χατζηνάσιος – Κορκολής. Δύο πιάνα”. Την πρώτη χρονιά εμφανιστήκαμε συνοδεία συμφωνιέτας μιας μικρής συμφωνικής ορχήστρας. Παίξαμε κλασικά και κινηματογραφικά μουσικά έργα. Ναι, από κάτω υπήρχαν τραπέζια με φαγητό αλλά ο κόσμος έδειχνε απίστευτο σεβασμό. Οι μεγάλες πίστες που αφορούν εμένα είναι η συνεργασία – συνύπαρξη με τον Γιάννη Πάριο και η συνύπαρξη – έρωτας με τον Δημήτρη Μητροπάνο και τον Μάριο Τόκα. Δεν έχω βιώσει την έννοια πίστα – νύχτα – ξημέρωμα. Είμαι κάθετος στην αξία που λέει πως ένας καλλιτέχνης, όπου και να βρεθεί, με το ύφος, την ευγένεια, τη διαδραστικότητα που αποκτά με το κοινό διαμορφώνει το περιβάλλον ανάμεσα σ’ εκείνον και τον κόσμο που τον ακούει. Τώρα ετοιμάζουμε τις εμφανίσεις μας στη Σφίγγα. Είτε εκεί, είτε αλλού όπου και αν εμφανίζομαι ο ίδιος είμαι. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν θέλω να γίνεται αλλιώς.

-Θα είσαι ο ίδιος είτε εμφανίζεσαι μια μουσική σκηνή είτε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών;

Είτε παίξω στο Ηρώδειο, είτε σε μουσική σκηνή θα έχω το ίδιο άγχος, την ίδια προσμονή πριν βγω στη σκηνή. Δεν διαπραγματεύομαι τη σοβαρότητά μου. Όπου και αν βρεθώ παίζοντας ζωντανά η αγωνία μου για το αν ο άλλος στο τέλος εμφάνισης μου φύγει ευχαριστημένος είναι έντονη.

-Ποια είναι η γνώμη σου για το 4’33” του Τζον Κέιτζ; Θα τολμούσες να το ονομάσεις τραγούδι; Δεν υπάρχει μελωδία. Εκεί μουσική είναι η τυχαιότητα σκόρπιων ήχων που διακόπτουν τη σιωπή. Ένα τυχαίο βήξιμο ή το τρίξιμο μιας καρέκλας. Εσύ, ένας μάστορας της μελωδίας, τι λες γι’ αυτό;

Με σπρώχνεις στα βαθιά έτσι; Τζον Κέιτζ. Εξαιρετική περίπτωση. Τον είδα πρόσφατα σε βίντεο. Είχε εμφανιστεί σε ένα ασπρόμαυρο Αμερικανικό “πρωινάδικο” λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στο στούντιο παρουσία κοινού ο παρουσιαστής τον προλόγισε σαν μια εξαιρετική και περίπλοκη περίπτωση καλλιτέχνη. Ο Κέιτζ εμφανίστηκε στην οθόνη συνεσταλμένος και παράλληλα χαρούμενος. Ο χώρος που θα έπαιζε τη “μουσική” του ήταν ασύμβατος. Πίσω του υπήρχε μια μπανιέρα, ένας βραστήρας, αντικείμενα οικιακής χρήσης. Έπαιρνε τυχαίους ήχους που μπορούσαν να αφήσουν σε λειτουργία θεωρώντας τα μουσική. Το κοινό είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Στο τέλος της περφόρμανς έπεσε τρελό χειροκρότημα. Το κοινό θα χειροκρότησε πιθανώς γιατί του έδωσαν την εντολή να το κάνει ή το έκανε από μόνο του. Ο Κέιτζ δεν φοβήθηκε. Παρουσίασε κάτι τόσο πρωτοποριακό στο πιο πουριτανικό κοινό που θα μπορούσε ποτέ. Για μένα αυτός ο μεταμοντέρνος συνθέτης είχε μια πορεία με απόλυτη συνέπεια στο καλλιτεχνικό του όραμα. Παρακολουθώντας όσα έκανε αυτομάτως εμένα η σκέψη μου τρέχει στη λέξη “σεβασμός”. Ο Κέιτζ πριν παρουσιάσει το 4’33” είχε φτιάξει ολοκληρωμένα έργα για πιάνο. Αν δεν τα γνωρίζεις όλα αυτά και απλά συναντηθείς με την πλήρη παύση του 4’33” το πιο πιθανό είναι πεις: “Tι … είναι αυτό”, όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Μην ξεχνάμε, ο ίδιος ο Μπετόβεν θεωρούσε τις παύσεις μουσική. Υπάρχει βέβαια και η παγίδα. Κάποιοι να χειροκροτήσουμε τον Κέιτζ απλά και μόνο γιατί μας προτάθηκε ως πρωτοποριακός. Υπάρχουν περιπτώσεις που το καλλιτεχνικό τίποτα έχει κερδίσει αποδοχή στο κοινό. Ο Κέιτζ όμως είχε περάσει από τη σύνθεση ιμπρεσιονιστικής μουσικής πριν θεωρήσει τη σιωπή ή τον ήχο του τυχαίου μουσική.

