Κώστας Β. Ζήσης

«Τα τρία φιλιά…Η Σταχτιά γυναίκα», θεατρικά έργα και τα δύο ξεχασμένα, μιας άλλης διαφορετικής εποχής, έρχονται να ξυπνήσουν το θαμμένο ρομαντισμό που κρύβουμε καλά στις μέρες μας, και να ανασύρουν την χαμένη από καιρό ευγένεια μας.  Βρέθηκα στην πρόβα της παράστασης που ξεκινά στο θέατρο Μεταξουργείο από τις 12 Νοέμβρη, μίλησα με την παθιασμένη Σοφία Φιλιππίδου που ανακάλυψε, μελέτησε, διασκεύασε και σκηνοθετεί τα δύο ξεχασμένα έργα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου σε μια ενιαία ενότητα και με τα τρία «παιδιά» της, τις τρεις «αγάπες» της (με αυτά τα λόγια απευθυνόταν συνεχώς στις έξι ώρες που βρεθήκαμε παρέα στην πρόβα), τους τρεις νέους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους ρόλους, την Αναστασία Ιθακησίου, την Βίκυ Μαϊδάνογλου και τον Κωνσταντίνο Χειλά.

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911) υπήρξε πρωτεργάτης  και εκσυγχρονιστής  του νεοελληνικού θεάτρου. Η μελαγχολική φυσιογνωμία του και η περίεργη καμπούρικη σωματική του διάπλαση σε συνδυασμό με τις επαναστατικές δραματουργικές καινοτομίες που εισήγαγε (οι οποίες ομολογουμένως δεν βρήκαν απήχηση στη συντηρητική κοινωνία των αρχών του εικοστού αιώνα), περιέβαλλαν την προσωπικότητά του με ένα πέπλο μυστηρίου, ενώ  ο ίδιος βίωσε τον ρομαντισμό όχι απλά ως ένα κίνημα στην τέχνη, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος και η ζωή του αναδείχθηκαν σε αστικό μύθο της Αθήνας.Η Σοφία Φιλιππίδου και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος

Η Σοφία Φιλιππίδου θα μου μιλήσει με πάθος για τον συγγραφέα και τις στιγμές που τον σημάδεψαν: «Όλα άρχισαν από την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και το ενδιαφέρον που μου γέννησε η ζωή και το έργο του και ο ίδιος. Για όσους δεν γνωρίζουν ο Χρηστομάνος ήταν μια ιδιοφυία που έζησε πολλά χρόνια ως φοιτητής στην Βιέννη και αυτό που τον ξεχώρισε ήταν ότι το επέλεξε η γνωστή πριγκίπισσα Σίσσυ επειδή ακριβώς ήταν ένας επιμελής φοιτητής για να της μάθει ελληνικά και να πάρει μαζί του ελληνική παιδεία μελετώντας τους αρχαίους συγγραφείς. Αυτός την ερωτεύεται πλατωνικά  και παρόλο που δεν γνωρίζουμε πολλά για την σεξουαλική του ζωή, το ατύχημα που είχε όταν ήταν μικρό παιδί (έφυγε από τα χέρια της παραμάνας και χτύπησε την σπονδυλική του στήλη αποκτώντας μια κύφωση, τον καθόρισε και σε αυτόν τον τομέα . Λογικό είναι ένας άντρας με αυτό το μυαλό μέσα σε τέτοιο σώμα, να απέκτησε κάποια συμπλέγματα. Ο έρωτάς του για την πριγκίπισσα, τα φλογερά γράμματα που της έγραφε, είναι πιθανότατα και η αιτία που εκδιώχθηκε από το παλάτι και να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου μετά από όλες αυτές τις σημαντικές σπουδές του ασχολήθηκε αποκλειστικά με το θέατρο, δημιουργώντας την Νέα Σκηνή στην Ομόνοια, το δικό του θέατρο, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της εποχής (ανάμεσά τους και η Κοτοπούλη) και είναι γνωστό ότι εκεί έχασε όλα τα χρήματά του. Θεωρείται και είναι  εκσυγχρονιστής του νεοελληνικού θεάτρου γιατί εισήγαγε από την Ευρώπη (μην ξεχνάμε ότι ήταν Ευρωπαϊστής και εστέτ) τα ευρωπαϊκά ρεύματα στην χώρα μας..»

