Κώστας Β. Ζήσης

Δύο σκαλωσιές που οδηγούν σε μια έντονη χρυσοκίτρινη θεατρική αυλαία, είναι το πρώτο που κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή μπαίνοντας στο Θέατρο Σταθμός. Αυτό το απόλυτο θεατρικό σύμβολο είναι και το στίγμα της παράστασης της Ρουμπίνης Μποσχοχωρίτη, του αγνώστου εν πολλοίς έργο, του επίσης αγνώστου εν πολλοίς Ιάκωβου Πιτσιπίου. Ένα μυθιστόρημα, γραμμένο το 1848 που αποτελεί το πρώτο δείγμα νεοελληνικής γραφής  φανταστικού μυθιστορήματος, και που εντυπωσιάζει με τη διαχρονική (και επομένως σύγχρονη) θεώρησή του σε ζητήματα όπως η φύση και η ταυτότητα του ανθρώπου μέσα στο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον.

Η παράσταση ανεβαίνει σε θεατρική διασκευή Ευγενίας Μαραγκού, σε από κοινού δραματουργική επεξεργασία της ίδιας με την σκηνοθέτιδα Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη και σε φιλολογική επεξεργασία Δημήτρη Κουρούμπαλη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια έχει επιμεληθεί ο Γιώργος Λιντζέρης, η πρωτότυπη μουσική ανήκει στον Κώστα Νικολόπουλο, η διδασκαλία κίνησης είναι από την Φρόσω Κορρού ενώ τα φώτα έχει σχεδιάσει η Μελίνα Μάσχα. Τον δύσκολο ρόλο του Ξουθ αναλαμβάνει ο Δημήτρης Κουρούμπαλης, ενώ συμπράττουν επί σκηνής οι Αντιγόνη Μακρή, Ευγενία Μαραγκού, Νίκος Μέλλος και Πηνελόπη Σεργουνιώτη.

Παρακολούθησα το πρώτο γενικό «πέρασμα» της παράστασης, και είναι δύο  τα πολύ κομβικά σημεία που «ευχαριστήθηκα» με την ουσιαστική σημασία της λέξης την παράσταση. Το γάργαρο  κείμενο του Πιτσιπίου, σε μια γλώσσα αριστοτεχνικά δομημένη που διατηρώντας στο ακέραιο τη λόγια καταγωγή της αναδεικνύει τη λαϊκότητά της, και την ευρηματική σκηνική απόδοση της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη, που καταφέρνει όχι ξερά να εκσυγχρονίσει αλλά να αναδείξει τη διαχρονικότητα αυτού του κειμένου με καθαρά θεατρικές αναφορές. Έτσι δημιουργεί μια παράσταση βασισμένη μεν στο παραδοσιακό λαϊκό θέατρο, με έντονες όμως αναφορές στην οπερέτα, στο μιούζικαλ, στο καμπαρέ, με άρωμα από θρίλερ, και ατμόσφαιρα, σε στιγμές, σκοτεινού παραμυθιού. Παίζει δημιουργικά με λέξεις, σχήματα, υπαινιγμούς και φράσεις, αποσπά ερμηνείες και εργαλειοποιεί δημιουργικά τη σωματικότητα των ηθοποιών, διατρέχει ποιοτικά την παράσταση με άξονες την πρωτότυπη μουσική του Κώστα Νικολόπουλου και την κίνηση της Φρόσως Κορρού.

Για μένα, το κείμενο ήταν μια αποκάλυψη. «Είχα τυχαία παρακολουθήσει αυτό το έργο σε ένα τελείως διαφορετικό ανέβασμά του, το οποίο ήταν αποσπασματικά ενταγμένο σε μια παράσταση με θέμα τη συνομιλία με το Δαρβίνο και η αλήθεια είναι ότι ενώ μου είχε κάνει ένα «κλικ», αυτή η πρώτη μου επαφή μαζί του δεν είχε άλλη συνέχεια» θα μου πει η σκηνοθέτις όταν την ρώτησα για το πώς το ανακάλυψε. «Η Ευγενία Μαραγκού, που έχει κάνει και τη διασκευή, ήταν αυτή που το έφερε να το διαβάσω (το κείμενο το είχε ο Νάσος Βαγενάς) και με ξετρέλανε, γιατί ενώ έχει πάρα πολλά στοιχεία που έχουν ακόμα σχέση με την κοινωνία και τον άνθρωπο στο σήμερα, το κάνει χωρίς να «τα φωνάζει», δεν είναι κραυγαλέα»

