Γιάννης Παναγόπουλος

Τα μουσικά κομμάτια που ερμηνεύει ο Δημήτρης Βουτσάς σε επιστρέφουν σε εκείνη την εποχή που το ελληνικό τραγούδι δεν πνιγόταν στις play lists και οι ακροατές έπαιρναν την τύχη ενός κομματιού στα “χέρια” τους. Έδιναν χρόνο σε μουσική και στίχους. Και αν τους άρεσε δένονταν μαζί του. Έντυναν τις ζωές τους με τη μελωδία και το ρεφρέν του. Το άλμπουμ “Βλέμμα στο Βυθό” είναι αποτέλεσμα μιας δημιουργικής ομάδας με εκείνον στα φωνητικά, τη Φωτεινή Λαμπρίδη στους στίχους, τον Μίμη Νικολόπουλο στη σύνθεση της μουσικής. Για τους ψαγμένους με την υπόθεση “ακουστικό ελληνικό τραγούδι” να πούμε πως αυτή τη μουσική δουλειά κυκλοφορεί η Μικρή Άρκτος. Το «Βλέμμα στον βυθό» που έδωσε και τον τίτλο στη μουσική παράσταση που θα παρουσιάζεται στο Θέατρο Radar για τρεις παραστάσεις στις 15, 22 και 29 Δεκεμβρίου.

-Η μουσική, τα τραγούδια που ερμηνεύεις με επιστρέφουν σ’ εκείνη την εποχή που υπήρχαν δισκογραφικές εταιρείες, που το κοινό άκουγε ολόκληρα άλμπουμ και οι σκηνές γέμιζαν κόσμο που ήθελε να μάθει περισσότερα για ένα τύπο ελληνικού τραγουδιού που δεν θα ήταν παραδομένος, σώνει και καλά, στο μπουζούκι. Καλλιτεχνικά, ποια είναι η εποχή της ελληνικής δισκογραφίας που σε ενδιαφέρει περισσότερο;

Χαίρομαι που το ακούω αυτό, γιατί κι εγώ προσωπικά θεωρώ ότι έχουμε κάνει μια δουλειά που ακούγεται από την αρχή ως το τέλος. Και μόνο αυτό, με κάνει να αισθάνομαι πολύ καλά μέσα μου γιατί πιστεύω ότι αυτός που θα αποφασίσει να μας τιμήσει αγοράζοντας τον δίσκο ή επενδύοντας κατά έναν τρόπο στην τέχνη μας, δε θα το μετανιώσει. Βέβαια τίποτα δεν είναι τυχαίο, αφού είχα τον απόλυτο συνδυασμό συνεργατών, για να μπορώ σήμερα να καμαρώνω για αυτό το αποτέλεσμα. Έναν συνθέτη με το δικό του ξεχωριστό ύφος, που εμπεριέχει έντονα τα βαλκάνια μαζί με ένα πάντρεμα του ήχου της ισπανόφωνης κιθαριστικής κουλτούρας, έναν μοναδικό μελωδό να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, μία στιχουργό με πολύ πλούσια και γενναιόδωρη γραφή, χωρίς να χάνει την απλότητα και την αμεσότητα για ένα ωραίο τραγούδι αλλά, πάνω απ’ όλα, τον Παρασκευά Καρασούλο, σε ρόλο παραγωγού που δύσκολα πλέον συναντάει κανείς, ειδικά στα πρώτα βήματα, όπως σ’ εκείνη την εποχή που οι δισκογραφικές εταιρείες ήθελαν να προτείνουν κι όχι να βγάλουν ένα σουξέ για να βγει η σεζόν. Και στον δρόμο μια ακόμα έκπληξη, τον Γιάννη Βασιλόπουλο, με τον οποίο καιρό τώρα αποζητούσα ακόμα μια συνεργασία κι αισθάνομαι υπέροχα που το καταφέραμε, τον θαυμάζω απεριόριστα! Για να απαντήσω όμως στο ερώτημα, καλλιτεχνικά με ενδιαφέρουν πολλές στιγμές και όχι απαραίτητα μια εποχή, στο ελληνικό τραγούδι. Σίγουρα όλοι ζηλεύουμε την εποχή Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Λοΐζου (και πολλών άλλων), όμως σε πολλές φάσεις του το ελληνικό τραγούδι γνώρισε μεγάλες δόξες. Αυτό όμως έχει να κάνει με τις εκάστοτε ιστορικές στιγμές που βιώνουμε, φυσικά με όλες τις πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις, ώστε και ο λόγος να είναι ευθύβολος και να μπορεί να εμπνεύσει την κάθε σύγχρονη γενιά στην οποία απευθύνεται!