Και πώς φτάσαμε σήμερα να ανεβαίνουν τα δύο έργα του σήμερα; Η Σοφία Φιλιππίδου συνεχίζει: «Γνωρίζοντας την Κερένια Κούκλα και όλο το μύθο γύρω από την προσωπικότητα του Χρηστομάνου, άρχισα να ψάχνω και βρήκα σε κάποια δεμένα βιβλία που αγόρασα από βιβλιοπωλεία κάποια αποσπάσματα από τα «Τρία φιλιά» και κάποια αποσπάσματα από την «Σταχτιά Γυναίκα» . Κατόπιν στην βιβλιοθήκη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη βρήκα ολόκληρα και τα δύο θεατρικά. Η αρχική μορφή δε της «Σταχτιάς Γυναίκας» ήταν σε δοκίμιο  το οποίο μεταγράφτηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα σε θεατρικό έργο στα γερμανικά, για κάποια γερμανίδα πρωταγωνίστρια. Η ελληνική μετάφραση είναι κάποιο ανώνυμου. Τα «Τρία φιλιά», ένα ρομαντικό δράμα  είναι γραμμένα το 1909 ενώ η συμβολική «Σταχτιά Γυναίκα»  είναι γραμμένη το 1897. Κάπως μέσα στο μυαλό μου, αισθάνθηκα ότι και στα δύο υπάρχει έντονα η προσωπικότητα του Χρηστομάνου, το πάθος του για το θέατρο και η σκηνοθετική του δεξιοτεχνία και η σκηνογραφική του μαεστρία μιας και τα έργα συνοδεύονται από πολλές σελίδες  με σκηνογραφικές και σκηνοθετικές οδηγίες, οι οποίες με ξάφνιασαν. Μελετώντας τα δύο έργα ανακάλυψα έναν χαλαρό δεσμό που τα συνδέει και τα ένωσα, βάζοντας  τα μεταγενέστερα «Τρία φιλιά» στην αρχή και την «Σταχτιά γυναίκα» στο τέλος

Η παράσταση προετοιμαζόταν επί τρία χρόνια, ενώ η πανδημία και η διακοπή λειτουργίας ανέστειλαν συνεχώς την πρεμιέρα της. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα «θεατροφιλμ», μια κινηματογράφησή της για το διαδίκτυο όπου τελικά πρωτοπαρουσιάστηκε. Ωστόσο, κάνένα θέατρο δεν μπορεί να αποτυπωθεί εκτός θεάτρου…

Η παράσταση και η πρόβα

Η πρόβα ξεκινάει σε ένα σκηνικό ονειρικό, μια εικαστική έκρηξη  κομψοτεχνημάτων μιας άλλης εποχής: εργόχειρα, κεντίδια και υφαντά , πορσελάνινα φλιτζάνια μπερδεύονται γλυκά με τη σύγχρονη τεχνολογία, ενώ  επικεντρωμένα αναδεικνύονται εικόνες και αισθήσεις μέσα από κινηματογραφημένα πλάνα.  Ο Φαίδης διχάζεται ανάμεσα στον έρωτα της Λιάνας και της Δώρας, Δύο δεκαπεντάχρονα κορίτσια του Παρθεναγωγείου για να επιλέξει τελικά την Δώρα, με τη Λιάνα όμως να βρίσκεται πάντα ανάμεσά τους. Τα φιλιά κυριαρχούν παντού, φιλιά στα μάγουλα, στο στόμα, φιλιά σκαστά, φιλιά σταλμένα στον αέρα, τριπλά, ταυτόχρονα φιλιά, «μ’ ένα στόμα και τους δυό…»… Ο ρομαντικός αισθησιασμός είναι κυρίαρχος και υπογραμμίζει  το ρυθμό  και την ένταση της παράστασης, ενώ κάτι το Ιψενικό πλανάται στην ατμόσφαιρα ακόμα και στο απροσδόκητο φινάλε.  «Ο Χρηστομάνος αγαπάει πολύ τον Ίψεν» θα μου ψιθυρίσει η Σοφία,  «τον έχει μελετήσει και εισάγει στην ελληνική δραματουργία τα περίφημα τρίγωνα. Γι ‘ αυτό άλλωστε έχω επιλέξει τρεις ηθοποιούς ως αναφορά σε αυτήν του την αγάπη» και θα συμπληρώσει: «Το πρώτο έργο είναι ένα κλασικό ρομαντικό δράμα που έχει έρωτα, έχει νεανικότητα, έχει αγγίγματα, αισθησιασμό, ελευθερία, ερωτική, όχι όμως σεξ, έχει μια ηδονοβλεπτική ελευθερία, που είναι κάτι που αγαπάει ο Χρηστομάνος , να ερωτεύεται τα πράγματα με τον οφθαλμό του, φυσικά έχει αρρώστια και θάνατο, έχει έρωτα και ζήλεια. Και εξαιτίας του έρωτα και της ζήλειας έχει έναν ανατρεπτικά σκηνοθετημένο θάνατο μέσα στον θάνατο»