Γνωρίζοντας ήδη προηγούμενες δουλειές της δεν κρατήθηκα να τη ρωτήσω για την πολιτική αφετηρία των παραστάσεων της. «Τα πολιτικά κείμενα πάντα με αφορούν, οι περισσότερες παραστάσεις μου έχουν κοινωνικοπολιτική υφή» θα μου απαντήσει για να γίνει πιο συγκεκριμένη για τον Πίθηκο Ξουθ. «Το έργο, όσο κι αν φαίνεται ως μπουλβαρ, είναι βαθιά πολιτικό στην ουσία του. Ξεκινώντας από το ποιοι κυβερνούν, εδώ ασχολείται με μια νεόπλουτη αστική τάξη, η οποία καλείται να παίξει καταλυτικό ρόλο στη διακυβέρνηση, έχοντας η ίδια αναδυθεί με τρόπους σκοτεινούς, οι «άριστοι» της εποχής που δεν ξέρουμε πως και γιατί έγιναν «άριστοι», δημιουργώντας την απαρχή μιας προβληματικής νεοελληνικής κοινωνίας και κράτους. Αυτήν την τάξη την πλαισιώνουν εξίσου καιροσκοπικά άτομα, τα οποία έχουν αγοράσει πτυχία, έχουν αγοράσει όνομα και προσπαθούν να ανελιχθούν. Αυτό από μόνο του, είναι ό,τι πιο σημερινό, ό,τι πιο σύγχρονο, το ζούμε και σήμερα στη χειρότερη μορφή του. Ο μιμητισμός, η ξενομανία, το γεγονός πως ο,τιδήποτε έρχεται απ’ έξω γίνεται για μας πάρα πολύ σημαντικό, ενώ αντιθέτως ό,τι παράγεται εδώ απαξιώνεται, τα κόμματα της εποχής (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό) που έχουν αναφορές στις έξωθεν επιρροές, τις οποίες άκριτα αναπαράγουμε και ενστερνιζόμαστε» θα συμπληρώσει.

Και ο ήρωας, ο Ξουθ, πως μετατρέπεται σε πίθηκο; «Σε αυτό, το πλαίσιο ξετυλίγεται μια δεύτερη ιστορία» θα μου πει «η ιστορία ενός ανθρώπου που μεταμορφώνεται σε πίθηκο εξαιτίας μιας πολύ κακής πράξης του και οποίος διατρέχει μια εσωτερική πορεία για να συναντηθεί με την εξιλέωση και με τον εαυτό του. Έτσι εδώ βρισκόμαστε απέναντι σε ένα πιο υπαρξιακό πεδίο, αυτό της αναζήτησης της ταυτότητας, της αυθεντικότητας και της αλήθειας. Μιας ταυτότητας της οποίας το θέμα δεν είναι αποκλειστικά προσωπικό και ατομικό, αλλά είναι και θέμα ομαδικό, θέμα μιας κοινωνίας. Και το ερώτημα που τίθεται είναι πλέον αν είναι η κοινωνία που πρέπει να γιατρευτεί ή ο εαυτός μας; θεωρώ πως και τα δύο»

Δεν μπορείς να αποφύγεις τον συνειρμό με τον διάσημο «Πίθηκο» του Κάφκα που στην «Αναφορά για μια Ακαδημία»  γράφτηκε 60 σχεδόν χρόνια μετά. «Δε νομίζω ότι ο Κάφκα είχε διαβάσει Πιτσίπιο» θα μου πει γελώντας η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη. «Άλλωστε, το θέμα της μεταμόρφωσης έρχεται από μακριά, το συναντάμε στον Όμηρο, στα βιβλικά κείμενα κλπ. Η διαφορά με τον Πίθηκο του Κάφκα, είναι ότι εδώ συμβαίνει εσωτερικά, και γι αυτό εσκεμμένα ο Δημήτρης δεν εμφανίζεται με μορφή πιθήκου, με μάσκα, τρίχες κλπ»

Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης, ερμηνεύει τον πολύ δύσκολο ρόλο-πρόσκληση του μεταμορφωμένου σε πίθηκο Ιάκωβου Λουδοβίκου Σολομών Βαρθόλδου. Σε ζώον «ευγενές, ζώον πειθαρχές», η δυσκολία του έγγυται στο γεγονός πως η μεταμόρφωσή του δεν είναι οπτική, αλλά ουσιαστική. Δεν αφορά το «φαίνεσθαι» αλλά το «είναι». Ο ίδιος θα μου πει «Είναι η χρυσαλλίδα που πετάει γύρω από την αναμμένη λάμπα, η ακούσια αλλά συνειδητή πορεία προς το χαμό, έτσι θα μπορούσα να ονομάσω την ζωή του ρόλου μου. Ένας νέος που τα έχει όλα, λεφτά, κοινωνική θέση, που δεν χρειάζεται να μοχθίσει για τίποτα, και που πέφτει από σφάλμα σε σφάλμα όλο και πιο χαμηλά, όλο και πιο κοντά στο τίποτα. Οι αποτυχίες του, η κακοδαιμονία του, οι άνθρωποι που συναντά, τον οδηγούν να γίνει εγκληματίας. Δεν το αντέχει. Θέλει να εκμηδενίσει τον εαυτό του και το προσπαθεί. Φτάνει πολύ κοντά στο μηδέν, χάνει τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρωπίνου μορφής, μεταμορφώνεται σε πίθηκο, στον στερημένο λογικού και αισθημάτων πρόγονό του. Τώρα είτε θα τον σπλαχνιστεί η θεία πρόνοια και θα ξαναβρεί το λόγο, είτε θα τον εκδικηθεί μέχρι τέλους και θα τον αφήσει στην μορφή του πιθήκου»

Ο Νίκος Μέλλος, παίζει εύσχημα με φράκο και τσαρούχια τον νεόπλουτο Καλίστρατο Ευγενίδη, αριστοκράτη που έχει στην υπηρεσία του, τον πίθηκο πλέον Ξουθ, θα σημειώσει «Ο Καλίστρατος Ευγενίδης θα μπορούσες να πεις ότι θυμίζει νεόπλουτους της εποχής μας . Μιας Ελλάδας που ότι δηλώσεις είσαι . Έχει φτιάξει μια εικόνα για τον εαυτό του όπου ο ίδιος την έχει πιστέψει . Η ζωή του πρόκειται όμως να αλλάξει και από ότι φαίνεται είναι πρόθυμος να αλλάξει και ο ίδιος».

Η παράσταση έχει ένα έμφυτο, σκωπτικό χιούμορ που η διασκευή της Ευγενίας Μαραγκού, και με το εύρημα των κονφερασιέ, έχει φροντίσει να αναδείξει: «Ως διασκευάστρια του έργου αυτό που μου έχει κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση και απόλαυσα στο μυθιστόρημα είναι το χιούμορ και ο βιτριολικός λόγος του συγγραφέα, τον οποίο και προσπάθησα να διατηρήσω όσο πιο πιστά γινόταν και στην θεατρική διασκευή. Αυτός ο λόγος αποδίδεται στην παράστασή μας από όλους τους ρόλους αλλά κυρίως από τους κονφερασιέ»

Η Πηνελόπη Σεγουνιώτη ερμηνεύει δύο γυναίκες αντικείμενα του πόθου « Η Σουλτανίτσα – χήρα μοιραία. Ωραιοτάτη και ωραιοπαθής με πλήρη επίγνωση των όπλων της. Τα κάλλη της και η ελιγμοί της είναι ικανά να ανεβάζουν και να κατεβάζουν κυβερνήσεις και μέσω αυτών καταφέρνει να επιβιώνει με τον τρόπο που έχει η ίδια επιλέξει… ελεύθερη μέσα στα μέτρα του κελιού που η ίδια έχει χτίσει χωρίς όμως να έχει συνείδηση της φυλακής της. Και ευτυχώς. Παίρνει αυτό που θέλει και πορεύεται. Στοχεύει και καταφέρνει να είναι μέρος της υψηλής κοινωνίας της εποχής, Αλλά και η Αβενδροτη.Ψυχρή εκτελέστρια και ικανότατη απατεώνισσα καταφέρνει με ταχύτητα αστραπής με τη καλοστημένη της πλεκτάνη να παγιδεύσει τον ανυποψίαστο και ευκολόπιστο Ξουθ».

