
συνέντευξη: Γιάννης Παναγόπουλος
φωτογραφία: Christina Papas
Ο Blend Mishkin άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος του στο Κουκάκι έχοντας ένα σταθερό χαμόγελο στο πρόσωπο. Λίγα λεπτά νωρίτερα του είχαν παραδοθεί δύο μεγάλες κούτες. Ήταν τα βινύλια από το νέο του άλμπουμ Unity Of Oposities. “Να βάλω, ν’ ακούσουμε λίγο;” ρώτησε, “Ναι” απάντησα. Και όταν η βελόνα του πικ-απ έσκασε στο πρώτο τραγούδι είπε: “Άκου το μπάσο, στα βινύλια ακούς το μπάσο καλύτερα”. Σήμερα λίγες μέρες μετά από εκείνη τη συνέντευξη σκέφτομαι πως συνέντευξη μαζί του ολοκληρώθηκε όπως της άξιζε με καλά vibes. Η ζωή αυτού του μουσικού παραγωγού, DJ είναι γεμάτη μουσική, ταξίδια για τη μουσική και στιγμές που, όταν τις αφηγείται, αναρωτιέσαι “Θα μπορούσα ποτέ να έχω μια ζωή σαν τη δική του;”. Ο Blend Mishkin και οι Roots Evolution αυτό το διάστημα περιοδεύουν σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Έκανες με τη Sugahspank! το Paint Everything White και σήμερα έρχεται το Unity Of Opossities. Τα δύο άλμπουμ είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Το ήθελες αυτό;
Το Paint Everything White είναι ένα εμβόλιμο πρότζεκτ. Ένα αυτοτελές μουσικό επεισόδιο που το κάναμε μαζί με τη Sugahspank! και έχει κομμάτια που έγραψα για εκείνη και είχαν στόχο τη δική της φωνή. Το Unity Of Opposites είναι η συνέχεια του Wildfire όχι του Paint Everything White.
Στο άλμπουμ που κυκλοφορείς σήμερα έχεις κομμάτι με έντονες ανατολίτικες ηχητικές πινελιές. Με γύρισε πίσω στον ήχο της 2Tone.
Μου αρέσει πάρα πολύ η μίξη της ρέγκε με τον ήχο της ανατολής. Σε αυτό που λες για την 2Tone το έχω ακούσει σε δύο – τρία κομμάτια των Specials. Αλλά αυτή η ακουστικά ετερόκλητη ένωση δύο τόσο διαφορετικών ήχων μπορεί να συναντηθεί σε early reggae και ska τραγούδια. Δεν ήμουν εκεί για να το γνωρίζω αλλά φαντάζομαι πως στους Τζαμαϊκανούς που δοκίμαζαν να βάλουν ήχο της ανατολής στη μουσική τους, θα φάνταζε ως κάτι εντελώς φολκλόρ. Μια ηχητική δοκιμή ή ένα ακουστικό πείραμα για το αν δύο τόσο διαφορετικές σχολές μουσικής, δύο διαφορετικοί ηχητικοί κόσμοι θα μπορούσαν να συνυπάρξουν έστω και σε μια χαρούμενη ηχογράφηση. Για εμένα που ο ήχος της ανατολής είναι γνώριμος λειτούργησε ως ανάγκη να δω πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει στη μουσική μου. Μου αρέσει η αραβική μουσική του ’60 και του ’70. Μια ολόκληρη γενιά Αράβων μουσικών δοκίμασαν να εντάξουν τη Δύση στη μουσική τους. Αυτό στα δικά μου αφτιά ακούγεται σαν μια πολύ ενδιαφέρουσα μίξη. Μου αρέσει αυτή φάση. Έχεις ακούσει Κώστα Σούκα;
Έχω ακούσει Ari San.
Ίδια φάση. Ο Κώστας Σούκας είναι από την Άρτα, είναι μέλος της διάσημης μουσικής οικογένειας των Σούκα. Η μουσική του στέκεται ακριβώς στο σταυροδρόμι της Ανατολής με τη Δύση.