Το φως, η ζωντάνια και η πανσπερμία χρωμάτων δίνει την θέση του στη σκοτεινιά και στο γκρίζο του δεύτερου μέρους. Και παρόλο που το τρίγωνο παραμένει, η ατμόσφαιρα μετατρέπεται σχεδόν εφιαλτική. «‘Ενα ζευγάρι είναι οι ήρωες», θα μου πει η Σοφία «που επίτηδες δεν το ονομάζω και  που ζει παραμυθένια σε έναν πύργο, καλεί μια παραμάνα να φροντίσει το βρέφος της. Η ίδια, βουτηγμένη στο πένθος και τη θλίψη σε ένα πικρό σχόλιο και ανάμνηση του Χρηστομάνου και του  προσωπικού του δράματος, έχει αγιοποιηθεί. Το σοκ από την επαφή της με το βρέφος κι η χαρά της, θα εξελιχθούν απροσδόκητα με αποτέλεσμα την αλλαγή της στάσης ζωής και συμβίωσης του ζευγαριού. Μέσα από αυτό καταλαβαίνω έναν συμβολισμό του συγγραφέα:  Ο Χρηστομάνος προτείνει την Ηδονή μέσα από μια Θυσία, την επανένωση του Ανθρώπου με τη Φύση. Μετά από αυτό, ανακαλύπτουν έναν νέο έρωτα, ένα νέο πάθος, μια νέα αγριότητα που προσομοιάζει στην Φύση, πράγματα που δεν τα είχαν στην συμβατική οικογενειακή τους ζωή»

Η Αναστασία, η Βίκυ και ο Κωνσταντίνος

Η Αναστασία Ιθακησίου ερμηνεύει στο πρώτο μέρος τηνΛιάνα και στο δεύτερο τη σύζυγο. «Ο Χρηστομάνος δεν μ’ αφήνει να αγιάσω» θα ομολογήσει γελώντας  «Η Λιάνα, η ηρωίδα μου προσπαθεί να στέκεται ακολουθώντας τον καθωσπρεπισμό της εποχής αλλά παραμένει διχασμένη ανάμεσα στην επιθυμία και τον «comme il faut» της εποχής. Έτσι, μας πιάνει από το χέρι, πρώτα εμάς τους ηθοποιούς  και μετά το κοινό και μας εισάγει σε έναν άλλο διαφορετικό και  ονειρικό κόσμο. Γιατί έτσι τα θέλει ο Χρηστομάνος. Ονειρικά» ενώ « Ο θεατής φεύγει από το έργο, με την αίσθηση πως όπως και αν εμείς έχουμε αποφασίσει πως θα κυλήσει η ζωή μας, τελικά η συνύπαρξη με τους ανθρώπους θα μας οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια . Αυτό που κάνει και το θέατρο άλλωστε, δεν σε αφήνει να βγεις ντυμένος, σε ξεγυμνώνει».  Η Βίκυ Μαϊδάνογλου θα συμπληρώσει: «Όσο κυλάει το πρώτο  έργο, βλέπουμε να δημιουργείται ένα τρίγωνο ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτήρες , το οποίο φέρνει τη Δώρα σε μια κατάσταση με απερίγραπτο πόνο, ζήλεια, γεννιέται μέσα της η εκδίκηση, με συνέπεια οι σχέσεις τους να καταλήξουν σε μια ολέθρια κατάσταση, με ένα πολύ δυνατό και σκοτεινό  τέλος» ενώ  σε ό,τι αφορά τον δεύτερο ρόλο της , «κάνω τη  σταχτιά γυναίκα, ένα συμβολικό έργο, ένα ονειρόδραμα. Μια παραμάνα που έρχεται στο σπίτι του ζευγαριού να φροντίσει το παιδάκι τους  και γίνεται το σύμβολο της μοίρας και του θανάτου, που υπάρχει ως αίσθηση σε όλο το έργο».  Ο Κωνσταντίνος Χειλάς, από την άλλη θα μου πει: «Ο πρώτος ρόλος είναι ο Φαίδης, ένας εύελπις, ένα ιψενικός χαρακτήρας, που μπλέκει μέσα σ’ ένα ερωτικό τρίγωνο. Είμαι ερωτευμένος κυρίως με τη Λιάνα, αλλά με έχει κερδίσει η Δώρα η γυναίκα μου, αν τα πράγματα αφήνονταν να εξελιχθούν οργανικά θα κατέληγα με τη Λιάνα, η Λιάνα ήταν πάντα μέσα στην ψυχή μου . Στο δεύτερο έργο γίνομαι ένας αριστοκράτης με τη γυναίκα του σ’ένα κάστρο που μάλλον δεν έχουν να κάνουν πολλά στη ζωή και έτσι φιλοσοφούνε, πάνω σε διάφορα υπαρξιακά . Έχει αρκετό ενδιαφέρον και αυτός ο ρόλος σε ένα κείμενο που δεν παίχτηκε ποτέ και είναι αρκετά φιλολογικό και στοχαστικό».Αποφώνηση: οι χαμένες αγκαλιές και η Θυσία

