Συνέντευξη – Γιάννης Παναγόπουλος
Εικόνες – Πάνος Κέφαλος, Φίλιππος Μαργαλιάς

Οι προθέσεις του είναι ξεκάθαρες. Ο ηθοποιός Δημήτρης Ντάσκας θέλει να πάρει από το θέατρο όλα όσα εκείνο μπορεί να δώσει. Δεν είναι μόνο η σκηνή. Είναι κάθε γωνία, κάθε λέξη, κάθε ιδέα που αναπτύχθηκε ή αναπτύσσεται εντός του. Σήμερα είναι μέλος του θιάσου που ανεβάζει την “Αιολική γη” στο Εθνικό Θέατρο – Θέατρο Rex – Σκηνή “Μαρίκα Κοτοπούλη” – παράλληλα κάνει μεταπτυχιακό στη θεατρολογία  γιατί όπως λέει ο ίδιος: “όταν ήρθε το δεύτερο λοκντάουν ήθελα να μην χάσω χρόνο σε μια νεκρή χρονιά”, ενώ συνεχίζει να παίρνει μέρος στη δράση “Ποιητικές συνομιλίες” μια πρωτοβουλία του Παρισινού Τεάτρ Ντε Λα Βιλ (Τhéâtre de la Ville) που στην Ελλάδα οργανώνει η Στέγη. Με τον Δημήτρη πίνουμε τσάι σε πεζόδρομο στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ένα κρύο απόγευμα του Δεκέμβρη από εκείνα που το κρύο τρυπά παλτό, σκούφους, χοντρά παντελόνια. Η κουβέντα μαζί του μπορεί ν’ ανάψει εύκολα. Αρκεί να δώσεις μια αφορμή που αφορά την τέχνη του, εκείνος θα την αρπάξει για να ανοιχτεί σ’ ένα κόσμο που η αγάπη, η αυτοκριτική, τα μικρά ή μεγάλα κατορθώματά του σε Ελλάδα και Γαλλία μοιάζουν με μυθιστόρημα που το χάπι εντ δεν είναι αυτοσκοπός.

Ας κάνουμε μια ορθόδοξη εκκίνηση. Τι κάνεις αυτό το διάστημα;

Παίζω στην παράσταση “Αιολική γη”, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, στο Εθνικό Θέατρο. Κάναμε πρεμιέρα πριν δύο εβδομάδες. Το βιβλίο “Το Νούμερο 31328” είναι κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια του μυθιστορήματος του Ηλία Βενέζη “Αιολική γη” που κάπου, κάπως, κάποτε έχουμε διαβάσει αποσπάσματά του. Διαβάζοντας σήμερα το κείμενο, όταν συναντήθηκα με μέρη του, είπα: “ρε συ, αυτό εγώ το ξέρω”.

Έχεις καλή μνήμη;

Γενικά, έχω μια μνήμη που κρατά σε γερές δόσεις άχρηστη πληροφορία. Μπορεί να θυμάμαι τον τρίτο ηθοποιό που έπαιξε σε παράσταση του 1985 ή του 1992. Κάποτε ήμουν λίγο Αθηνόραμα φάση. Θυμόμουν όλες τις παραστάσεις που παίχτηκαν τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια. Τι διάρκεια είχαν. Ποιοι είχαν παίξει.

Και με τη χρήσιμη πληροφορία τι γίνεται;

Νομίζω πως το μυαλό εγγράφει μόνο του όσα θέλει να θυμάται. Εντάξει, στις ηλικίες 0 έως 20 ετών τα πάντα εγγράφονται ισχυρά. Από εκεί και μετά ό,τι θυμόμαστε είναι η ανάκληση της τελευταίας φοράς που θυμηθήκαμε κάτι. Το θέμα της μνήμης έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Συναντιέμαι με ανθρώπους από τη Νομική ή τη δραματική σχολή που τέλειωσα και είναι τόσο περίεργο. Μοιράστηκα με άλλους ανθρώπους στιγμές που ήταν σαν να μην τις περάσαμε μαζί όταν δοκιμάζουμε να τις ανακαλέσουμε σήμερα, χρόνια μετά από τη στιγμή που διαδραματίστηκαν. Μόλις χτες έκανα αυτή τη σκέψη. Νοερά γύρισα στις στιγμές που έζησα δουλεύοντας και μένοντας στη Γαλλία. Επέστρεψα στις σκέψεις που έκανα ζώντας εκεί λίγο πριν κοιμηθώ. Μπορούσα να θυμηθώ με λεπτομέρειες κάθε αίσθημα που είχα πηγαίνοντας για ύπνο.