Πού πάμε με αυτό το άλμπουμ τώρα;
Έχουμε κλείσει περιοδεία στην Ελλάδα. Με τους Roots Evolution θα πάμε σε Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Κέρκυρα, Καλαμάτα, Καβάλα, Λάρισα, Κρήτη. Έχουμε και ένα μικρό τουρ στο εξωτερικό σε Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Σερβία. Καλή φάση αν σκεφτείς πως για χρόνια δεν κάναμε τίποτα.
Φεύγεις για περιοδεία σε Ελλάδα και εξωτερικό. Μεγάλωσα σε μια εποχή που το να φύγει ελληνικό γκρουπ περιοδεία ήταν γεγονός. Πώς από την εσωστρέφεια του παρελθόντος φτάσαμε στο σημείο μπάντες από την Ελλάδα να φεύγουν περιοδείες, να κλείνουν gigs στο εξωτερικό;
Σίγουρα είναι καλύτερες οι μπάντες και οι μουσικοί που παίζουν σ’ αυτές. Το ίντερνετ έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα να βρουν έξοδο σε μια ευρύτερη σκηνή που όλοι μπορούν να παρακολουθήσουν. Κάποτε παρακαλούσες το δισκάδικο της γειτονιάς να σου φέρει μουσικές που έψαχνες. Τώρα είναι εύκολο να έχεις πρόσβαση παντού. Και δεν είναι μόνο αυτό, πια είναι εύκολο να μας ανακαλύψουν όλοι. Μιλώ για μουσικές, καλλιτέχνες, συγκροτήματα, μουσικούς παραγωγούς που ο ήχος τους είναι διαθέσιμος σε όλους ανά πάσα στιγμή. Αυτό δημιουργεί μια ζήτηση, όσο γι’ αυτό που είπες, για την εποχή που μεγάλωσες, με επιστρέφεις πίσω στα 90’s όταν γινόταν είδηση το νέο πως η Άννα Βίσση έπαιξε ένα βράδυ στο Λονδίνο. Ένα βράδυ ήταν αρκετό να θεωρήσουμε πως κάνει διεθνή καριέρα. Σήμερα είναι αμέτρητα τα γκρουπ που έχουν κάνει το ίδιο.
Θυμάσαι τους De Traces; Είπες 90’s και η σκέψη μου έτρεξε σ’ εκείνους.
Ελληνική ρέγκε μπάντα εκείνη την περίοδο ήταν πώς να το πω…κάτι σαν εξωτικό παραμύθι. Οι De Traces ήταν φανταστικοί και πολύ μπροστά από την εποχή τους. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για ν’ ανοίξει αυτή η ιστορία με τον ήχο των συγκροτημάτων. Άσε που το κοινό για χρόνια συντηρούσε την αντίληψη για τα αγγλόφωνα συγκροτήματα τύπου “καλό για ελληνικό”.
Πια για αγγλόφωνα ελληνικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες, όταν ακούς “πολύ κάλο για ελληνικό”, τι σκέφτεσαι;
Αυτό νομίζω πως το λέει κάποιος που δεν ακούει πια μουσική, που δεν είναι μέσα στα πράγματα. Όλοι ακούγαμε μουσική νέοι και έρχεται η στιγμή που μια ανάγκη βάζει φρένο και αλλάζουν οι προτεραιότητές σου. Με το να μην ασχολείσαι με τη μαζί της δεν σημαίνει πως εκείνη δεν προχωράει. Πως έμεινε στη στιγμή που την άφησες. Και λες σήμερα: “καλό για ελληνικό” απλά γιατί δεν γνωρίζεις πού πάνε τα πράγματα.