Τελειώνοντας το «πέρασμα», έχω συνειδητοποιήσει το αποτύπωμα που αφήνει  η παράσταση. Μια γλυκιά μελαγχολία, που έρχεται από μια άλλη εποχή για να επαναριζώθεί μέσα σου όχι ως στείρα νοσταλγία, γλυκερά, αλλά επανακτώντας ουσιαστικότητα στην πενυματική ανάταση.΄Ένα ξύπνημα αισθήσεων θαμμένων ίσως και καταπιεσμένων και μια αποφόρτιση από όλα τα συσσωρευμένα «μη», «όχι» και «δεν» που έχουν διαμορφώσει και καθορίσει  τη ζωή.  Είναι αυτό που λέει η Σοφία Φιλιππίδου, ανάμεσα σε προτροπές, εντολές και σκηνοθετική καθοδήγηση στις «αγάπες» της, στους νέους ηθοποιούς που της αρέσει πολύ να συνεργάζεται: «είμαστε εδώ και θέλουμε να μιλήσουμε για την χαρά του έρωτα, των αγγιγμάτων, της τρυφερότητας, της νεότητας, την ελευθερία στον έρωτα. Κυρίως όμως να μιλήσουμε για τον αισθησιασμό που μας έχει εγκαταλείψει , όχι μόνο από την πανδημία» και θα συνεχίσει με την πικρή ομολογία : «Έχουμε πια σταματήσει να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, από ανασφάλεια, από φόβο απέναντι σε κάτι που κάποτε ήταν φυσικό.  Δεν είμαι νοσταλγός άλλων εποχών, αλλά θεωρώ ότι βαθιά μέσα μας υπάρχει μια τρυφερότητα, την οποία την έχουμε καλά θωρακισμένη για να μην πονάμε, να μην υποφέρουμε. Το έργο, μπορεί να ξυπνήσει κάποιες μνήμες, από τότε που ήμασταν μωρά,  όταν η μαμά μας αγκάλιαζε, ο μπαμπάς  μας χάιδευε, η γιαγιά μας κανάκευε. Σε όλα τα μωρά υπάρχει το αίσθημα της αγκαλιάς, επειδή όταν είμαστε μωρά δεν φοβόμαστε …» ενώ «…από την άλλη μεριά θέλω να μιλήσω για την Φύση, την Ηδονή και τη Θυσία. Δεν θέλω όμως να μεταφέρω τη δική μου πρόσληψη αλλά να ακολουθήσω τους συμβολισμούς του έργου που θέτουν ερωτήματα. Ο Χρηστομάνος πιστεύει στην έννοα της Θυσίας με την αρχαιοελληνική έννοια . Και γω αυτό το αφήνω έτσι, παρόλη την σκληρότητα αυτής της θυσίας και της ανταλλαγής που συντελείται στο έργο…Κάτι πρέπει να δώσεις, κάτι πρέπει να αφήσεις για να πάρεις τα δώρα της φύσης».

Η παράσταση θα παίζεται στο Θέατρο Μεταξουργείο κάθε Παρασκευή σε  διπλή παράσταση στις 18.30 και 21.00. Ηλεκτρονική Προπώληση: viva.gr

Δραματουργική διασκευή/θεατροφίλμ/σκηνοθεσία: Σοφία Φιλιππίδου
Μουσική: Μιχάλης Βρέττας
Βοηθός σκηνοθέτη: Σπύρος Βασιλάκης
Φωτογραφίες: Δανάη Γκουτκίδου
Σκηνικά/κοστούμια: Σοφία Φιλιππίδου
Αφίσα: Κώστας Φωτόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής/φωτισμοί: Βάσω Στεργίου
Νομική σύμβουλος: Μαίρη Φραγκιαδάκη
Επικοινωνία παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
 
Παίζουν με σειρά εμφάνισης:
Αναστασία Ιθακησίου
Βίκυ Μαϊδάνογλου
Κωνσταντίνος Χειλάς