συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο*

Συνάντησα τον Δημήτρη Αλεξίου σε δύο παρουσιάσεις του βιβλίου του, «Άνθρωποι από χώμα» (Εκδόσεις Διόπτρα).

Την πρώτη φορά ήμουν «αδιάβαστος», τη δεύτερη όμως είχαν μείνει περίπου είκοσι σελίδες πριν ολοκληρώσω την ανάγνωση και, μεταξύ μας, περίμενα πώς και πώς να επιστρέψω σπίτι να μπω στον κόσμο που έφτιαξε.

Τώρα έχω αφήσει το βιβλίο στο τραπέζι του σαλονιού και κάθε φορά που το βλέπω ζωντανεύουν οι εικόνες και οι χαρακτήρες του και με στοιχειώνουν.

Μια τραγική ιστορία μας λέει ο συγγραφέας. Πώς ένα παιδί του σχολείου σε ένα φανταστικό χωριό της ελληνικής επαρχίας (σήμερα τη λέμε περιφέρεια στο πλαίσιο της πολιτικορεκτίλας που επικρατεί, αλλά στην εποχή που ζωντανεύει ο Αλεξίου ο όρος «επαρχία» είναι πιο ακριβής), μένει ζωντανό μετά από την τρομακτική στιγμή που η γη ανοίγει και ρουφάει το σχολείο με τους μαθητές του χωριού στην άβυσσο και στο θάνατο.

Λάθος! Δεν λέει μια τραγική ιστορία ο Δημήτρης Αλεξίου. Ο διασωθείς μαθητής, Ιορδάνης, είναι η κεντρική ιστορία. Από την ώρα της καταστροφής και μετά υφαίνει μια ιστορία έρωτα, αγνού αλλά καταδικασμένου στη συνείδηση της Ελληνικής επαρχίας, μια ιστορία άγριας βίας με θύμα μια γυναίκα, μια ιστορία για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, μια ιστορία για το παρακράτος (όπως τόνισε και ο ίδιος ο συγγραφέας στην παρουσίασή του: δεν αναφέρω πουθενά τη λέξη παρακράτος) και τις παρενέργειες της δράσης του, μια ιστορία για το ρόλο του τύπου.

Όλα συμβαίνουν περίπου το 1962.

Οι ιστορίες που μπλέκει ο Δημήτρης Αλεξίου στους «Ανθρώπους από χώμα» κυλούν αβίαστα, χωρίς επιτηδεύσεις, χωρίς μελούρες – αν και η αυθεντική συγκίνηση είναι μέσα στις σελίδες του και περιμένει αναγνώστριες και αναγνώστες να αναμετρηθούν με τη δική τους ενσυναίσθηση – με καταιγιστικό ρυθμό που θυμίζει σενάριο, χωρίς να χάνουν τη λογοτεχνική τους αξία. Οι λέξεις του διαλεγμένες μία προς μία.

Οι χαρακτήρες άψογα σμιλεμένοι με τις λέξεις του μπορείς να τους φανταστείς, να τους δεις αν κλείσεις τα μάτια.

Δεν «λυπάται» να ταλαιπωρήσει τους ήρωες που έχει χτίσει με μαεστρία και αυθεντικότητα ο συγγραφέας. Το κάνει όμως όσο η ίδια η ιστορία του το υπαγορεύει.

Θέλησα να μιλήσω μαζί του και τον ευχαριστώ για την ειλικρίνεια των απαντήσεών του. Αξίζει να γνωρίσετε τον Δημήτρη Αλεξίου και να απολαύστε την ανάγνωση ενός βιβλίου που πρέπει ν’ αποκτήσετε!

Πώς ξεκίνησες να φτιάχνεις την ιστορία των «Ανθρώπων από χώμα»;

Νομίζω η αφορμή είναι προφανής τουλάχιστον σε όποιον έχει δει τη σειρά The Crown. Το περιστατικό της τραγωδίας του Άμπερφαν, του χωριού ανθρακωρύχων στην Ουαλία, τον Οκτώβριο του 1966 ήταν το ιστορικό γεγονός  που μου έδωσε την αρχική έμπνευση. Το δικό μου What If ήταν τι θα συνέβαινε αν κάτι τέτοιο γινόταν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60 και από την τραγωδία αυτή γλίτωνε μόνο ένα παιδί. Πώς θα αντιμετώπιζε ένας μοναδικός επιζών τα γεγονότα, πως η μικρή του κοινωνία θα αντιμετώπιζε αυτόν τον επιζόντα και πώς η ευρύτερη κοινωνία θα διαχειριζόταν την τραγωδία που συνέβη;

-Στο βιβλίο σου αναφέρεσαι στην εκπαιδευτική διαδικασία, τη βία κατά των γυναικών, τους παρακρατικούς μηχανισμούς, τον ρόλο του τύπου. Αυτά ήθελες από την αρχή να αναδείξεις στην ιστορία ή κάποιο προέκυψε κατά τη διαδικασία της συγγραφής;

Είναι όλα χαρακτηριστικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας και μάλιστα της επαρχίας τη δεκαετία του ’60. Από τη στιγμή που αποφάσισα ότι αυτό θα ήταν το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της ιστορίας μου, ήταν λίγο πολύ μονόδρομος να συμπεριληφθούν στο βιβλίο.

