Κώστας Β. Ζήσης

Είναι αναμφισβήτητα στόχος ενός Φεστιβάλ της διάστασης του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου που εκ προοιμίου λαμβάνει και ένα εθνικό χαρακτήρα, να ανοίγει ένα διάλογο πάνω στον πολιτισμό και τις σύγχρονες τάσεις του, να τις συμπεριλαμβάνει, να τις εκθέτει και να τις παρουσιάζει.  Μετά από ένα χρόνο αποχής (το «Υποσύνολο» που παρουσιάστηκε πέρσι , ουσιαστικά επιβεβαίωσε τη ουσιαστική ματαίωση  και αβασάνιστη κατά τη γνώμη μου εγκατάλειψή του, λόγω της πανδημίας), φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου επέστρεψε δυναμικά με αυξημένο υλικό και μια απροσδόκητη φθινοπωρινή παράταση.  Παραγωγές που ματαιώθηκαν το 2020, συμπεριλήφθηκαν στο φετινό πρόγραμμα, ενώ αυτήν την περίοδο και μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου υποδεχόμαστε τις μετακλήσεις από το εξωτερικό, ως ένα δείγμα των παγκόσμιων πολιτιστικών τάσεων και ρευμάτων.

Βεβαίως και το θέατρο κατείχε και θα κατέχει περίοπτη θέση στο Φεστιβάλ, και αυτό το άρθρο αυτόν ακριβώς τον σκοπό έχει, μέσα από μια σύντομη κριτική θεώρηση όσων είδαμε από εκπροσώπους  του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου να καταγράψει το θεατρικό στίγμα της πολύ δύσκολης συγκυριακά αυτής χρονιάς.  Η παρουσίαση περιλαμβάνει μόνο τις ελληνικές παραγωγές (θα ακολουθήσει μια αντίστοιχη παρουσίαση και για τις ξένες που παρουσιάζονται αυτήν την περίοδο) και είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες με βάση τον χώρο που παραστάθηκαν: την Πειραιώς 260, το Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου και βεβαίως το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

Πειραιώς 260: καινοτομία ή επανάληψη;

Η Πειραιώς, πέρσι έμεινε ολοκληρωτικά κλειστή ενώ  φέτος  ανοίχτηκαν οι οροφές σε δύο αίθουσες, προσαρμοζόμενες έτσι στις νέες ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία, αλλά παράλληλα αρκετές παραγωγές παρουσιάστηκαν και στους εξωτερικούς χώρους. Ωστόσο θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι η Πειραιώς 260 φέτος  δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο το πολύβουο μελίσσι  που υπήρξε τα περασμένα χρόνια. Τα εξαντλητικά μέτρα ασφαλείας, οδήγησαν στην κατάρτιση ενός προγράμματος βάσει του οποίου δεν έπαιζαν ποτέ παράλληλα δύο παραστάσεις για αποφυγή συνωστισμού, δίνοντας έτσι μια εικόνα μαρασμού σε έναν χώρο που άλλοτε έσφυζε από ζωή.

Η μεγάλη υπόσχεση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου για όσα είδαμε στην Πειραιώς 260 (στον μητροπολιτικό αυτό χώρο-επίκεντρο του Φεστιβάλ) ήταν η παρουσίαση τολμηρών καλλιτεχνικών δημιουργιών.  Εννιά ήταν οι ελληνικές παραγωγές που είχαν προγραμματιστεί να παρουσιαστούν, οχτώ παρουσιάστηκαν (η μία, «Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια» της  Κατερίνας Γιαννοπούλου βασισμένη στην ταινία του Ρ.Β. Φασμπίντερ, αναβλήθηκε για τα τέλη Σεπτεμβρίου λόγω κρούσματος κωρωνοϊού), κάποιες όπως ο «Αίαντας» του Σοφοκλή από τον Σίμο Κακάλα πέρασαν διά πυρός και σιδήρου εξαιτίας απρόβλεπτων τεχνικών δυσκολιών, ενώ ανάμεσά τους συναντήσαμε και μια παραγωγή από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, την «Εσμέ» του Σπύρου Περεσιάδη από την Μαρίνα Βρόντη, την οποία δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω λόγω κακού ημερολογιακού προγραμματισμού του φεστιβάλ μιας και έπαιζε τις ίδιες ημέρες με τις παραστάσεις στην Μικρή Επίδαυρο και το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Το θέατρο ντοκουμέντο είχε την τιμητική του με τέσσερις παραστάσεις, ίσως και σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη να βασίζεται η αίσθηση και υπόσχεση της καλλιτεχνικής διευθύντριας κ. Κατερίνας Ευαγγελάτου για τολμηρό θέατρο.