Τι θυμάσαι λοιπόν από εκείνες τις στιγμές;

Εντάξει, στη Γαλλία ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Έλεγα: “Κοίτα πόσο τυχερός είσαι, πόσο σωστά τα έχεις κάνει όλα για να είσαι εδώ”. Εκεί πήγαινα για ύπνο πολύ ήσυχα. Αν με ρωτήσεις πώς πήγαινα για ύπνο πριν από 2-3 χρόνια, όταν με βρήκε μια άλλη φάση στη ζωή μου, θα σου έλεγα “δε θυμάμαι”. Την είχα διαγράψει.

Θα επιστρέψουμε στη σχέση σου με τη Γαλλία αλλά πες μας για την “Αιολική γη”. Στην παράσταση η μνήμη πώς παρουσιάζεται;

Το θέατρο είναι η τέχνη του απόλυτου παρόντος. Οπότε θέλει προσοχή το πώς θα αποτυπώσεις το θέμα μνήμη. Νομίζω ότι έχει γίνει μια ωραία δουλειά στην “Αιολική γη”. Δεν την έχω δει ποτέ την παράσταση. Την έχουν δει οι θεατές αλλά εγώ όχι. Ζω εντός της. Το έργο ασχολείται με τη ζωή στη Μικρά Ασία πριν τη μικρασιατική καταστροφή. Ξεκινά από το 1908 για να φτάσει στο 1914. Δεν αναφέρονται ημερομηνίες στο έργο, απλώς τα γεγονότα που απασχολούν την παράσταση μάς οδηγούν σε αυτές. Ο Βενέζης έφυγε από το Αϊβαλί όταν άρχισαν κάποιες αψιμαχίες, ξαναγύρισε, τον έπιασαν με τη μικρασιατική καταστροφή το 1922. Ήταν ένας από τους 3000 Έλληνες που τους έστειλαν στην Ανατολία στα Τάγματα Εργασίας. Από την εκεί εμπειρία του έγραψε το “Το νούμερο 31328”. Το ίδιο βιβλίο το διασκεύασε ο Κούνδουρος για να κάνει την ταινία “1922”. Οι καταγεγραμμένες εμπειρίες του Βενέζη είναι σκληρές. Μιλά για την ενηλικίωση ενός παιδιού σε ένα σκοτεινό περιβάλλον, αλλά υπάρχουν και ανθρώπινες στιγμές από τη ζωή του που ακουμπούν τον πρώτο του έρωτα ή τη γνωριμία με τη φύση. Ξέρεις, μου είναι δύσκολο να μιλάω για μια παράσταση που δεν είμαι ο σκηνοθέτης της.

•Ζηλεύω τους καλλιτέχνες των εικαστικών τεχνών. Φτιάχνουν κάτι και μπορούν να το δουν. Σ’ εμάς αυτό δε συμβαίνει. Δεν καταλαβαίνω αυτούς που λένε “αυτοσκηνοθετούμαι”, έχω εμπειρία, έχω εικόνα τού τι κάνω από σκηνής. Δεν ξέρω πόσο ισχύει αυτό. Μου αρέσει να αφήνομαι στη ματιά των άλλων την ώρα που εγώ βυθίζομαι στον κόσμο του ρόλου

Γιατί κρατάς αυτή την απόσταση;

Έχω δει πρόβες όταν ήμουν κάτω από τη σκηνή. Ζηλεύω τους καλλιτέχνες των εικαστικών τεχνών. Φτιάχνουν κάτι και μπορούν να το δουν. Σ’ εμάς αυτό δε συμβαίνει. Δεν καταλαβαίνω αυτούς που λένε “αυτοσκηνοθετούμαι”, έχω εμπειρία, έχω εικόνα τού τι κάνω από σκηνής. Δεν ξέρω πόσο ισχύει αυτό. Μου αρέσει να αφήνομαι στη ματιά των άλλων την ώρα που εγώ βυθίζομαι στον κόσμο του ρόλου.