-Ποιος ήρωας σε δυσκόλεψε περισσότερο στο να τον αποτυπώσεις στο χαρτί;

Νομίζω ο εντεκάχρονος Ιορδάνης ο ένας εκ των δύο κεντρικών ηρώων του βιβλίου. Μου φάνηκε τραγικά δύσκολο να σκεφτώ και να αναλύσω πώς θα αισθανόταν και αντιδρούσε ένα παιδί που από τύχη βρέθηκε να είναι το μοναδικό ζωντανό παιδί σε ένα χωριό, ενώ έπρεπε ταυτόχρονα να στερηθεί και όλους τους ανθρώπους της ζωής του. Είναι μία αδιανόητη συνθήκη, η οποία «απαιτούσε» την έξωθεν βοήθεια ενός φανταστικού φίλου ή ενός μεταφυσικού alter ego.

-Ποιος ήρωας θα ήθελες να είσαι και ποιος σε «περιέχει» περισσότερο;

Δεν θα ήθελα να είμαι κανένας από τους ήρωες του βιβλίου γιατί σε κάποιο σημείο όλοι αισθάνονται μία ματαίωση, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Ψήγματά μου υπάρχουν σε αρκετούς από τους ήρωες αλλά προτιμώ να λέω ότι ως δικηγόρος τουλάχιστον είμαι η χρυσή τομή ανάμεσα στους δύο εκ διαμέτρου αντίθετους δικηγόρους ήρωες του βιβλίου, τον κύριο Αστερίου και τον κύριο Ασπρογέρακα. Ο πρώτος αντιπροσωπεύει τη μεθοδικότητα που δείχνω στη δουλειά μου (αστικολόγος ων) ενώ ο δεύτερος προσεγγίζει τον «καλλιτεχνικό» επαναστατημένο μου εαυτό που ψάχνει να βρει συναισθηματικούς λόγους ακόμα και στη δικηγορία για να αναλάβει μία υπόθεση. Τίποτα δεν είναι απλώς βιοποριστικό.

-Φοβήθηκες ότι μπορεί ο τρόπος της εξιστόρησης – συγκεκριμένων σημείων της ιστορίας σου –  να σε οδηγήσει σε μελό καταστάσεις;

Ναι, το μελό ήταν αυτό που φοβήθηκα περισσότερο απ’ όλα στην ιστορία γιατί είναι η πιο εύκολη παγίδα όταν περιγράφεις τραγωδίες και τραγικές καταστάσεις. Θέλω να ελπίζω ότι το απέφυγα χωρίς να αποστραγγίξω την ιστορία από το συναίσθημα.

-Είσαι ευσυγκίνητος –  θεωρείς το δάκρυ αδυναμία;

Είμαι ευσυγκίνητος σε βαθμό γελοιότητας και αυτό είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία με κοροϊδεύουν όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου. Στη δική μας οικογένεια συνήθως κλαίω εγώ στα βιβλία, τα θεατρικά έργα, τις ταινίες και τα σήριαλ. Συχνά και σε ευτυχείς προσωπικές ή οικογενειακές στιγμές. Δεν κλαίω εύκολα στα δύσκολα και στα τραγικά γιατί εκεί αισθάνομαι ότι είναι άλλη η δουλειά μου και το καθήκον μου.

-Πώς μοιράζεις το χρόνο σου στα ενδιαφέροντά σου – που είναι πολλά;

Βάσει προτεραιοτήτων και προθεσμιών. Ό,τι προηγείται ή έχει προθεσμία με στοιχειώνει και τα υπόλοιπα χώνονται στα κενά του χρόνου. Η ξεκούραση και η διασκέδαση είναι πάντα τελευταία στη λίστα από τα πράγματα που κάνω. Δεν προτιμώ την απραξία έτσι κι αλλιώς.

-Έχεις σκεφτεί πώς άνθρωποι που «γεμίζουν» το χρόνο τους με πολλές δραστηριότητες μπορεί και να θέλουν να ξεφύγουν από κάτι άλλο…

Ναι. Αλλά με δύο κόρες στο Λύκειο, εν μέσω Πανελληνίων Εξετάσεων και με εργαζόμενη σύζυγο σε διαφορετικούς από μένα τομείς, ενίοτε το επιλέγω για να μπορώ να καθορίσω μόνος μου την παράνοια της ζωής μου χωρίς να εμπλέκομαι στην παράνοια της ζωής της οικογένειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμμετέχω στη ζωή της οικογένειας, σημαίνει κυρίως ότι αποσύρομαι σε βοηθητικούς ρόλους χωρίς αποφασιστικό λόγο και βαυκαλίζομαι ότι έχω κάτι σημαντικό να πω μέσα από την Τέχνη μου.