Εναρκτήριο λάκτισμα ήταν η  παράσταση του Πρόδρομου Τσινικόρη, μετρ του είδους του θεάτρου ντοκουμέντου, «(Somewhere) beyond the cherry trees» βασισμένη στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, η οποία αναμενόταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον μιας και η προηγούμενη προσαρμογή του επίσης κλασικού «Ο εχθρός του λαού» του Ίψεν από τον ίδιο καλλιτέχνη στέφθηκε με απόλυτη καλλιτεχνική επιτυχία. Σε αυτήν την post-documentary παράσταση, όπως την βάφτισε ο ίδιος ο δημιουργός, τα πράγματα όμως δεν πήγαν τόσο καλά. Το βασικότερο αίτιο, θεωρώ ήταν η αποτυχία πρόσμιξης του πρωτότυπου υλικού του Ρώσου συγγραφέα, με τις σύγχρονες προβληματικές που προσπάθησε η παράσταση να θίξει (καπιταλισμός, αγορά εργασίας, καταναλωτισμός, στέγη-κατοικία-airbnb κλπ), Τα υλικά ανακατεύτηκαν μεν αλλά δεν έδεσαν ποτέ σε συμπαγές μίγμα, δημιουργώντας τελικά ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο πρώτο μέρος (που ήταν μια δύσκολη πραγματικά  συνοπτική αφήγηση του αυθεντικού έργου) και στο δεύτερο (μια στρογγυλή τράπεζα σύγχρονου προβληματισμού που ήθελε τους ήρωες του έργου να ζουν στο σήμερα). Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Ο Παντελής Φλατσούσης, με αφορμή την επέτειο του 1821 συλλαμβάνει μια εξαιρετική ιδέα και δημιουργεί ένα «Εθνικό ντεφιλέ», μια πασαρέλα φουστανέλας ασπαζόμενος πως το ένδυμα αποτελεί όχι απλά έκφραση και αποτύπωμα της προσωπικότητας, αλλά είναι και καθρέφτης της κοινωνίας . Μέσα σε μια μάλλον χαλαρή μελλοντολογική δραματουργία, βρίσκει την αφορμή να μιλήσει για ρατσισμό και κοινωνικό αποκλεισμό, παρουσιάζοντας μια παράσταση που έκρυβε πραγματικά πολλή μεγάλη έρευνα, και πανέμορφα κοστούμια από τον Κωνσταντίνο Ζαμάνη, ωστόσο αυτοπαγιδεύθηκε σε μια διάθεση να μιλήσει για παρά πολλά και σημαντικά χωρίς να αποφύγει τον ανώφελο πλατιασμό. Περισσότερα, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Οι παραστάσεις της Σοφίας Μαραθάκη και της ομάδας ΑΤΟΝΑΛ «Το δάσος» και του Ανέστη Αζά είχαν έναν κοινό τόπο συνάντησης και ανάπτυξης. Και οι δύο επένδυσαν στην μυθοπλασία , η μεν πρώτη βασιζόμενη στο μυθιστόρημα «Άνθρωποι του δάσους» της γνωστής, από το Brokeback Mountain, Annie Proulx, ο δεύτερος γράφοντας ένα δικό του έργο.  Η Σοφία Μαραθάκη διειδύει τόσο μέσα από επιστημονικές όσο και από συναισθηματικές οδούς στο πρόβλημα της  οικολογικής καταστροφής των δασών, προσπαθώντας να αγγίξει την ουσία του προβλήματος ανοίγοντας έναν διάλογο για τη σχέση ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος, μέσα σε ένα θαυμάσιο σκηνικό περιβάλλον του Κωνσταντίνου Ζαμάνη και με δυνατό στοιχείο τις ερμηνείες των ηθοποιών αλλά χωρίς και αυτή να αποφύγει την από σκηνής φλυαρία σε αυτήν την μίξη επιστήμης και μυθοπλασίας  (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Ο Ανέστης Αζάς,  στη «Δημοκρατία του Μπακλαβά», ασχολείται με την εθνική ταυτότητα αποδομώντας τα στερεότυπα αιώνων για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και ενώ η παράσταση ξεκινά με χαρακτήρα θεάτρου ντοκουμέντου, είναι η μυθοπλασία που τελικά επικρατεί στην εξέλιξη της παράστασης, η οποία ωστόσο είναι εξαιρετικά χαλαρή τόσο ως προς τα δομικά της υλικά όσο και ως προς το αφήγημά της. Είναι ξεκάθαρο πως ο Ανέστης Αζάς, ήθελε και κατάφερε εντέλει να βασίσει το όλο εγχείρημά του στην αίσθηση και την ατμόσφαιρα της παράστασης, αφήνοντας ένα κεφάτο νεανικό στίγμα αντίληψης και διαχείρισης σύγχρονων κοινωνικών θεμάτων, κάπως απλουστευμένων στην πρόσληψή τους και στην ανατρεπτική διάθεσή τους είναι αλήθεια αλλά αρκούντως διασκεδαστικό και ισοπεδωτικό.