-Στον χώρο που γράφεις μουσική οι τοίχοι είναι “ντυμένοι” με έργα ζωγραφικής του πατέρα σου. Πώς θα περιέγραφες τη σχέση σου μαζί του;

Μιλάμε για ένα ανήσυχο μυαλό με βαριά έφεση στα μαθηματικά. Ήταν πιλότος στην πολεμική αεροπορία. Κοιμόταν τρεις ώρες τη μέρα. Είχε άστατο ύπνο. Θεωρούσε πως του έκλεβε τη ζωή. Τον έχασα πριν 3 χρόνια. Ήταν μια ορφάνια που δεν ήθελα. Μάθαινα από εκείνον. Έφυγε από ιατρικό λάθος. Και είχε το ίδιο πνεύμα, τον ίδιο τύπο χιούμορ με τον Μίκη. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει αναπληρώσει στην ψυχή μου τον πατέρα.

Ε…ξέρεις είμαστε σεισμογενής χώρα. Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, χτύπα ξύλο, αύριο οπότε το μόνο που μένει είναι να ζούμε στο παρόν, χωρίς αγκυλώσεις, με πλήρη συνείδηση και χωρίς ενοχές

-Μιλάς με τα καλύτερα λόγια για τη Σοφία Μανουσάκη. Θα μπορούσαμε να εντάξουμε την περίπτωση της σ’ εκείνα τα παιδιά, τα παιδιά θαύματα, που πιάσαμε στην αρχή της συνέντευξής μας;

Είναι μόλις 24 ετών. Έχει κάνει πράγματα αδιανόητα για την ηλικία της. Είναι παιδί οικογένειας με πέντε παιδιά από τα Χανιά. Η Σοφία, αν είχε την τύχη που είχα εγώ να υπάρχει πιάνο στο σπίτι της, θα μπορούσε να γίνει εξαιρετική πιανίστα. Στη σκηνή η προσωπικότητά της γιγαντώνεται. Εμφανίστηκε δίπλα στη Μαρία Φαραντούρη ισότιμα. Η παλέτα των φωνητικών της δυνατοτήτων είναι απέραντη. Ο τρόπος ερμηνείας της είναι τόσο αφηγηματικός που μπορεί να κάνει ένα χιλιακουσμένο τραγούδι ν’ ακουστεί καινούργιο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Έχει πέσει πολλή δουλειά για να φτάσει στο σημείο που είναι τώρα. Με τη Σοφία συναντηθήκαμε μέσω κοινού φίλου, δημοσιογράφου, στα Χανιά. Όταν την άκουσα έμεινα άφωνος. Ήμουν ενθουσιασμένος αλλά υποκρίθηκα τον ψύχραιμο. Την έχουν παραδεχθεί μια σειρά ανθρώπων που υπολήπτομαι και ο Μίκης βέβαια είναι η κορυφή αυτών.

-Στέφανε πιστεύεις στο Θεό;

Έχω φάει πολλές κατραπακιές. Κάποια στιγμή, όταν είσαι στα πατώματα, θα κοιτάξεις προς τα πάνω και θα βρεις κάτι που ο καθένας μπορεί να επινοήσει όπως εκείνος νιώθει. Το σίγουρο είναι πως η πίστη μου είναι για εμένα και μόνο. Μου κάνει καλό, με ηρεμεί και με βοηθάει. Σέβομαι όλους τους ανθρώπους που πιστεύουν. Οτιδήποτε δογματικό με απωθεί.

Έχεις κάνει ψυχανάλυση;

Ναι και με βοήθησε πολύ. Ψυχαναλυτική διάσταση μπορεί να πάρει και η σχέση που μπορεί να έχεις και με ένα φίλο σου αλλά υπάρχουν και οι ειδικευμένοι ψυχαναλυτές. Είναι σαν να πηγαίνεις στον οφθαλμίατρο όταν έχεις πρόβλημα στα μάτια. Σε ωτορινολαρυγγολόγο όταν πονάει ο λαιμός σου.

-Το φινάλε της ψυχαναλυτικής διαδικασίας πως σε βρήκε;

Συμφιλιωμένο με το παρόν. Ε…ξέρεις είμαστε σεισμογενής χώρα. Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, χτύπα ξύλο, αύριο οπότε το μόνο που μένει είναι να ζούμε στο παρόν, χωρίς αγκυλώσεις, με πλήρη συνείδηση και χωρίς ενοχές.

 

Η συνέντευξη, που μας έδωσε ο Στέφανος Κορκολής, πρωτοδημοσιεύτκε το Φθινόπωρο του 2019