-Ποιους από τους ήρωες του βιβλίου σου «συναντάς» στην πραγματική ζωή;

Νομίζω ότι οι πιο «σύγχρονοι» και καθημερινοί ήρωες του βιβλίου, ο δημοσιογράφος Διονύσης και η Μελπομένη είναι οι άνθρωποι που συναντώ περισσότερο και εκτιμώ. Με μία έμφυτη ενσυναίσθηση για το τι είναι ηθικό και τι όχι, τι είναι σωστό και τι λάθος, προσπαθούν να πορευτούν προς την ατομική ευτυχία χωρίς την ασφάλεια της άνωθεν και έξωθεν προστασίας και χωρίς να ξεπουλήσουν τις αρχές και τα πιστεύω τους. Θέλω να ελπίζω ότι θα ευτυχήσουν στη ζωή τους όλοι οι άνθρωποι που είναι έτσι και οι οποίοι είναι πλέον όλο και λιγότεροι. Ίσως πάλι είμαι απλώς αφελής.

«Τη δημοκρατία, την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα τα υπερασπίζεσαι στην κοινωνία, στην εργασία, στο δρόμο, στην καθημερινότητα, στη ζωή. Ενίοτε και στην εξορία και στη φυλακή. Όχι σε έναν υπολογιστή.»

-Μπορεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μας κάνουν πιο συμμετοχικούς ή θεωρείς ότι μας κάνουν πιο μοναχικούς και λιγότερο ενεργούς ως πολίτες;

Είναι δίκοπο μαχαίρι. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένας τρόπος αντίστασης στην σχεδόν πλήρως ελεγχόμενη πληροφορία από τα ΜΜΕ και υπάρχουν σοβαρά παραδείγματα στο παρελθόν που γιγάντιες διαδηλώσεις οργανώθηκαν τάχιστα μέσω των ΜΚΔ. Από την άλλη όμως γίνονται με την ευκολία του πληκτρολογίου μία βαλβίδα αποσυμπίεσης και εκτόνωσης που ενίοτε βλάπτει σοβαρά τα ουσιαστικά κινήματα. Όταν η λογική που περνάει είναι ότι με μερικά κλικ μπορείς να κάνεις το καθήκον σου ως άνθρωπος και πολίτης, να υπογράψεις ψηφίσματα, να δωρίσεις σε μία ΜΚΟ, να πάρεις θέση σε κάποιο ζήτημα και αυτό είναι αρκετό έχουμε χάσει την πολιτική και ιστορική συνείδησή μας ως άνθρωποι και λαός. Τη δημοκρατία, την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα τα υπερασπίζεσαι στην κοινωνία, στην εργασία, στο δρόμο, στην καθημερινότητα, στη ζωή. Ενίοτε και στην εξορία και στη φυλακή. Όχι σε έναν υπολογιστή.

Ποιος είναι για σένα ο ιδανικός αναγνώστης;

Ο ιδανικός αναγνώστης είναι αυτός που δεν θέτει στεγανά στα βιβλία ως προς το θέμα και το είδος, διαλέγει το κατάλληλο βιβλίο για τη διάθεση και την κατάστασή του, έχει δική του άποψη για το αν του άρεσε ή όχι χωρίς επηρεασμούς από επαΐοντες, ΜΜΕ, κριτικούς, influencers και λοιπούς ειδικούς και μη και έχει το θάρρος να πει τη γνώμη του ευγενικά , όποια κι αν είναι αυτή, χωρίς να «σταθμίζει» εξωγενείς της ανάγνωσης παράγοντες.

-Ποιο βιβλίο διάβασες πρόσφατα και ποιο ήταν το βιβλίο που σου έβαλε το ζιζάνιο της συγγραφής;

Τελείωσα την Κλεμμένη ζωή του Άρη Φακίνου και τώρα διαβάζω τον Συλλέκτη μανιταριών του Κώστα Αρκουδέα. Στα δεκαπέντε μου χρόνια ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου θα έγραφα ένα θεατρικό έργο.
Τελικά έγραψα τρία μυθιστορήματα πριν γράψω το πρώτο μου θεατρικό και ας έχω γράψει άλλα τέσσερα θεατρικά έκτοτε ισοφαρίζοντας τα μυθιστορήματα. Η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι θα ήθελα να γράψω κάποτε ένα βιβλίο ήταν όταν διάβασα την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη. Η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι θα ήθελα να έχω γράψει ΑΥΤΟ το βιβλίο ήταν όταν διάβασα το Middlesex του Τζέφρι Ευγενίδη.Τελικά η συγγραφή προέκυψε τυχαία από την ανάγκη να διαχειριστώ τον πολύ χρόνο μου και την απραξία μου στην πρώτη εγκυμοσύνη της γυναίκας μου.

-Τι φοβάσαι και πώς ξορκίζεις τους φόβους σου;

Αυτό που είπα λίγο πιο πάνω: Την απραξία και την ανημπόρια. Να είμαι ανίκανος να κάνω κάτι που θέλω, να μην μπορώ να δραστηριοποιηθώ δημιουργικά, όπως και αν γίνεται αυτό. Οπότε να προσέχετε γιατί αν μου συμβεί κάτι και μπορώ μόνο να μιλάω, θα αρχίσω πιθανότατα να τραγουδάω με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό.

πηγή συνέντευξης – viewtag