Από την επίσημη έναρξη της πανδημίας δεν έχω πάει θέατρο. Υπάρχουν διαφορές στη θεατρική πράξη από την περίοδο του πρώτου λοκντάουν μέχρι σήμερα;

Οι ηθοποιοί παίζοντας βλέπουμε μάσκες, σαν να είμαστε σε χειρουργείο. Ακόμα και το κλασικό που λέμε “Πιάνω την ανάσα του κοινού” έχει ανατραπεί. Δεν πιάνεις τίποτα. Είναι μια περίεργη περίοδος αυτή. Κάναμε πρόβες με μάσκες, είχα συναδέλφους που είδα τα πρόσωπά τους μετά από μέρες, πολλές μέρες. Είμαι σπασικλάκι. Τηρώ τα μέτρα στο ακέραιο αλλά, όπως και να το κάνεις, δυσκολεύεσαι όταν αποφεύγονται σκηνές που έχουν επαφή, σωματική επαφή, ανάμεσα στους ηθοποιούς. Πώς μπορείς να κάνεις θέατρο χωρίς σκηνές εναγκαλισμού ή φιλιά; Η ουσία της ζωής εκείνα είναι.

Από την παράσταση Mataroa, σε σκηνοθεσια Hélène Cinque στο Théâtre du Soleil

Όταν συναντηθήκαμε μου είπες πως είναι ένα διάστημα που κάνεις πολλά πράγματα. Πες μου, λοιπόν, τι άλλο κάνεις εκτός από την παράσταση στο Εθνικό;

Δεν ξέρω αν ενδιαφέρει αλλά κάνω ένα μεταπτυχιακό στο ΕΚΠΑ. Θα το τελειώσω του χρόνου. Αυτό ξεκίνησε σε μια φάση που σκεφτόμουν: “Ένα ακόμα λοκντάουν. Να κάνω κάτι για να περάσει ο χρόνος σε μια νεκρή χρονιά”. Το θέμα του είναι “Θέατρο, Δραματουργία και Εκπαίδευση”. Ξέρεις, το μεταπτυχιακό μού έδωσε μια ωραία ευκαιρία να ανακαλύψω μέντορες και δασκάλους σε μια ηλικία που τους είχα απομυθοποιήσει ή νόμιζα πως δεν τους χρειαζόμουν. Επίσης, είδα το θέατρο πίσω από μια άλλη ματιά. Την ακαδημαϊκή ματιά. Το μεταπτυχιακό μού έδωσε την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με πρόσφυγες και ασυνόδευτους ανηλίκους από χώρες όπως το Κογκό, το Ιράν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν.

•Πάντα αναρωτιόμουν, αν έκανα μια δουλειά που είναι εντελώς άχρηστη. Σκεφτόμουν “εδώ ο κόσμος καίγεται και εμείς κάνουμε θέατρο”. Πάντα είχα μια ενοχή γι’ αυτό το πράγμα. Εντάξει, δεν είμαστε γιατροί, δεν είμαστε αγρότες. Παρόλο που υπάρχουν πολλά αντεπιχειρήματα εκείνο που διαλέγω ως το ισχυρότερο, είναι του πρωτόγονου ανθρώπου. Αφού κάλυπτε τις ανάγκες του στο φαγητό και τη στέγαση, μετά ζωγράφιζε. Αυτό με πείθει πως δεν κάνω κάτι πολυτελές αλλά κάτι που είναι πρωτογενές στον άνθρωπο

Ωραίο είναι αυτό. Θέλω να πω πως το να σπρώχνεις τον εαυτό σου στο νέο έχει τη δική του γοητεία.

