επιμέλεια: Ελένη Σωτάκη //

Μία από τις πιο δύσκολες πτυχές της ψυχικής ασθένειας είναι ότι καθιστά τον άνθρωπο μοναδικά ευάλωτο βυθίζοντάς τον σε μια αίσθηση αποκλεισμού και απομόνωσης.

Τα ψυχικά προβλήματα συχνά συνοδεύονται από μια βαθιά ντροπή, τα χαρακτηρίζει το στίγμα και η κοινωνική προκατάληψη. Τα άτομα που βιώνουν τέτοιου είδους αντιξοότητες αποσύρονται από το προσκήνιο της ζωής αποφεύγοντας κάθε είδους κοινωνικές επαφές.

Ο φόβος της επίκρισης και της απόρριψης πρωταγωνιστεί στους ψυχικά πάσχοντες μαζί με την ανασφάλεια πως κανείς δεν μπορεί ακριβώς να κατανοήσει την κατάσταση και την οδύνη της. Αυτό είναι ιδιαίτερα τραγικό, καθώς η ουσιαστική θεραπεία για τις ψυχικές ασθένειες είναι συντροφιά.

Το 1891, ο Ελβετός καλλιτέχνης Φέρντιναντ Χόντλερ παρουσίασε το έργο του οι απελπισμένες ψυχές. Πέντε ανθρώπινες φιγούρες απεικονίζονται σε ποικίλες καταστάσεις δυσθυμίας.

Το ταλέντο του Χόντλερ μας καλεί να φανταστούμε τις διαφορετικές συνθήκες της μελαγχολίας αυτών των μορφών: τον δυστυχισμένο γάμο, την κοινωνική αποξένωση, τη βαθιά κατάθλιψη, το αίσθημα ενός κατακλυσμιαίου άγχους … Όσο θλιβερές και αν είναι οι ιστορίες τους, η πραγματική οδύνη του πίνακα αναδύεται από τον τρόπο που οι φιγούρες αυτές βιώνουν απομονωμένες η μία από την άλλη την προσωπική τους κρίση, ενώ συνυπάρχουν.

Θα πρέπει να είναι εύκολο για τους ανθρώπους να μοιράζονται το άχθος και τα βάσανά τους με το να επικοινωνούν, όμως φαίνεται κάτι τέτοιο να μη συμβαίνει και αυτό θα μπορούσε να μοιάζει με κόλαση. Η θλίψη έχει τυλίξει κάθε πάσχοντα με μια αίσθηση της δικής τους μοναδικότητας στον πόνο.

Ο Χόντλερ σκόπευε το έργο του να είναι μια αλληγορία της σύγχρονης κοινωνίας με την απουσία της κοινότητας, τη μοναξιά των πόλεων και την αποξένωση της τεχνολογίας. Αλλά σε αυτήν την απεικόνιση βρίσκεται συνάμα και η δυνατότητα λύτρωσης. Θα αρχίσουμε να γιατρεύουμε τη θλίψη, όταν συνειδητοποιήσουμε πως στην πραγματικότητα είμαστε πάντα κοντά σε κάποιον, που είναι τόσο πονεμένος όσο και εμείς.

Μια ανθρώπινη συνάντηση που θα άφηνε χώρο να εκφραστεί και να μοιραστεί η αγωνία και η δυστυχία, μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο χωρίς κριτική και με απεριόριστη αποδοχή, θα λειτουργούσε ανακουφιστικά για τους συμμετέχοντες. Ο καθένας θα μπορούσε χωρίς φόβο να αποκαλύψει στον άλλον τα βασανιστήρια του μυαλού του. Το υλικό μιας τέτοιας εξομολόγησης θα ήταν σκοτεινό χωρίς αμφιβολία, αλλά ταυτόχρονα βάλσαμο για τις προσωπικές μας οδύνες.

Όσο μόνος και αν αισθάνεται κάποιος αυτή τη στιγμή, υπάρχουν για εκείνον άλλα συντροφικά πλάσματα μεταξύ των επτά δισεκατομμυρίων του είδους μας. Είναι εκεί -όμως έχει χαθεί η εμπιστοσύνη ότι μπορεί και δικαιούται ο καθένας μας να τα αναζητήσει και να τα βρει. Αισθανόμαστε απομονωμένοι όχι επειδή στην πραγματικότητα είμαστε, αλλά επειδή υποφέρουμε. Πρέπει να τολμήσουμε να πιστέψουμε ότι μια εξίσου πονεμένη ψυχή βρίσκεται κοντά, περιμένοντας από εμάς ένα νεύμα.