-Βλέμμα στον Βυθό. Σοβαρά στο λέω έχεις πολύ καλό τίτλο για άλμπουμ. Έχω βαρεθεί τους ουρανούς και τα πουλιά που πετούν ελεύθερα πάνω του, μέσα του. Μεγάλο μέρος της ελληνικής δισκογραφίας έχει αποθεώσει τον ουρανό και τον βυθό κανείς. Πώς είναι να τραγουδάς για τοποθεσίες που ελάχιστοι έχουν τραγουδήσει;

Ναι, νομίζω ότι είχαμε το θάρρος να επιλέξουμε να μπούμε στα βαθιά, να κολυμπήσουμε και να σκαλίσουμε ο καθένας τον βυθό του, αλλά και ο ένας του άλλου. Αρκετά πετάξαμε στα σύννεφα. Οι καιροί απαιτούν προσγείωση, ίσως και απότομη! Να πατήσουμε γερά στα πόδια μας και να αρχίσουμε την αποδόμηση. Άλλωστε όλη αυτή η κατάσταση το δείχνει ξεκάθαρα. Ποια θα είναι η επόμενη μέρα; Πού θα τοποθετήσουμε εγώ κι εσύ τους εαυτούς μας; Ως πότε θα ζει ο καθένας από εμάς ‘στο ψύχος του δικού του Αρχηγείου’, για να δανειστώ και κάτι από τους στίχους μας. Ως πότε θα είμαστε εγκλωβισμένοι στο ‘Εγώ’ μας και πνιγμένοι στον ναρκισσισμό μας; Έχουμε ανάγκη το ‘Μαζί’ όσο ποτέ. Ο κόσμος δεν ερωτεύεται, δεν παθιάζεται, δε διεκδικεί! Άρα, ζει; Λοιπόν, εμείς αισθανόμαστε υπέροχα να τραγουδάμε από τον ‘Βυθό’, γιατί το έχουμε ψυλλιαστεί πως εκεί βρίσκεται το μυστικό για να ξαναβγούμε ευτυχισμένοι στον αφρό.

Ο Δημήτρης Βουτσάς

Θεωρώ πως η Αθήνα είναι από τις πιο ζωντανές πόλεις της Ευρώπης.’A city that never sleeps’! Αυτή είναι!

Έκανες και εσύ το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Γιατί; Γιατί δεν συμβαίνει το ανάποδο; Η Αθήνα χρωστά στη Θεσσαλονίκη τη μουσική που ακούει. Στον λόγο μου, περιμένω τον καλλιτέχνη που θα κάνει το αντίθετο. Από τον νότο θ’ ανέβει στον βορρά. Τι είναι για έναν καλλιτέχνη που πάει για καριέρα η πρωτεύουσα;

Πάντα μου άρεσε η Αθήνα! Πάντα μου άρεσε η πολυκοσμία της και η φασαρία της. Ακόμα κι εδώ, όπου ζω μόνιμα, έχω επιλέξει να είμαι κοντά στο κέντρο και το αγαπημένο μου Παγκράτι και όχι σε κάποιο απομακρυσμένο ή ήσυχο προάστιο. Στην Αθήνα με αφορά η υπερπροσφορά πολιτισμού, η υπερπληθώρα επιλογών, από το να μην ξέρεις σε ποια θεατρική παράσταση θα πρωτοπάς, να ανακαλύψεις νέους ήχους που ποτέ δεν τελειώνουν, να έρθεις σε επαφή με κάθε είδος τέχνης. Κι αν με ρωτάτε, θεωρώ πως η Αθήνα είναι από τις πιο ζωντανές πόλεις της Ευρώπης. ‘A city that never sleeps’! Αυτή είναι!
Αλλά για να επιστρέψω σε αυτό που με αφορά, δηλαδή τη μουσική, η Θεσσαλονίκη είναι μια υπέροχη πόλη, στην οποία γεννήθηκα, μεγάλωσα και αγαπώ, όπου όμως κανείς συναντά ήχους διαφορετικούς από αυτούς που με ενδιαφέρουν καλλιτεχνικά! Υπάρχουν και εξαιρέσεις, οι οποίες όμως πάνε κι έρχονται μέσα στα χρόνια. Γίνονται πολύ καλές προσπάθειες, αλλά δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν έναν πυρήνα τέτοιο, ώστε να εδραιωθεί. Και σε αυτό, προφανώς έχει την ευθύνη του και το ίδιο το κοινό. Πόσο διατεθειμένο είναι να στηρίξει και να αφήσει να εξελιχθεί κάτι διαφορετικό.

-Ετοιμάζεσαι να παρουσιάσεις ζωντανά τη δουλειά σου. Θα το κάνεις σε θέατρο. Θα μπορούσαν να είναι τα θέατρα οι νέες μουσικές σκηνές της Αθήνας;