Πάντα αναρωτιόμουν, αν έκανα μια δουλειά που είναι εντελώς άχρηστη. Σκεφτόμουν “εδώ ο κόσμος καίγεται και εμείς κάνουμε θέατρο”. Πάντα είχα μια ενοχή γι’ αυτό το πράγμα. Εντάξει, δεν είμαστε γιατροί, δεν είμαστε αγρότες. Παρόλο που υπάρχουν πολλά αντεπιχειρήματα εκείνο που διαλέγω ως το ισχυρότερο, είναι του πρωτόγονου ανθρώπου. Αφού κάλυπτε τις ανάγκες του στο φαγητό και τη στέγαση, μετά ζωγράφιζε. Αυτό με πείθει πως δεν κάνω κάτι πολυτελές αλλά κάτι που είναι πρωτογενές στον άνθρωπο. Το άλλο που κάνω, έχει ξεκινήσει από πέρυσι. Είναι μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από το Τεάτρε Ντε Λα Βιλ στη Γαλλία το 2003 και εδώ το στηρίζει η Στέγη. Πρόκειται για τη δράση “Ποιητικές συνομιλίες”. Παίρνουμε τηλέφωνο ανθρώπους και τους λέμε ποιήματα.

Έτσι απλά αυτό;

Δεν είναι έτσι απλά. Στο Τεάτρε Ντε Λα Βιλ είδα καλλιτέχνες όπως ο Οστερμάιερ, ο Πατρίς Σερό, Κριστόφ Μαρτάλερ. Έχω περάσει ώρες ψάχνοντας, σχεδόν ζητιανεύοντας εισιτήρια ελπίζοντας να παρακολουθήσω παραστάσεις του. Το Τεάτρ Ντε Λα Βιλ στις δικές του “Ποιητικές Συνομιλίες”  έκλεινε ραντεβού δια ζώσης με ανθρώπους για 20 λεπτά. Συντελεστές του έκαναν μια κουβέντα και στο τέλος τους έλεγαν ένα τραγούδι, ένα ποίημα ή έκαναν ένα χορευτικό μαζί τους σε ένα καφέ ή ένα πάρκο στο Παρίσι. Με την επέλαση της Covid τα ραντεβού άλλαξαν αναγκαστικά. Γινόντουσαν τηλεφωνικά. Η ανάγκη για επαφή με την τέχνη έπρεπε να παραμείνει ζωντανή έστω και σε συνθήκες εγκλεισμού. Στην Ελλάδα το όλο πράγμα ήρθε στην τηλεφωνική του εκδοχή. Υπάρχει μια πλατφόρμα που οι ενδιαφερόμενοι για λογαριασμό δικό τους ή λογαριασμό άλλου ανθρώπου δηλώνουν συμμετοχή. Υπάρχουν φορές που τηλεφωνούμε σε ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα για την πράξη που συμμετέχουν. Έχει ενδιαφέρον όλο αυτό. Τους καλώ στο τηλέφωνο, τους λέω: “Είμαι ο Δημήτρης, σας παίρνω για μια ποιητική συνομιλία” και μετά αρχίζουμε να μιλάμε. Τους κάνω ερωτήσεις και από όλα αυτά που θα ειπωθούν σε ένα δεκαπεντάλεπτο, πρέπει να διαλέξουμε ένα ποίημα που θα του πω. Ακούγεται περίεργο όλο αυτό, αλλά είναι μια πολύ όμορφη φάση. Το θέατρο είναι ο άλλος.

Έζησες στη Γαλλία, γύρισες στην Ελλάδα. Πότε έφυγες;

Το 2010. Έμεινα ως το 2015 και μετά μετά άρχισε το πήγαινε έλα εκεί για δουλειές. Η πρώτη φάση της Covid στη Γαλλία με βρήκε.