Η Αντιγόνη Μακρή θα μου μιλήσει για τους δικούς της ρόλους: «Είναι κυρίαρχοι οι  ρόλοι των κονφερανσιέ, οι οποίοι απευθύνονται στο κοινό και αφηγούνται  μέρος της ιστορίας, συνοδεύοντας την με καυστικά επίκαιρα σχόλια, Ένας από αυτούς είμαι και εγώ και στη συνέχεια μεταμορφώνομαι  σε δύο διαφορετικά πρόσωπα την Βιολάντη και την Φιλιππίνα, Και οι δύο έχουν ως κοινό σημείο την επιρροή που είχαν στις περιπέτειες της ζωής του πιθήκου Ξουθ, όσο βρισκόταν σε ανθρώπινη μορφή»

Παρακολουθώντας την παράσταση, δεν μπόρεσα να μην υπογραμμίσω δύο πολύ σπουδαία φιλοσοφικής αφετηρίας αλλά ζωτικής σημασίας ζητήματα που θίγει και στα οποία αν και έχουν διατυπωθεί απαντήσεις, παραμένουν ωστόσο υπό συζήτηση. Σε μια επωδό ο ήρωας θα αναφωνήσει « Δεν εγεννήθηκα κακούργος» για να καταλήξει το έργο στο μέγα ερώτημα «Δύναται ο άνθρωπος να ζήσει ευδαίμων έξω της κοινωνίας;»  για να αποφανθεί κατηγορηματικά πώς Όχι!

«Δε νομίζω ότι ό άνθρωπος γεννιέται κακός» θα μου μιλήσει η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη «ωστόσο εμπεριέχει αντιθετικά στοιχεία όπως η καλοσύνη ή η κακότητα, τα οποία μεγαλώνοντας και παρεμβαίνοντας παράγοντες όπως η οικογένεια, το σχολείο αλλά ακόμα και οι εμπειρίες, τα καλλιεργούν και τα αναπτύσσουν θετικά ή αρνητικά. Είναι αυτά τα ένστικτα που ενυπάρχουν αλλά βεβαίως ο άνθρωπος έχοντας τη νόηση και τη σκέψη μπορεί να τα εξωθήσει ή να τα εξαφανίσει με την καλλιέργεια. Και αυτή νομίζω είναι και η διαφορά του με τα υπόλοιπα ζώα. Βεβαίως ο άνθρωπος δεν γεννιέται κακούργος, αλλά –και επιστρέφω στον ήρωα του έργου- εμένα με φοβίζει αυτή η καλλιέργεια σήμερα της Βίας και προσπαθώ να βρω τρόπους να τη διαχειριστώ» για να αναρωτηθεί με νόημα, τοποθετώντας καίρια τη σχέση ατόμου- κοινωνίας «Βεβαίως, δεν «δύναται ο άνθρωπος να ζήσει έξω της κοινωνίας» και μια οργανωμένη κοινωνία, μπορεί να δώσει τα στοιχεία σε έναν άνθρωπο, να του παράξει τα ανάλογα εχέγγυα για μια ευτυχισμένη ζωή. Αλλά το ερώτημα που προκύπτει είναι καταλυτικο: Για τι κοινωνία μιλάμε;»

Η παράσταση «Ο πίθηκος Ξουθ» έχει πρεμιέρα τη Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Σταθμός και θα παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευθείτε ΕΔΩ

Θεατρική Διασκευή: Ευγενία Μαραγκού
Σκηνοθεσία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Δραματουργική επεξεργασία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, Ευγενία Μαραγκού
Φιλολογική επεξεργασία: Δημήτρης Κουρούμπαλης
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Λιντζέρης
Πρωτότυπη Μουσική: Κώστας Νικολόπουλος
Επιμέλεια κίνησης-Χορογραφίες: Φρόσω Κορρού
Επιμέλεια Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Καλλιόπη Καραμάνη
Παίζουν (αλφαβητικά): Δημήτρης Κουρούμπαλης, Αντιγόνη Μακρή, Ευγενία Μαραγκού, Νίκος Μέλλος, Πηνελόπη Σεργουνιώτη.
Φωτογραφίες: Πέτρος Μακρής
Προβολή και επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-WeWill
Παραγωγή: Anima

Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού

Θέατρο Σταθμός
Βίκτωρος Ουγκό 55, Αθήνα, τηλ.: 210 5230267