Γιάννης Παναγόπουλος

Το ξενοδοχείο στο Περού. Η πτήση από την Αργεντινή. Η ελληνική κρίση. Ο Τσίπρας. Το απεχθές κέρδος. Η πανδημία. Η λύση των λαών. Από τις ημέρες, αρχές 90’s, που ως δημοσιογράφος έβγαινε στο γυαλί στο – πρώτο, το ορθόδοξο – Mega μέχρι σήμερα, στην τελευταία του δουλειά “Παρόντες”, ο Γιώργος Αυγερόπουλος έχει μπει ανάμεσά μας συχνά δίνοντας τίτλο στις κουβέντες μας. Σε έναν κόσμο που, έτσι ή αλλιώς, βιάζεται να διαφωνήσει ας συμφωνήσουμε στο μίνιμουμ, πως τα ντοκιμαντέρ αυτού του ψηλόλιγνου ανθρώπου με την ψύχραιμη φωνή τεκμηριώνουν σημεία του χρόνου και του κόσμου που ρύθμισαν και ρυθμίζουν τις ζωές μας.

Πρεμιέρα στα 90’s – Οι ημέρες του λαχανί σακακιού με τις παχιές βάτες

Έζησα την ιδιωτική τηλεόραση από τα πρώτα της χρόνια. Τον Νοέμβρη του 1989 πρωτοεξέπεμπψε το Mega. Εντάχθηκα στο δυναμικό του τον Γενάρη ή τον Φλεβάρη του 1990. Στη δημοσιογραφία μπήκα από νωρίς. Πιτσιρικάς εργαζόμουν σε ραδιόφωνο και σε εφημερίδες. Μιλάμε για μια εποχή που κοιτούσες στον ουρανό και έβρισκες δουλειά. Στο κανάλι αντιλήφθηκα πως η τηλεόραση ήταν ένα μέσο μαγικό. Μπορούσα να μιλήσω με δύο δημοσιογραφικές γλώσσες. Αφηγούμουν τις ιστορίες μου αλλά είχα και την εικόνα που αναζήτησα να την μάθω για να την εκμεταλλευτώ όσο καλύτερα μπορούσα. Θυμάμαι ότι εκείνη την περίοδο, στα βαθιά 90’s, ζητούσα από τους καμεραμέν να μελετήσω τα βιβλία που διδάσκονταν στη σχολή Σταυράκου. Πολλά βράδια ξενυχτούσα με τους μοντέρ για να μου δείξουν τα κόλπα της δουλειάς τους. Κάποια στιγμή ήρθε η οδηγία από τη διοίκηση του Mega πως οι ρεπόρτερ έπρεπε να μεταδίδουν τα ρεπορτάζ τους φορώντας καλά ρούχα. Θυμάμαι τον Γιώργο Λεβεντογιάννη, τον τότε αρχισυντάκτη των ειδήσεων, να μας λέει: “Άντε, θα σας αναγνωρίζουν και στον δρόμο τώρα”. Δεν τον πίστεψα, είχε δίκιο, μας αναγνώριζαν παντού. Ήταν μια εποχή που έμπαινες σε ταξί και όταν έλεγες τι δουλειά έκανες δεν σου απαντούσαν “είσαι ρουφιάνος, είσαι καριόλης” αλλά σε θεωρούσαν σύμμαχο. Σιγά – σιγά οι ειδήσεις άρχισαν να γίνονται βιομηχανία. Το 1997 άκουσα την περίφημη ατάκα από μεγαλοστέλεχος της τηλεόρασης: “Κάνε μια έρευνα να βγει το βράδυ”. Λίγο παρακάτω, την ίδια χρονιά, επαγγελματικά σιχάθηκα τη ζωή μου. Δεν μου άρεσε καθόλου όλη αυτή η τυποποιημένη γραμμή παραγωγής ειδήσεων. Είχα προλάβει να καλύψω μεγάλα θέματα. Τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το μέτωπο στο Σεράγεβο. Τότε και εκεί, στην εμπόλεμη ζώνη, είδα τον τρόπο που δούλευαν οι ξένοι, τους θαύμασα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, δηλαδή στη μιζέρια και την ομφαλοσκόπηση, το πλήγμα ήταν μεγάλο. Το 1997 πήρα την απόφαση να σταματήσω αυτό που έκανα. Με τη γυναίκα μου φύγαμε διακοπές διαρκείας στο Περού. Βρήκαμε, μάλιστα, και δουλειά ως ξενοδοχοϋπάλληλοι. Μας προτάθηκε να τρέξουμε ένα ξενοδοχείο με το παράξενο όνομα La Casa De Mi Abuela (σ.σ. Το Σπίτι της Γιαγιάς μου). Γυρίσαμε στην Ελλάδα το 2000 αποφασισμένοι να τα παίξουμε όλα για όλα. Όσα λεφτά είχαμε μαζέψει τα ρίξαμε σε τηλεοπτικό εξοπλισμό. Μικρόφωνα, κάμερες, τέτοια πράγματα. Τα χρήματα που είχαμε έφταναν μόνο για την προκαταβολή αλλά έστω και έτσι μπορούσαμε να αρχίσουμε γυρίσματα. Στήσαμε τη δική μας εταιρεία και ξεκινήσαμε την εκπομπή “Εξάντας”. Τι άλλο θυμάμαι από εκείνες τις μέρες; Α ναι. Την περίοδο που επενδύσαμε τα χρήματα σε εξοπλισμό δεν μας έμεινε μία. Κάποια στιγμή φτάσαμε να χρωστάμε νοίκια δύο ετών. Είχαμε καλή σπιτονοικοκυρά. Σιγά – σιγά το πράγμα ρόλαρε. Μας πήγε καλά. Πετύχαμε. Αλλά οκ, ήταν άλλες οι εποχές τότε.