Πολλοί έφυγαν από την Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Εσύ θυμάσαι γιατί έφυγες;

Έφυγα σε πολύ καλό πλαίσιο, για μια διεθνή ακρόαση. Έψαχναν ηθοποιούς για την παράσταση “Ιθάκη” από χώρες της Μεσογείου που μιλούσαν γαλλικά. Το Εθνικό Θέατρο είχε προτείνει εμένα και τον Νίκο Γιαλελή. Δεχτήκαμε την πρόσκληση. Φύγαμε για τη Γαλλία. Μιλούσα άθλια τη γλώσσα, όμως μας πήραν και τους δύο. Οπότε φύγαμε από την Ελλάδα με έτοιμη δουλειά, μια παράσταση που θα κρατούσε 3 μήνες. Μετά μας βρήκε ο Σαρλ Μπερλίνγκ, που ήταν ο πρωταγωνιστής, και μας είπε πως θα άνοιγε ένα νέο θέατρο στην Τουλόν, μια πόλη κοντά στη Μασσαλία. Μου ζήτησε να του προτείνω έργα για να τα σκηνοθετήσω. Του απάντησα πως δεν είμαι σκηνοθέτης και η απάντηση του με εξέπληξε θετικά. Είπε: “Τα θέατρα πρέπει να δίνουν ευκαιρίες”. Εκεί ανεβάσαμε με τον Νίκο και άλλους δύο Γάλλους ηθοποιούς την παράσταση “Γενέθλια Χώρα” που βασίστηκε στους  5 μονολόγους που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο Λήθη, του Δημήτρη Δημητριάδη. Αυτό έγινε την άνοιξη του 2011. Μόλις ξεκινούσε η φάση με τους αγανακτισμένους. Για να γίνει η παράσταση προσθέσαμε και δικά μας κείμενα. Βουτήξαμε για τα καλά στην ορολογία των χρηματιστηρίων, διαβάζαμε τα πάντα για τα γεγονότα στην Ελλάδα, για το τι είναι το ΔΝΤ. Δεν είχαμε ιδέα για το αν η παράστασή μας θα δούλευε. Είχαμε κάνει μια συρραφή κειμένων χωρίς να γνωρίζουμε αν αυτό θα μπορούσε να είναι θεατρικό κείμενο που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν ηθοποιοί. Δημιουργώντας την παράσταση αναρωτιόμασταν “ Ρε μαλάκα, τι πάμε να κάνουμε;” Όπως και να είχε η παράσταση δούλεψε. Και μετά την αγόρασε ένα θέατρο στο Παρίσι. Την παίξαμε ένα μήνα. Μετά την πήγαμε σε θέατρο της Λιόν. Η πορεία της ολοκληρώθηκε σε ένα φεστιβάλ στην Πορτογαλία. Όλες αυτές οι παρουσιάσεις κράτησαν δύο χρόνια. Αυτό είναι το καλό με τη Γαλλία. Λόγω μεγέθους της χώρας μια παράσταση μπορεί να περιοδεύει για χρόνια.

Από την ταινία Lola Pater, του Nadir Moknèche –  Φανί Αρντάν και Δημήτρης Ντάσκας

Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με την Φανί Αρντάν;

Είχα ήδη γυρίσει στην Ελλάδα, όταν με πήραν στο καστ. Τα γυρίσματα έγιναν το 2016 και η ταινία βγήκε την επόμενη χρονιά. Όταν παίξαμε με τη Φανί Αρντάν, ήμουν πανικόβλητος. Η τύπισσα είναι θεάρα. Είχα ζηλέψει την ησυχία και την ηρεμία της, στα γυρίσματα ήταν σαν να μην υπήρχε. Προφανώς, όταν έχεις εγκαθιδρυμένο στάτους δεν χρειάζεται να το φωνάζεις.

Σε τι ελπίζεις;

Δεν ξέρω. Παλιά λέγαμε: “Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο”. Δεν το πιστεύω αυτό καθόλου πια. Μπορεί να σώσει τον έναν ή τον άλλο αλλά τον κόσμο όχι. Ελπίζω να υπάρχει πάντα τρόπος να μαθαίνουμε νέα πράγματα, να υπάρχει πάντα τρόπος να ακούμε τους άλλους, να βγάλουμε επιτέλους τον σκασμό. Πολλή φασαρία, κανένας ακροατής. Έχω καταλάβει πως όταν δεν μιλάς πολύ ακούς καλύτερα.