«Γνώρισα την Μπέτι εδώ και μια εβδομάδα. Κάναμε έρωτα κάθε βράδυ. Η μετεωρολογική πρόβλεψη ήταν καταιγίδες.» Βασισμένη σε ένα βιβλίο του Φιλίπ Τζιαν, η «Μπέτι Μπλου» (1986) που σκηνοθέτησε ο Ζαν-Ζακ Μπενέξ είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που γεννήθηκε για να υπάρξει μαζί. Τον Ζοργκ ερμηνεύει ο, περίπου καθημερινής γοητείας, Ζαν-Ιγκ Ανγκλάντ, τη Μπέτι ενσαρκώνει η πανέμορφη, αυτοκαταστροφική φαμ – φατάλ Μπεατρίς Νταλ.
Η ταινία γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία στη Γαλλία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες παρά τις συγκρατημένες κριτικές. Ακολουθεί την πορεία μιας σχέσης που δεν μπορούσε να επιβιώσει αλλά μπορούσε να σταθεί αποθετικά ως κινηματογραφική πλοκή. Το Μπέτι Μπλου ήταν η τρίτη ταινία του Μπενέξ μετά την Ντίβα και Το φεγγάρι στον υπόνομο και η μεγαλύτερη επιτυχία του. Επίσης η ταινία έκανε διεθνή σταρ την άγνωστη Μπεατρίς Νταλ. Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της έπαιξε και η μουσική του Γκάμπριελ Γιάρεντ. Κέρδισε μόνο το Βραβείο Σεζάρ αφίσας αν και είχε υποψηφιότητες σε όλες τις βασικές κατηγορίες.
Εκείνος, ο Ζοργκ είναι ερασιτέχνης συγγραφέας, που έχει παρατήσει το έργο του και ζει μια νορμάλ, λιγότερο περίπλοκη καθημερινότητα, σε ένα παραλιακό μπανγκαλόου. Εκείνη, η Μπέτι εισβάλλει στη ζωή του με μια παθιασμένη αφοσίωση σε εκείνον και το ταλέντο του, αλλά και μια κυκλοθυμική συμπεριφορά που τον αναταράζει. Η Μπέτι είναι μια οριακής συμπεριφοράς γυναίκα. Η αυτοκαταστροφική μανία που συνοδεύει το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο θέτει και τον τόνο του φιλμ.
37°2 Κελσίου (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, αλλά και του βιβλίου του Φιλίπ Τζιάν – που συνεργάστηκε στο σενάριο με τον σκηνοθέτη) είναι η θερμοκρασία του σώματος μιας εγκύου γυναίκας το πρωί, και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες της ηρωίδας να μείνει έγκυος προκαλούν μια σειρά από αυτοκαταστροφικές κορυφώσεις. Μέχρι να οδηγηθούμε εκεί, ο Μπενέξ παραθέτει ένα λεπτοδουλεμένο ψυχογράφημα, αλλά και ερωτικές σκηνές αληθινά αισθησιακές, κινηματογραφημένες με μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία. Υποβαστάζουσα τη μελαγχολία του στόρι, η σπουδαία μουσική του Γκάμπριελ Γιάρεντ έμεινε κλασική τόσο «αυτονομημένη», όσο και ως κομμάτι μιας από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές εμπειρίες (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) των 80s που γνώρισε άνευ προηγουμένου εμπορικό σουξέ στις ελληνικές αίθουσες.