Επιστρέφοντας από το Μπουένος Άιρες

Αρχές 2001-2002 υπήρχε η αισιοδοξία πως η χώρα είχε καλές επιδόσεις, αναπτυσσόταν, μπήκαμε στο ευρώ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως το 2001 ήμασταν στην Αργεντινή καταγράφοντας την οικονομική κατάρρευσή της. Φεύγοντας από το Μπουένος Άιρες η σκέψη μας ήταν στους ανθρώπους που έμειναν πίσω και θα περνούσαν πολύ άσχημα. Στη διάρκεια της πτήσης μου έδωσαν την Ελευθεροτυπία. Εκείνο το φύλλο “φιλοξενούσε” μια ανάλυση για το πώς το ευρώ μπορεί να καταστρέψει τη χώρα. Θα έλεγες ότι ήταν ένα προφητικό άρθρο. Πλέαμε σε μια επίπλαστη αισιοδοξία. Όμως, ακόμα και έτσι, εμείς από εκείνη την εποχή βοηθηθήκαμε. Κάναμε μια δουλειά που ήταν “εξωτικό πουλί” για την ελληνική τηλεόραση. Και δεν ήταν μόνο αυτό, ως κοινωνία είχαμε βάλει παύση στην ομφαλοσκόπηση και αισθανόμασταν πολίτες του κόσμου. Είχαμε κοινό νόμισμα με άλλους ανθρώπους. Όλο αυτό το πράγμα βοήθησε και τη δική μου/μας προσπάθεια.