Η ρέγκε πότε μπήκε στη ζωή σου;
Μπήκε κάπως ύπουλα θα έλεγα. Άκουγα Madness και Specials, μια λογική εισαγωγή για έναν πιτσιρικά στη μουσική της Τζαμάικα. Μεγάλωσα τέλη 80’s και 90’s, δηλαδή εποχές που όταν πήγαινες στα δισκάδικα έπαιζαν δύο, άντε τρεις, δίσκοι ρέγκε. Ένας του Marley, ένας του Peter Tosh και μπορεί ένας Burning Spear. Οι μόνοι που έπαιζαν ρέγκε ήταν η Anna Mystic, οι THC, Μαργαρίτα (Raggaprincess) και οι De Traces. Το 1995, όταν απολύθηκα από τον στρατό, έπιασα δουλειά σε ένα δισκάδικο και μέχρι το 2003 δούλευα αποκλειστικά σε δισκάδικα. Τα έχω γυρίσει όλα Metropolis, Kyklos, Trust, Happening. Στο πρώτο μαγαζί που δούλεψα, το Non Stop, μου είπαν πως υπήρχε ζήτηση στο τμήμα με τη μαύρη μουσική, δηλαδή Reggae, Jazz, Soul, Funk. Ήμουν 19 χρονών. Μπήκα ξαφνικά σε έναν κόσμο που άλλαξε όλη την κοσμοθεωρία μου. Βούτηξα στον ωκεανό της μαύρης μουσικής με ενθουσιασμό. Ναι, υπήρξε μια ολόκληρη εποχή που πήγαινα με χαρά στη δουλειά. Έψαχνα τους μουσικούς, τις συνεργασίες τους, τα άλμπουμ, έφτανε η πρώτη του μήνα και όταν πήγαινα να πληρωθώ, αντί να πάρω χρήματα, χρωστούσα από τα άλμπουμ που είχα αγοράσει τον προηγούμενο.
Στο νέο σου άλμπουμ υπάρχει και η συνεργασία με τον Barry Ashworth των Dub Pistols. Στο παρελθόν είχες συνεργαστεί με δεκάδες καλλιτέχνες από το εξωτερικό. Στη σκέψη μου πάντα οι δουλειές σου κοιτούσαν εκτός Ελλάδας.
Νομίζω πως για την ελληνική μουσική πραγματικότητα δεν έχουμε καμία σημασία.
Και ποιοι έχουν;
Μπάντες με Ελληνικό στίχο.
Και εσείς γιατί όχι. Λόγω γλώσσας;
Ναι, λόγω γλώσσας.
•Ο Barry Ashworth των Dub Pistols είναι ένας άνθρωπος που τα έχει ζήσει όλα, τα πάντα, στο μάξιμουμ. Η φάση του είναι πολύ ιδιαίτερη. Είναι ο Keith Richards της φάσης μας.
Είστε το εξωτικό φρούτο μιας αχαρτογράφητης σκηνής;
Ναι, έτσι. Πάντως με τον Barry γνωριζόμαστε εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Έχουμε παίξει μαζί, έχει έρθει στην Ελλάδα δεκάδες φορές είτε ως DJ είτε live με τους Dub Pistols. Το Mad One, το κομμάτι που έχει τραγουδήσει, του το έστειλα απλά να το ακούσει. Σκεφτόμουν πως θα είχε ενδιαφέρον όχι να το τραγουδήσει αλλά να πει απλά κάποια λόγια σε στυλ απαγγελίας. Μου αρέσει η cockney προφορά του. Όταν του έστειλα το τραγούδι μού είπε πως ήταν σπίτι, πως λόγω covid δεν θα έβγαινε έξω και κυρίως πως θα το άκουγε. Ήταν μια έκπληξη η κίνησή του. Ο Barry είναι ένας άνθρωπος που τα έχει ζήσει όλα, τα πάντα, στο μάξιμουμ. Η φάση του είναι πολύ ιδιαίτερη. Είναι ο Keith Richards της φάσης μας.
Δηλαδή είναι θαύμα το ότι ζει ακόμα;
Κάπως έτσι. Νομίζω πως το πάει γαμιώντας. Από τη δεκαετία του ’80 είναι μέσα σε κάθε φάση διασκεδάζοντας στο μάξιμουμ. Εκεί που τελειώνουν οι μπαταρίες των άλλων, ο Barry απλώς συνεχίζει.
