Το μυστήριο της ομορφιάς
Ο όρος ομορφιά δεν περιορίζεται στο να εκφράσει μια προσωπική προτίμηση ή εκτίμηση. Γίνεται ένας όρος θεωρητικός, ίσως, ακόμη, και πολιτικός.
Όταν λέμε ότι κάτι είναι όμορφο, λέμε κάτι πιο δυνατό από το “μου αρέσει”.
Στην καθημερινή ζωή, αποκαλούμε πολλά πράγματα όμορφα: την τέχνη, έναν άνθρωπο, μια ιδέα, ένα φυσικό αντικείμενο, μια δράση. Με αυτόν τον όρο, υπάρχει μια παράξενη (ύποπτη ακόμη) φιλοσοφική συναίνεση που δεν απέχει πολύ από την κοινή λογική. Δηλαδή, ότι η ομορφιά είναι καλή, ευχάριστη, εμπνέει αγάπη, θαυμασμό.
Υπάρχουν φυσικά διαφορετικοί πολιτισμικοί συσχετισμοί με την ιδέα της ομορφιάς. Ο γερμανικός όρος schön (όμορφο) εμπεριέχει την προσοχή και την αντίληψη και σχετίζεται με την αγγλική λέξη “to show” (δείχνω, παρουσιάζω).
Η αγγλική λέξη (beauty) προέρχεται από το λατινικό belle, μέσω του γαλλικού (νορμανδικού) biauté που αναφέρεται συνήθως στην φυσική εμφάνιση των γυναικών και θεωρήθηκε ως ένας ακατάλληλος, ειρωνικός, ακόμη και προσβλητικός όρος για να περιγράψει άνδρες.
Ο ελληνικός όρος που πλησιάζει περισσότερο στην ομορφιά είναι το “κάλλος”. Πέρα από την επιφανεικότητα της λατινικής παράδοσης, στα ελληνικά η ομορφιά συνδέεται με την καλοσύνη και την ιδανική ποιότητα.
Η πλατωνική παράδοση ωθεί την ομορφιά στην σφαίρα της ιδανικής σκέψης πέρα από την αντίληψη. Ο Αριστοτέλης επίσης προσεγγίζει την ομορφιά ως μέρος του πραγματικού κόσμου.
Η ομορφιά στην πρώιμη φιλοσοφία αντιμετωπίστηκε ως αφηρημένη μορφή.
Για παράδειγμα, ο Πλάτων τόνισε την a priori (ανεξάρτητη από την εμπειρία) διάσταση της ιδέας της ομορφιάς.
Σε αυτήν την παράδοση, βλέπουμε την φυσική ομορφιά να υποβαθμίζεται. Το ιδανικό της ομορφιάς είναι κάτι που μαθαίνουμε με την πάροδο του χρόνου και είναι κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να μπει σε μια φόρμα.
Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο Σωκράτης περιγράφει την ιέρεια Διοτίμα δείχνοντας τον τρόπο αναγνώρισης του κάλλους και την εκτίμηση της ομορφιάς στην ιδανική και θεϊκή της μορφή.
Η «σκάλα της αγάπης» της Διοτίμα είναι μια αλληγορία της ανάβασης του εραστή στο ιδανικό, που ξεκινά από μια καθαρή, φυσική έλξη προς ένα όμορφο σώμα και φτάνει στη σοφία και στη γνώση της αναλλοίωτης ομορφιάς. Το αιώνιο κάλλος δεν είναι φευγαλέο, δεν ανθίζει και δεν ξεθωριάζει.
Εδώ, ίσως μπορούμε να σκεφτούμε την ομορφιά συνυφασμένη με ένα είδος αιώνιας ευτυχίας παρά με μια περαστική χαρά.
H εξέλιξη της πρόσληψης της ομορφιάς από τη γήινη στην αιώνια και ηθική της διάσταση αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην ωδή του Τζον Κητς “Για Μία αρχαία ελληνική Υδρία”, όταν γράφει:
“Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά /Να τι ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τι χρωστάς να ξέρεις!”
Αναμφίβολα, μπορούμε και σήμερα να δούμε την κληρονομιά αυτής της παράδοσης τόσο στις ποσοτικές προσεγγίσεις της ομορφιάς, όσο και στη διαρκή έμφαση στην ομορφιά ως γνώση για κάτι πέρα από το φυσικό.