Φυσικά και το ντοκιμαντέρ είναι τέχνη. Για μένα τέχνη είναι ό,τι σου αλλάζει τη ζωή. Κάτω από αυτή τη ματιά τέχνη είναι ο Χατζιδάκις, τέχνη είναι και οι Sex Pistols

Ντοκιμαντέρ και τέχνη

Στο εξωτερικό με ονομάζουν Documentary Film Maker. Στην Ελλάδα υπάρχει μια γενικότερη αμηχανία για το τι κάνω. Άλλοι λένε πως είμαι ντοκιμαντερίστας, άλλοι επιμένουν στο δημοσιογράφος. Εγώ λέω πως είμαι δημιουργός ντοκιμαντέρ. Κοίτα, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ντοκιμαντέρ και έρχονται από τον κόσμο της αρχιτεκτονικής ή της ζωγραφικής ή της δημοσιογραφίας. Το να κάνεις ντοκιμαντέρ σημαίνει κυρίως το να καταλάβεις πώς φτιάχνεις μια ταινία που έχει αρχή, μέση, τέλος, χαρακτήρες, εντάσεις, ρυθμό, αισθήματα, τέτοιου είδους πράγματα. Ναι, προέρχομαι από τον χώρο της δημοσιογραφίας δεν κάνω όμως δημοσιογραφία. Στα ντοκιμαντέρ Agora I και ΙΙ τη χρησιμοποιώ ως εργαλείο ανάμεσα σε πολλά άλλα και είμαι χαρούμενος που την κατέχω. Δεν σου κρύβω ότι κάποτε υπήρχε μέσα μου μια διαμάχη ανάμεσα στον δημιουργό και τον δημοσιογράφο που έπρεπε να δαμάσω. Ο δημοσιογράφος έλεγε πως πρέπει να πεις το ένα και το άλλο και το άλλο του άλλου. Ο δημιουργός ήταν σαν να μου φώναζε δεν υπάρχει λόγος να κάνεις όλες αυτές τις μαλακίες. Αυτά που θα έλεγες σε πέντε λεπτά πρέπει να τα πεις σε είκοσι δευτερόλεπτα. Φυσικά και το ντοκιμαντέρ είναι τέχνη. Για μένα τέχνη είναι ό,τι σου αλλάζει τη ζωή. Κάτω από αυτή τη ματιά τέχνη είναι ο Χατζιδάκις, τέχνη είναι και οι Sex Pistols.

Γυρίσματα στη Γάζα

Ντοκιμαντέρ και Ελλάδα

Πολλές φορές αισθάνομαι περίεργα. Ενώ μπορώ να επικοινωνήσω τη δουλειά μου στο εξωτερικό, στην Ελλάδα πρέπει να εξηγώ και να εξηγώ τι κάνω. Εντάξει αυτό, ίσως να είναι λογικό. Με έβλεπαν τόσα χρόνια ως πολεμικό ανταποκριτή, ως δημοσιογράφο, ως ρεπόρτερ. Το ότι άλλαξα καπέλο πολλοί άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν. Λένε τη δουλειά μου έρευνα ή τη λένε δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ ή τη λένε ρεπορτάζ μεγάλου μήκους. Δεν με νοιάζει τι όνομα θα της δώσουν, μπορούν να την πουν ντοκιμαντέρ, μπορούν να την πουν ρεπορτάζ, μπορούν να την πουν ντοκιμαντάζ, χέστηκα πώς θα το πουν. Υπήρξε και η εποχή που οι καλλιτέχνες ντοκιμαντερίστες ήταν επιφυλακτικοί ως προς τους ανθρώπους που στηρίζονταν στη δημοσιογραφία για να κάνουν ντοκιμαντέρ. Το θέμα είναι ότι αυτό το πράγμα, αυτό που κάνουμε, έχει απήχηση στο εξωτερικό. Τα πολλά τελευταία χρόνια πολλές δουλειές μου είτε προβλήθηκαν περισσότερο εκτός Ελλάδας είτε χρηματοδοτήθηκαν από το εξωτερικό. Αυτό σημαίνει πως οι Έλληνες δημιουργοί μετράνε. Νομίζω ότι το ελληνικό ντοκιμαντέρ έχει περάσει την παιδική του ηλικία και τις παιδικές του αρρώστιες. Πλέον περάσαμε στην ώριμη ηλικία. Όταν σχεδιάζω, όταν συνθέτω, όταν παράγω μια δουλειά μου δεν σκέφτομαι τον Έλληνα θεατή. Σκέφτομαι τον Γάλλο ή τον Ισπανό. Αυτός είναι ο λόγος που σε δικά μου έργα θα ακούσεις να λέω “Η συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας”. Αυτό δεν απευθύνεται στο ελληνικό κοινό αλλά στο “ξένο”.