Πώς ορίζεις ένα σημερινό άλμπουμ μουσικής;
Στη σημερινή εποχή δεν ξέρω αν υφίσταται το άλμπουμ. Δηλαδή εγώ που ακόμη βγάζω άλμπουμ νιώθω σαν ο γραφικός που δείχνει την ηλικία του. Πλέον όλοι παίζουν με σινγκλς. Έτσι πάει το πράγμα στην εποχή του Spotify και του streaming. Εγώ που ακόμα κυκλοφορώ άλμπουμ σε βινύλιο νιώθω σαν είδος προς εξαφάνιση. Πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ βγάλαμε 3 τραγούδια. Αν είχα χρόνο θα έβγαζα περισσότερα σινγκλ.
Όλα αυτά τα χρόνια η πιο spooky φάση που σου έχει συμβεί, παίζοντας μουσική, ποια ήταν;
Με djliki μπορώ να σκεφτώ. Είναι αρκετά αλλά το πιο spooky απ’ όλα ήταν εκείνο το πάρτι στη Βουλγαρία, στη Σόφια. Πρέπει να ήταν 2009 όταν με έκλεισαν να παίξω μουσική σε prive πάρτι. Το μόνο που γνώριζα ήταν πως το οργάνωνε μια εταιρεία ρούχων. Όπως και να το έβλεπες η κατάσταση ήταν μαφιόζικη. Η αμοιβή ήταν, όμως, καλή. Άρχισα να παίζω σ’ ένα μαγαζί που θύμιζε κωλάδικο. Ένα στέκι που καταλάβαινες από μακριά πως ήταν κακόφημο. Ο τύπος που με έχει καλέσει να παίξω δεν ήταν παρών. Οι καλεσμένοι ήταν καμία τριανταριά τύποι. Οι άνδρες φορούσαν κοστούμια και οι γυναίκες ήταν τύπου βίζιτες. Φαντάσου, είχαν βάλει την κονσόλα που θα έπαιζα πάνω σ’ ένα πιάνο με ουρά. Ξεκίνησα τη μουσική και εκείνοι άρχισαν να κόβουν ασταμάτητα κοκαΐνη πάνω στο πιάνο. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ο Jeff, ο τραγουδιστής μας – την προηγούμενη βραδιά είχαμε live στη Σόφια. Ήθελε να έρθει στο πάρτι. Του είπα τη διεύθυνση και όταν έφτασε ξαναπήρε τηλέφωνο λέγοντας: “Το μαγαζί που είπες να έρθω είναι κλειστό”. Εκεί φρίκαρα κανονικά. Οι τύποι συνέχιζαν να πίνουν κόκα χωρίς αύριο. Έβαλα μεγάλο σε διάρκεια κομμάτι και πήγα ως την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Έφαγα μια φρίκη κλειστοφοβίας. Αναρωτιόμουν “τι κάνω εγώ εδώ με όλους αυτούς τους ψυχάκηδες;” Κάποια στιγμή βρήκα έναν τύπο από το μαγαζί και του είπα να ξεκλειδώσει γιατί ένας φίλος μου ήταν έξω και ήθελε να μπει μέσα. Πρέπει να ήταν 3 ή 4 το πρωί όταν το όλο πράγμα έμοιαζε να μην έχει πια νόημα. Οι καλεσμένοι του πάρτι συνέχιζαν να σνιφάρουν μανιωδώς την ίδια στιγμή που φασώνονταν. Ο promoter δεν ήταν στο πάρτι. Σκέφτηκα: “δεν παίζω άλλο, να πάει να γαμηθεί η φάση”. Κλείνω τη μουσική και αυτόματα οι καλεσμένοι με κοιτούν απειλητικά σε στυλ “Τι κάνεις τώρα;”. Τους μιλούσα στα αγγλικά αλλά κανείς τους δεν μιλούσε τη γλώσσα. Ξανανοίγω τη μουσική, παίζω μέχρι τις 6 όταν σκάει ο τύπος που με έχει καλέσει να παίξω στο πάρτι λέγοντας: “Σόρι, ήμουν σε άλλο μαγαζί, μπορείς να σταματήσεις.” Αν δεν ερχόταν αυτός δεν θα έφευγα ποτέ. Γενικά μου έχουν συμβεί αρκετά. Για χρόνια έκανα τουρ με τρένα και λεωφορεία. Έπαιζα σε όλη την Ευρώπη, κοιμόμουν όπου καθόταν. Το κλασικό ήταν να με κλέβουν. Κάποια στιγμή γύρναγα στην Ελλάδα με χρήματα που είχα πάρει από gigs. Μου τα “έφαγαν”. Έφτασα στη Σερβία κλαμένος, δαρμένος και άφραγκος.