Πολύ άνετα θα μπορούσαν. Άλλωστε είναι κάτι που γίνεται κατά κόρον στο εξωτερικό. Παράλληλα με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εκπαιδευτεί και πάλι το νεότερο κοινό, να πηγαίνει δηλαδή σε μια συναυλία για να ακούσει τα τραγούδια και όχι να τα χορέψει, όπως τότε που γέμιζαν τα μεγάλα στάδια, χωρίς όλα τα… ‘περιφερειακά’ που καθιέρωσε η κουλτούρα του νεοέλληνα τις τελευταίες δεκαετίες. Ετοιμάζουμε, λοιπόν, μια μουσικο-θεατρική παράσταση για να παρουσιάσουμε τον νέο μας δίσκο μέσα από ιστορίες καθημερινών ανθρώπων εμπλέκοντάς τις με τα τραγούδια μας. Τα κείμενα υπογράφουν η Φωτεινή Λαμπρίδη και ο Γιάννης Βασιλόπουλος. Το όλο εγχείρημα είναι βασισμένο πάνω σε μια ιδέα του Παρασκευά Καρασούλου, σε σκηνοθεσία του Σταύρου Ράγια. Η σκηνογραφία είναι του Ανδρέα Γεωργιάδη και στη σκηνή θα είμαι με δυο εξαιρετικούς μουσικούς, δίνοντας έναν ιδιαίτερο ήχο στη βραδιά, την Εύα Μυλωνά (ακορντεόν) και τον Αλέξανδρο Καζάζη (κιθάρα). Όλα αυτά θα συμβούν τις Τετάρτες 15, 22 και 29 Δεκεμβρίου, στο θέατρο RADAR, σε έναν πολύ ζεστό χώρο ο οποίος βρίσκεται ακριβώς έξω από τη στάση του μετρό ‘Άγιος Ιωάννης’.

Η στιχουργός Φωτεινή Λαμπρίδη

-Κάπου διάβασα πως απλά μια μέρα μπήκες σε ένα ωδείο και βγαίνοντας από αυτό είχες πτυχίο φωνητικής. Έτσι απλά πας για καριέρα στο τραγούδι;

Χαχα… το σίγουρο είναι πως τότε το μόνο που δε σκεφτόμουν είναι μια καριέρα στο τραγούδι. Περισσότερο έγινε με μια διάθεση τού να εντοπίσω εγώ ο ίδιος ποια θα είναι η σχέση μου με τη μουσική. Η μουσική ήταν η μεγάλη μου αγάπη, που όμως δεν έβρισκε ανταπόκριση από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Παρασυρόμενος, λοιπόν, από άλλους συμφοιτητές τότε και σπουδαστής σε άλλη πόλη, μπήκα σ’ εκείνο το Ωδείο, όπου μέσα σε όλα έμαθα για την ύπαρξη σπουδών στο τραγούδι, κάτι που ως τότε δε γνώριζα. Μάλιστα, έκαναν και τύπου ακροάσεις για να σε δεχτούν και παρόλο που με πήραν, χρειάστηκε πάνω από μια δεκαετία για να αισθανθώ έτοιμος να το κάνω, γιατί έπρεπε να είμαι βέβαιος ότι θα γίνει τουλάχιστον αξιοπρεπώς. Όλα αυτά βέβαια γίνονταν μυστικά! Ακόμα και οι πιο κοντινοί μου φίλοι το έμαθαν λίγες μέρες πριν βγω να τραγουδήσω μπροστά σε κοινό!

Ο συνθέτης του άλμπουμ “Βλέμμα στο Βυθό” Μίμης Νικολόπουλος

Πώς ορίζεις την έκφραση “μια γεμάτη καριέρα”;

Δε μου αρέσει τόσο πια αυτή η λέξη, ίσως γιατί θεωρώ πως έχει τελειώσει αυτή η εποχή. Θα την αντικαταστήσω με τη λέξη ‘πορεία’! Μια γεμάτη πορεία θα μπορούσε κάποιος να διαγράψει κάνοντας συνεργασίες με ανθρώπους που θαυμάζει, να συναντιέται με ταλαντούχους δημιουργούς και μουσικούς. Να νιώθει ότι στον δρόμο που βαδίζει δεν είναι μόνος κι ότι υπάρχει θετική ανταπόκριση από τον κόσμο, που είναι και ο τελικός αποδέκτης. Κυρίως όμως, στο τέλος της ημέρας να σε βρίσκει με ήσυχη συνείδηση.

Νέο είναι ό,τι έχει κάτι να πει ή να προτείνει. Αυτό που ξεφεύγει από δοκιμασμένες συνταγές, αυτό που δεν έχει αυτοσκοπό την επιτυχία και που γεννιέται αβασάνιστα και με αγνή πρόθεση

-Τι είναι νέο στο ελληνικό τραγούδι;

Νέο είναι ό,τι έχει κάτι να πει ή να προτείνει. Αυτό που ξεφεύγει από δοκιμασμένες συνταγές, αυτό που δεν έχει αυτοσκοπό την επιτυχία και που γεννιέται αβασάνιστα και με αγνή πρόθεση. Αυτό που έχει αισθητική, αυτό που δεν ανήκει κάπου και αυτό που σέβεται και τιμά τον ακροατή του! Για να αναδειχθεί όμως αυτό το… νέο, την ευθύνη την έχει το κοινό, με την έννοια τού κατά πόσο ψάχνεται και δεν κατατρώγεται στις συνήθειές του, καθώς και τα μέσα τα οποία οφείλουν να λειτουργούν σαν φάρος και όχι σαν βράχος, που καθετί εκτός ‘νόρμας’ πέφτει πάνω και τσακίζεται.