Γυρίσματα στην Κολομβία

Ντοκιμαντέρ στη μεγάλη οθόνη

Το ντοκιμαντέρ είναι ένα κινηματογραφικό είδος και πρέπει να το σεβαστούμε ως τέτοιο. Ο φυσικός του χώρος είναι ο κινηματογράφος, όχι η τηλεόραση. Απολαμβάνω τις στιγμές που μετά τις προβολές δουλειών μου έρχονται άνθρωποι και μιλούν για τα συναισθήματα που τους δημιουργήθηκαν. Για μένα ο κινηματογράφος είναι εθνικό σπορ. Δηλαδή πρέπει να ζεις στη χώρα, να μιλάς για πράγματα τα οποία ζεις και γνωρίζεις, τότε το πρότζεκτ σου μπορεί να γίνει ενδιαφέρον για το διεθνές κοινό. Το ντοκιμαντέρ πρέπει να περιγράφει κάτι που βγαίνει από την ψυχή της χώρας. Τα Agora και Agora ΙΙ από εκεί βγήκαν, το ίδιο και οι Παρόντες. Για αυτές τις τρεις ταινίες πέρασα συνολικά δώδεκα χρόνια παρακολουθώντας τη διαρκώς μεταβαλλόμενη ελληνική πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα. Κυνηγούσα μια ζωντανή ιστορία που άλλαζε καθημερινά.

Ο ιστορικός του μέλλοντος

Ο Ιστορικός του μέλλοντος θα ξεχωρίσει δύο γεγονότα από την ελληνική κρίση. Τις πλατείες του 2011 και το δημοψήφισμα του 2015. Ειδικά το τελευταίο μάς πονά, θέλουμε να το βάλουμε στη λήθη για να επιβιώσουμε. Στη διάθεση της ιστορικής καταγραφής για εκείνη την εποχή, εκτός από τα άρθρα, τις αναλύσεις, τα βιβλία που γράφτηκαν, υπάρχουν και δύο ταινίες εκ των οποίων η μία εμπεριέχει και σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό από τις διαπραγματεύσεις που έγιναν στις Βρυξέλλες. Το 2015 ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν υπαρκτός και σοβαρός. Το υποθετικό ερώτημα, αν δεν υποχωρούσε η ελληνική κυβέρνηση τι θα συνέβαινε, δεν μπορεί να απαντηθεί. Ωστόσο, είναι σημαντικό να καταλάβουμε την ελληνική κυβέρνηση, όποια και αν ήταν αυτή. Βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας. Εκείνη την περίοδο η Ελλάδα ασφυκτιούσε. Υπήρχαν άστεγοι παντού. Η πολιτική που είχε επιβληθεί είχε οδηγήσει σε ανθρωπιστική κρίση. Ο μόνος που το αμφισβητούσε αυτό ήταν ο Σόιμπλε που μετά, και αυτός, το πήρε πίσω. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τη θέληση της τότε ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματευτεί για καλύτερους όρους μιας δανειακής συμφωνίας. Όμως μπορούμε να κατηγορήσουμε την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα για έλλειψη προετοιμασίας. Το κουμπί για την εκτίναξη του πυραύλου είχε πατηθεί ήδη από το 2012, όχι το 2015. Τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν υπήρχε χρόνος για τα στελέχη του κόμματος να προετοιμαστούν, να ανιχνεύσουν, να ιχνηλατήσουν την όλη κατάσταση προκειμένου να μην φτάσουμε εκεί που φτάσαμε. Πραγματικά πιστεύω πως εκείνη την εποχή ήταν σαν ο Τσίπρας να έψαχνε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο να βρει έξοδο. Παρακολούθησα εκείνη την εποχή από κοντά. Δηλαδή όσο πιο κοντά γινόταν να βρεθεί άνθρωπος που δεν ήταν μέλος της κυβέρνησης ή κυβερνητικός αξιωματούχος.