Τι κάνεις σ΄ αυτές τις περιπτώσεις.
Παίρνεις τηλέφωνο την γκόμενα σου, σου στέλνει με Western Union 50 ευρώ, μπαίνεις σε ένα λεωφορείο και γυρνάς σπίτι σου ψυχικά ράκος.
Κάποια στιγμή, πιο παλιά, είχαμε μιλήσει για τη γνωριμία σου με τον Daddy G των Massive Attack. Ήταν μια βραδιά που έπαιζες μουσική στη γενέτειρα του trip-hop, το Μπρίστολ. Αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι αν και κατά πόσο στους μουσικούς εκεί υπάρχει η αίσθηση της κοινότητας σε ό,τι κάνουν.
Ναι, υπάρχει. Εδώ δεν υπάρχει. Στο Μπρίστολ έχω πάει πολλές φορές. Είναι μια πόλη γεμάτη μουσικούς που ο ένας υποστηρίζει τον άλλο. Στην Ελλάδα, στην αγγλόφωνη μουσική σκηνή, δεν υπάρχει αυτό. Μπορεί να υπάρχει σε άλλους κύκλους, στη λαϊκή μουσική ή την έντεχνη, που εγώ δεν γνωρίζω. Το άλλο παράδοξο που συμβαίνει στην Ελλάδα και δεν το έχω δει αλλού είναι ότι στη χώρα μας η ελληνική μουσική σκηνή αποτελείται από οτιδήποτε ελληνόφωνο. Είναι ένας αχταρμάς που περιλαμβάνει από τον Εισβολέα και τη Μαρίνα Σάττι μέχρι τον Χρήστο Θηβαίο και την Αρβανιτάκη. Όλοι αυτοί θα μπορούσαν να είναι ένα φεστιβάλ απλά και μόνο επειδή είναι ελληνόφωνοι. Και μετά έχουμε τους άλλους τους μαλάκες που είναι αγγλόφωνοι που, εξ ορισμού, δεν θα πάνε μπροστά.
Στην ελληνική μουσική σκηνή ο στίχος έχει μεγαλύτερη σημασία από τη μελωδία. Αν το σκεφτείς λίγες είναι οι μελωδίες που αποθεώσαμε. Πολλοί περισσότεροι είναι οι στίχοι που τραγουδήθηκαν.
Εδώ είναι σαν να γράφουμε πάντα πρώτα τον στίχο και έχουμε τη μουσική απλά για να τον συνοδεύει. Είναι φορές που σκέφτομαι πως αν το τραγούδι είναι ο στίχος του γιατί δεν τον γράφουν σε βιβλία και πρέπει σώνει και καλά να τον χωρέσουν σε τραγούδι;
Έχεις σκεφτεί να φύγεις από την Ελλάδα;
Συχνά το σκέφτομαι αλλά έχω την κόρη μου. Η ζωή έξω δεν είναι εύκολη. Δεν είναι τύπου παίρνεις ένα αεροπλάνο, φτάνεις στην Αγγλία και σε περιμένουν όλοι με ανοιχτή αγκαλιά ν’ ακούσουν τη δουλειά σου. Όταν ζεις έξω πρέπει να αφομοιωθείς από τη λόκαλ σκηνή. Αν γίνει αυτό για να υποστηρίξεις τη μουσική δεν θα καταφέρεις να επιβιώσεις αν δεν έχεις πρωινή δουλειά. Στην Ελλάδα, δεν ξέρω για πόσο ακόμα, έχεις περιθώρια να διατηρείς ένα μοντέλο ελευθερίας που δεν υπακούει σε αυστηρούς κανόνες ζωής. Το εξωτερικό δεν είναι ο παράδεισος που χάσαμε ή δεν ήμασταν ποτέ.