Κώστας Β. Ζήσης

Είναι απόλυτα δικαιολογημένος ο ενθουσιασμός που δήλωσε η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου κ. Κατερίνα Ευαγγελάτου η οποία εισηγήθηκε τον θεματικό κύκλο Contemporary Ancients (Σύγχρονοι Αρχαίοι), την ανάθεση δηλαδή της συγγραφής νέων έργων βασισμένων στο Αρχαίο Δράμα  σε νεοέλληνες συγγραφείς και την σκηνοθεσία τους από σύγχρονους σκηνοθέτες.  Και είναι δικαιολογημένος γιατί πραγματικά μια τέτοια θεματική φέρνει πιο κοντά το Φεστιβάλ σε έναν από τους πολύ βασικούς στόχους του, στο άνοιγμα ενός διαλόγου του σύγχρονου με το κλασικό θέατρο, είτε σε ό,τι αφορά τα έργα, τα κείμενα είτε σε σύγχρονες και επίκαιρες σκηνοθετικές ματιές. Επίσης, προεκτείνει αυτόν τον διάλογο ακόμα και σε επιμέρους, περισσότερο τεχνικά ζητήματα όπως πχ η χρόνια προβληματική για το τι έργα πρέπει να παίζονται και που ή αν η χρήση των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων αρμόζουν ή αν θέλετε προωθούν η υποσκάπτουν τη θεατρική πράξη.

Μητρόπολη αυτού του κύκλου, αναδείχθηκε το Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, όπου τέσσερις συγγραφείς εντελώς διαφορετικού ύφους, δύο άντρες και δύο γυναίκες, γράφουν από ένα σύγχρονο έργο, που συνομιλεί με μια Αρχαία Τραγωδία και τέσσερεις σκηνοθέτες επίσης διαφορετικών υφολογικών σχολών και κατευθύνσεων, τα παρουσίασαν εκεί. Ένα πέμπτο έργο, παραγγελία στη γερμανική Σαουμπίνε και στον Τόμας Όστερμαγιερ παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου (σε αυτήν την παράσταση  θα αναφερθούμε σε ξεχωριστό αφιέρωμα για τις ξένες μετακλήσεις του Φεστιβάλ). Αλλά το Μικρό Θέατρο Επιδαύρου για φέτος δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτές τις παραστάσεις. Εκεί έλαβε χώρα το διακαλλιτεχνικό ερευνητικό πρόγραμμα Πάροδος, δίνοντας τη δυνατότητα σε καλλιτέχνες από ένα ευρύ φάσμα τεχνών να προχωρήσουν, υπό ιδανικές συνθήκες, την έρευνά τους πάνω στη δραματουργία του Αρχαίου Δράματος in situ. Επίσης η εικαστικός Αμαλία Παπαφιλίππου παρουσίασε μια πραγματικά συγκλονιστική σκηνική εγκατάσταση με τίτλο «Ιεροί λόγοι/Covid-19», ενώ η τραγική συνθήκη των πυρκαγιών, δεν επέτρεψε να παρουσιαστεί η χορευτική performance της ομάδας OSMOSIS του Ευριπίδη Λασκαρίδη με τίτλο «Ο Ευριπίδης του Ευριπίδη», παράσταση που όπως μάθαμε θα περιληφθεί στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ το 2022.

Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου: από τα παλιά στα νέα

Βαφτισμα του πυρός  έκανε η παράσταση της Ελένης Σκότη, με το έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Το σπίτι με τα φίδια», βασισμένο στην αρχαία τραγωδία «Τραχίνιες» του Σοφοκλή. Με πολύ λεπτές αποχρώσεις αποδόμησης της τραγωδίας που αφετηρία έχει ένα γενικότερο σχόλιο για την επίπλαστη ευτυχισμένη ζωή μιας εξιδανικευμένης οικογένειας αρίστων η Ελένη Σκότη με την ξεκάθαρη ρεαλιστική της ματιά αποδίδει σε ένα έξοχα συμβολικό σκηνικό περιβάλλον ένα έργο που είναι γραμμένο επάνω ακριβώς στη γραμμή που ορίζει τον σουρρεαλισμό. Απολαυστικό το δίδυμο Ράνιας Οικονομίδου και Αριέττας Μουτούση ως πνεύματα-Χορός που εκφέρουν την τραγική διάσταση των ανθρώπινων υπάρξεων του έργου με μια σαρκαστική κυνικότητα (Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Την σκυτάλη παρέλαβε ο Γιάννος Περλέγκας  όπου αναλαμβάνει το έργο της Αλεξάνδρας Κ* «γάλα, αίμα – με αφορμή τη Μήδεια» βασισμένο στην «Μήδεια» του Ευριπίδη όπως φανερώνει και ο τίτλος.  Την  Αλεξάνδρα Κ*  την γνωρίσαμε ως αρθρογράφο σε life-style περιοδικό ευρείας και παγκόσμιας κυκλοφορίας που αφορά τις γυναίκες (ξεκάθαρα ως καταναλωτικό target-group), έχοντας στο ενεργητικό της σενάρια για την τηλεόραση, και βιβλία που κινούνται στο πλαίσιο των ερωτικών κομεντί, ενώ είχε ήδη μια επιτυχημένη παράσταση στην πάλαι ποτέ Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Αναμφισβήτητα η πρόταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου να μεταγράψει μια αρχαία τραγωδία, αποτέλεσε καλλιτεχνικό ρίσκο μεν, αλλά παράλληλα και μια σίγουρη εμπορική επιτυχία . Γιατί όντως, στο Μικρό Θέατρο Επίδαυρο συνέρρευσε ένα κοινό που η επαφή  του με το θέατρο ήταν από ανύπαρκτη έως μηδαμινή. Σε ό,τι αφορά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δυστυχώς  αυτό αποτιμήθηκε συνολικά με αρνητικό πρόσημο. Γιατί η Αλεξανδρα Κ* έγραψε αυτό που πολύ καλά ξέρει να γράφει, ένα έργο σαν χρονογράφημα σε μια στήλη γυναικείου καταναλωτικού περιοδικού ή σαν μια καταγγελτική, θυμωμένη δημοσίευση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης,  αναπαράγοντας επιδερμικά τσιτάτα της κατασκευασμένης (και πολύ βολικής για πολλούς λόγους) «πάλης των δύο φύλων», έχοντας  μοναδικό εύρημα την αναγωγή του αρχαίου δράματος σε αναμάσημα Παπαδιαμαντικής ηθογραφίας. Ταυτόχρονα εγκλώβισε τη σκηνοθετική γραμμή του Γιάννου Περλέγκα σε μια βουκολική σκηνική αναπαράσταση ενώ και η χρονική τοποθέτησή του στη μακρινή δεκαετία του ’50 αναίρεσε τη σύγχρονη αναγωγή της Ευριπίδειας τραγωδίας.  Δυστυχώς ούτε οι πολύ πετυχημένες μουσικές επιλογές από τη δημοτική, λαϊκή και ρεμπέτικη παράδοση, ούτε η σχεδόν υπερκόσμια ερμηνευτική απόδοση της Έλενας Τοπαλίδου, κατάφεραν να διασώσουν την τελική επίγευση της επιπόλαιης ανάγνωσης του έργου. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος κινήθηκε η παράσταση που ακολούθησε, αυτή του Γιώργου Σκεύα «Κρεουργία» σε κείμενο του Γιάννη Μαυριτσάκη. Έχει όμως έναν πραγματικά κοινό παρανομαστή αυτή η παράσταση με την προηγούμενη. Και αυτή, παρουσιάστηκε φανερά εγκλωβισμένη από το ίδιο το κείμενο. Ένα κείμενο που αναφέρεται αυτήν την φορά χρονικά στο  απώτερο (ή μήπως κοντινό;) μέλλον και που το βασικό του χαρακτηριστικό είναι η θολή διατύπωση (παράθεση θα τολμήσω να πω) λέξεων, νοημάτων, εννοιών και καταστάσεων. Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη,  στις οποίες βασίστηκε το έργο μετατράπηκαν σε ένα κείμενο στα όρια του ακατάληπτου, ένα κείμενο που δυσκόλευε ακόμα και τους ηθοποιούς στην αναπαραγωγή του γεμάτο από νοηματικούς βερμπαλισμούς και λεκτικούς ακροβατισμούς, γεμάτο παραθέσεις, κόμματα, παρενθέσεις, άνω τελείες και ατέλειωτους μονολόγους. Ένα κείμενο που δεν έδωσε κανένα περιθώριο ανάσας ούτε στον σκηνοθέτη, ούτε στους υποκριτές και πολύ περισσότερο στο ίδιο το κοινό που παρακολουθούσε ψυχρό και αμέτοχο τα high-tech σκηνικά ευρήματα και μια ανεξήγητη, ακατανόητη και ακάλυπτη από παντού μείξη των φροϋδικών αντιλήψεων και κλισέ με την πολιτικής υφής  διατύπωση της νέας τάξης πραγμάτων. Και εδώ γεννάται το ερώτημα. Γίνεται θέατρο για ποιόν; Που απευθύνεται ο δημιουργός; Στον κόσμο, το κοινό ή στον εαυτό του και στην προσωπική του ματαιοδοξία και ναρκισσισμό; Και επιβιώνει μια τέχνη για την τέχνη και μόνο, χωρίς συνομιλητή και αποδέκτη; Και πόσα, τελικά, μπορεί να αντέξει επί σκηνής ο επαγγελματίας ηθοποιός;