Η κυβερνητική ατζέντα στη διάρκεια της πανδημίας

Η κυβέρνηση έχει κουμπώσει την ατζέντα της με την πανδημία. Ένα παράδειγμα. Το ότι δεν θέλει τον κόσμο στους δρόμους φάνηκε τον περασμένο Νοέμβρη, όταν απαγόρευσε για λόγους δημόσιας υγείας την πορεία του Πολυτεχνείου. Μέχρι και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων παραδέχτηκε πως εκείνη η απόφαση ήταν κατάφωρα αντισυνταγματική. Είναι κρίμα που βρέθηκαν συνταγματολόγοι και μάλιστα γνωστοί, που υποβίβασαν τόσο έντονα την ακαδημαϊκή τους ταυτότητα προσπαθώντας να υποστηρίξουν τη συνταγματικότητα της απόφασης που πήρε η κυβέρνηση. Για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα. Το σύνταγμα λέει πως ναι, μπορείς να απαγορεύσεις μια πορεία, μπορείς να απαγορεύσεις τις συναθροίσεις καθ’ άπασα την επικράτεια για τέσσερις μέρες, αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να έχει προϋπάρξει απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, όχι απλώς μια απόφαση της διοίκησης όπως για παράδειγμα του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ.

Στη διάρκεια της πανδημίας, των λοκντάουν, δόθηκαν κρατικές αποζημιώσεις στη Fraport, την Aegean, σε εταιρείες που διαχειρίζονται αυτοκινητόδρομους για να καλύψουν τα χαμένα τους κέρδη. Αυτό ήταν ένα άλλο λέβελ καπιταλισμού που με ξεπερνάει

Το άλλο λέβελ του καπιταλισμού

Στη διάρκεια της πανδημίας, των λοκντάουν, δόθηκαν κρατικές αποζημιώσεις στη Fraport, την Aegean, σε εταιρείες που διαχειρίζονται αυτοκινητόδρομους για να καλύψουν τα χαμένα τους κέρδη. Αυτό ήταν ένα άλλο λέβελ καπιταλισμού που με ξεπερνάει. Το ιδιωτικό επιχείρημα, το αφήγημα του υγιούς ανταγωνισμού, της ελεύθερης αγοράς και της αυτορρύθμισής της σε αυτή την περίπτωση πήγε απλώς περίπατο. Βρισκόμαστε στο σημείο που μπορεί μια εταιρεία να αισθάνεται την ασφάλεια της κρατικής εγγύησης. Και έχει ενδιαφέρον η άποψη της κυβέρνησης. Ο Σκέρτσος είπε πως θα μπορούσε να έχει γίνει κάποια κρατικοποίηση, αλλά η κυβέρνηση δεν θα προχωρούσε σε μια τέτοια πράξη γιατί το κράτος δεν είναι καλός επιχειρηματίας. Άρα βλέπουμε ότι υπάρχει μια σαφής ιδεολογική αγκύλωση, μια σαφής ιδεολογική προσκόλληση που δεν άλλαξε ούτε καν με το πέρασμα της πανδημίας. Το ενδιαφέρον είναι πως χώρες όπως η πρωθιέρεια του νεοφιλελευθερισμού ΗΠΑ έχουν αρχίσει να κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση. Με τον ερχομό του Μπάιντεν χύθηκαν τεράστια κεφάλαια στην οικονομία, το κράτος προσπαθεί να δουλέψει. Στη Χιλή συνέβη το ίδιο. Έχει απομείνει μια Ευρώπη η οποία στέκεται σκληρά νεοφιλελεύθερη. Σε κάνει να αναρωτιέσαι “η Ευρώπη των ιδεών που είναι;”