Μια σύγχρονη μεταγραφή της αρχαίας τραγωδίας «Αίαντας» επιχείρησε ο Σίμος Κακάλας , σε μια προσπάθεια να αναδείξει το κείμενο του Σοφοκλή σε διαχρονικό αντιπολεμικό μανιφέστο. Παίχτηκε κάτω από αντίξοες συγκυρίες (και κατόπιν αναβολής) , στον Κήπο της Πειραιώς 260, με φωνές, γέλια και χειροκροτήματα από παρακείμενη παράσταση στον χώρο του γειτονικού Ιδρύματος Μείζονος Πολιτισμού να καλύπτουν τους ηθοποιούς αποσυντονίζοντας τόσο αυτούς όσο και το κοινό. Και αν ομολογουμένως θα είναι πολύ άδικο να κρίνει κανείς μια παράσταση που διεξήχθη κάτω από τέτοιες άθλιες συνθήκες, ωστόσο θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε εδώ ένα ερωτηματικό ως προς τη σκηνοθετική άποψη που τοποθέτησε μια παράσταση στο φυσικό ημίφως , επιχειρώντας να επιβάλλει στο έργο μια υφολογική γραμμή με τις μαριονέτες, με την επιτηδευμένη άρθρωση και χροιά, με τις  μάσκες , όλα αυτά μόνο και μόνο ως προσωπική σκηνοθετική σφραγίδα χωρίς να καταφέρουν ποτέ να ενταχθούν και να απορροφηθούν ομογενοποιημένα ως στοιχεία ταυτόσημα του έργου και δυστυχώς  να παραμένουν ξένα και παράταιρα με αυτό.