Το αφιέρωμα στους Σύγχρονους Αρχαίους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, έκλεισε με την παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού «Η Φαίδρα καίγεται» σε κείμενο της Αμάντας Μιχαλοπούλου, βασισμένο βεβαίως στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη οπού και εδώ τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα περίμενε κανείς, παρόλο το εντυπωσιακό «υγρό» σκηνικό που δημιούργησε η Εύα Μανιδάκη. Εδώ έβλεπες τους ήρωες βγαλμένους μέσα από σελίδες  ανάλαφρων ερωτικών βιβλίων τσέπης τόσο που κατά το γνωστό διαφημιστικό σλόγκαν  ενός τέτοιου βιβλίου, σχεδόν ξεχνούσες τι έβλεπες. Χόρεψες και σιγοτραγούδησες ξανά και ξανά ντίσκο επιτυχίες, γέλασες με τις καρτουνίστικες σκηνικές αφέλειες  και συμπεριφορές των ηρώων, σου δόθηκε χρόνος να ατενίσεις τον ουρανό στις πολλές, μα πάρα πολλές παύσεις, που χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλός πίεσης του συναισθήματος του κοινού και τελικά εκείνο που απέμεινε από το όλο εγχείρημα (που ας είμαστε ειλικρινείς έμοιαζε με σχολική παράσταση τόσο ως κείμενο όσο και ως σκηνική απόδοση) είναι ένας συγκλονιστικός μονόλογος της ‘Αννας  Μάσχα.

Θέλω να είμαι ξεκάθαρος και ειλικρινής, Η πρωτοβουλία αυτή της Κατερίνας Ευαγγελάτου, ανεξαρτήτως του καλλιτεχνικού αποτελέσματος (το οποίο δεν εξαρτάται εδώ που τα λέμε και από την ίδια) να εισηγηθεί αυτόν τον θεματικό κύκλο των Σύγχρονων Αρχαίων είναι απόλυτα ταυτόσημο με το πνεύμα ενός σύγχρονου Φεστιβάλ, που έχει στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον και καταγράφει το παρόν. Εδώ πραγματικά έχει ανοίξει ο διάλογος για την πρόσληψη του αρχαίου δράματος (που έχει χαρίσει διαχρονικά έργα στο παγκόσμιο θεατρικό γίγνεσθαι), στις σημερινές συνθήκες και την επίδρασή του στον σύγχρονο θεατή, πολίτη, άνθρωπο. Και να παρατηρήσουμε και το εξής, αυτός ο Κύκλος οφείλει να συνεχιστεί για να κρατηθεί ανοιχτός αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας  της σύγχρονης με την κλασική δραματουργία και  ίσως θα μπορούσε και να επεκταθεί και σε άλλα είδη και εποχές (πχ Σαίξπηρ). Γιατί αυτός ο Κύκλος, συμβάλλει και σε κάτι άλλο που δεν είναι ορατό με την πρώτη ματιά: στη στήριξη της ελληνικής δραματουργίας, στους έλληνες συγγραφείς και δημιουργούς.

Θα πρέπει να επίσης να εξάρουμε και την πρωτοβουλία έκδοσης των τεσσάρων αυτών έργων (πέντε με τον «Οιδίποδα» της Maja Zade που παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου) στο πλαίσιο ενιαίας θεατρικής σειράς και μάλιστα στην ελληνική και αγγλική γλώσσα.

Υγ. Τρεις από τις τέσσερις αυτές παραστάσεις , η  «γάλα, αίμα – με αφορμή τη Μήδεια», η «Κρεουργία» και η «Η Φαίδρα καίγεται» θα παρουσιαστούν εκ νέου στη δημοφιλή σκηνή της Πετρούπολης «Μίνως Βολανάκης», στο πλαίσιο του «Διεθνούς Φεστιβάλ Πέτρας» από τις 23 έως τις 27 Σεπτεμβρίου.