Ο, ούτε καν μονοκύτταρος, οργανισμός

Θεωρώ ότι ζούμε στην περίοδο που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε ένα καλό μάθημα γύρω από το πώς πορευόμαστε τα τελευταία 40 χρόνια. Ήρθε ένας, ούτε καν μονοκύτταρος, οργανισμός για να πει πως σε αυτή την υγειονομική πανδημική κρίση η ελεύθερη αγορά δεν έδωσε καμία λύση. Το αντίθετο, κρατικές πολιτικές ήταν εκείνες που έφεραν αποτέλεσμα. Το συμπέρασμα είναι πως όταν το κράτος θέλει μπορεί. Οι Financial Times δημοσίευσαν ένα απίστευτο εντιτόριαλ τον Απρίλιο του 2020. Υποστήριζε πως τα κράτη από εδώ και στο εξής πρέπει να δουν τις χρηματοδοτήσεις προς τον δημόσιο τομέα ως επενδύσεις, όχι ως βάρος. Αν αυτή η εφημερίδα που απευθύνεται στους μεγάλους παίχτες της αγοράς μιλά για τη σύναψη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που θα ρυθμίζει ανισότητες που εντάθηκαν στην διάρκεια της πανδημίας, τότε είναι σαν να χτυπά μια καμπάνα στις κυβερνήσεις ότι η κατάσταση που δημιουργείται μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο τους. Δεν τρέφω αυταπάτες. Φυσικά το σύστημα γνωρίζει πώς να αυτοπροστατεύεται, αλλά αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Το ρηξικέλευθο είναι το μόνο που μπορεί να γίνει, να φέρει μια κάποια λύση και οι μόνοι που μπορούν να το προκαλέσουν αυτό είναι οι λαοί. Σε λίγο, μιλώντας για τη χώρα μας, θα επανέλθουμε στο παλιό καθεστώς της λιτότητας. Στην ερώτηση “ποιος θα πληρώσει το κόστος της πανδημίας;”, η απάντηση είναι γνωστή. Αντέχουμε, όμως, άλλα μνημόνια;

Η Ελλάδα

Η Ελλάδα είναι μια από αυτές τις χώρες, όπου η κοινωνική αδικία γίνεται εντονότερη μέρα με την ημέρα. Εννοείται πως θα υπάρξουν δυνάμεις που θα λειτουργήσουν πυροσβεστικά αλλά πάντα θα υπάρχουν και οι μικρές ή μεγάλες εξεγέρσεις. Αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι ο δημόσιος διάλογος είναι εξαιρετικά συρρικνωμένος. Στην Ελλάδα έχουμε μάθει να μη συζητάμε όσα μας πονούν. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Θα πρέπει να υπάρξουν εκείνες οι διεργασίες στην κοινωνία που θα το απαντήσουν. Το μάθημα της διακυβέρνησης Σύριζα, των δημοψηφισμάτων, όλων αυτών των πραγμάτων που συνέβησαν, δεν το συζητήσαμε σοβαρά. Το αποφύγαμε, το ξεπεράσαμε, το θάψαμε. Όταν βγήκε το Agora II με πλησίασαν προοδευτικοί άνθρωποι λέγοντάς μου: “Γιώργο τι τα σκαλίζεις όλα αυτά τώρα; Πέρασαν.” Έχω άλλη άποψη. Πρέπει να αντλήσουμε συμπεράσματα από αυτά που ζούμε τώρα, αλλιώς θα γίνουμε μια κοινωνία Σαλβαδόρ. Όπου οι πλούσιοι μένουν στις βιλάρες τους σε περίκλειστες πόλεις και όταν τα παιδιά τους βγαίνουν έξω, περνώντας από το κέντρο της πόλης, βλέπουν δεκάδες αστέγους και συνομηλίκους τους, που ρουφούν κόλλα στα φανάρια.