Ο Κωνσταντίνος Χατζής  συμπράττει με τον Γιώργο Κουμεντάκη, και οι δρόμοι του θεάτρου από έναν σκηνοθέτη συναντιούνται με τους δρόμους της μουσικής και της αρμονίας από έναν μουσικό , στο πρόσωπο της Σοφίας Χιλλ.  Η παράσταση «Κλυταιμνήστρα, μουσική δωματίου για ένα όργανο», βασισμένη στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου μετατρέπεται σε αυτοκρατορία της πολυτάλαντης και πολυσύνθετης αυτής ερμηνεύτριας της σκηνής. Η ίδια γίνεται ο Λόγος, γίνεται το Μέτρο, γίνεται ο Χρόνος, γίνεται η Αίσθηση, γίνεται η Αρμονία, γίνεται η Φόρμα, και πραγματικά μεγαλουργεί ακόμα και σε βάρος της πρόσληψης της  ίδιας της παράστασης. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Η μεγάλη ευχάριστη έκπληξη στην Πειραιώς 260 ήρθε από την παράσταση του Έκτορα Λυγίζου που αναδείχθηκε τελικά σε Σπουδή πάνω στο έργο του Μολιέρου  «Σχολείο γυναικών». Και μιλάμε για έκπληξη, γιατί όλοι προσήλθαμε στην αίθουσα με την πεποίθηση ότι θα παρακολουθήσουμε μια αποδόμηση του έργου και με αμφίβολο αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα βρεθήκαμε μπροστά σε μια δημιουργική επαναδόμηση και εξονυχιστική προσέγγιση και μελέτη του. Γιατί το έργο, τυπικό δείγμα μολιερικής κωμωδίας, υποθάλπει θέματα και σχήματα δραματικά ηθικής, κοινωνικής, πολιτικής και φιλοσοφικής προέλευσης και κατεύθυνσης.  Και ο Έκτορας Λυγίζος, κρατώντας ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαπρέπει, χρησιμοποιεί τη φόρμα (τόσο στην κίνηση όσο και στον λόγο με την εξαιρετική έμμετρη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη) όχι για να εγκλωβίσει το έργο αλλά για να απελευθερώσει όλες τις κινητήριες δυνάμεις του. Μέσα σε σχήμα έντονης θεατρικότητας (ακόμα και η παρένδυση κάποιων ηθοποιών έρχεται φυσικά και καθόλου σκωπτικά) , όπου τα σώματα των ερμηνευτών διοχετεύουν το κείμενο σαν χωνιά και τηλεβόες (που κυριαρχούν και στη σκηνική  ανάγνωση της παράστασης) σε ένα κοινό που του δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψει πόσο ίδια και απαράλλαχτη είναι η πατριαρχική δομή της κοινωνίας από την εποχή του Μολιέρου μέχρι και σήμερα. Ήταν πραγματικά μια παράσταση που επικοινώνησε στο εδώ και τώρα με το θεατρικό κοινό της, και που ανταποκρίθηκε με πλήρη επάρκεια στις επιταγές και τους σκοπούς ενός Φεστιβάλ.

Η αλήθεια είναι, ότι το ελληνικό θεατρικό πρόγραμμα της Πειραιώς 260 δεν μας ενθουσίασε. Γιατί παρόλη την προσπάθεια να αναδειχθούν σύγχρονες τάσεις , προοπτικές και προβληματισμοί, μάλλον οι δημιουργοί που μετείχαν βρέθηκαν περιχαρακωμένοι και οχυρωμένοι πίσω από το ύφος και τη σφραγίδα τους  και τελικά δεν έκαναν ένα βήμα μπροστά στη δημιουργία τους. Με φωτεινή εξαίρεση τον Έκτορα Λυγίζο, όλες οι άλλες παραστάσεις αυτοεγκλωβίστηκαν σε προσωπικές συνταγές και κατευθύνσεις  Η πληθώρα δε, παραστάσεων με ατμόσφαιρα ντοκουμέντου, δημιούργησε ένα μάλλον υποτονικό και σφιχτό περιβάλλον, σε βάρος της θεατρικής μαγικής ατμόσφαιρας. Υπήρχαν στιγμές –και το καταθέτω αυτό – που είχαμε την αίσθηση ότι παρακολουθούσαμε επιστημονική ημερίδα και όχι θεατρική παράσταση

Λείπει η φαντασία; η έμπνευση; η ικανότητα να αναμείξεις δημιουργικά με θεατρικά στοιχεία τους σύγχρονους προβληματισμούς και να μιλήσεις με θέατρο; ή μήπως τελικά όλα γύρω μας είναι από μόνα τους θέατρο, που το θέατρο πια αδυνατεί να μιλήσει;

Ραντεβού στις παραστάσεις από το εξωτερικό…