Ενώ η ιδέα της ομορφιάς ως αιώνιας, αμετάβλητης, ανεξάρτητης από το μυαλό, άυλης, ιδανικής και γνωστής μόνο μέσω της διάνοιας εντοπίζεται στον Πλάτωνα, η κοινή αντίληψη της ομορφιάς που περιλαμβάνει τάξη, αρμονία και αναλογία, ανιχνεύεται στην πυθαγόρεια ελληνική παράδοση και στα γραπτά του Αριστοτέλη (η έμφασή του στην ισορροπία ως μέτρο).
•Μια διάσημη αναπαράσταση αυτής της προσέγγισης είναι το έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, “Ο άνθρωπος του Βιτρούβιου”(1487).
Ο Βιτρούβιος ήταν ένας Ρωμαίος αρχιτέκτονας που περιέγραψε σε μια πραγματεία του το ανθρώπινο αντρικό σώμα τονίζοντας μια ισορροπία χαρακτηριστικών- ωφελιμότητα, ανθεκτικότητα και ομορφιά.Ο Αριστοτέλης προσέγγισε την ομορφιά ως μέρος της λειτουργίας του πραγματικού κόσμου.
Μπορούμε λοιπόν να δούμε ότι οι φιλόσοφοι στο σύνολο τους δεν ενδιαφέρονται να αποδείξουν τι είναι αντικειμενικά όμορφο. Αντίθετα, τους διακινεί η φύση της ίδιας της ομορφιάς.
Πολύ αργότερα από τους αρχαίους Έλληνες, η ομορφιά εντοπίζεται στο έργο φιλοσόφων όπως ο Καντ και ο Χέγκελ, ως απόλαυση που προκύπτει από την αρμονία μεταξύ του υποκειμενικού γούστου και της καθολικότητας της εκτίμησης.
Αποτέλεσε μεγάλη πρόκληση για τους φιλόσοφους το να μην περιέλθει ο όρος ομορφιά σε έναν ακραίο σχετικισμό και υποκειμενισμό, όπου καθετί είναι δυνητικά όμορφο.
Ο Χιούμ έγραψε σχετικά το 1742: «Η ομορφιά στα πράγματα υπάρχει απλώς στο μυαλό που τα μελετά». Κι ενώ πολλοί φιλόσοφοι προσπάθησαν να διευκρινίσουν την φύση τού τι είναι όμορφο, πολλοί παραμένουν ακόμα δύσπιστοι για την ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίσει την ομορφιά χωρίς προκατάληψη.
Κατά συνέπεια, η φιλοσοφική εστίαση στην ομορφιά έχει μετατοπιστεί στην πολιτική, τη γλώσσα και την ψυχολογία της εξέλιξής της. Αυτή η μετατόπιση της εστίασης σχετίζεται και με τα αβάν γκαρντ κινήματα της τέχνης που απέρριψαν τις κλασικές ιδέες της ομορφιάς.
Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη τέχνη φαίνεται, ότι αναδεικνύει τακτικά την ασχήμια, την κοινοτοπία και την παρακμή. Είναι σαφές, ότι η κλασική ιδέα της ομορφιάς αντικαθίσταται από έργα που αγκαλιάζουν λάθη, φλερτάρουν με το κιτς, το αλλόκοτο. Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς γράφει στο ποίημα του “Πάσχα 1916”
“Ζούμε σε τόπο και σε χρόνο παρδαλό / Αλλάξαν όλα, αλλάξαν εντελώς / Τρομερό κάλλος ήρθε στο φως.”
Ωστόσο, ο Φρίντριχ Νίτσε, ο οποίος αμφισβήτησε τη δυτική φιλοσοφία, απέρριψε την φιλοσοφική προσέγγιση της ομορφιάς . “Το να πει ένας φιλόσοφος πως το καλό και το όμορφο ταυτίζονται, είναι απολύτως παραπλανητικό. Αν θεωρήσει ακόμα, ότι το όμορφο είναι και αληθινό, τότε πρέπει να χαρακτηριστεί ανόητος. Η αλήθεια είναι άσχημη”.