Γράφει η Αντιγόνη Καράλη //

Το αριστούργημα της ελληνικής πεζογραφίας η «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, μετά τη δημοφιλή του πορεία στην κρατική τηλεόραση της δεκαετίας του ’80, ζωντανεύει για πρώτη φορά στη σκηνή τη γενιά του Μεσοπολέμου.

Οι συντελεστές της παράστασης, “Αστροφεγγιά”, που σκηνοθετεί ο Πέτρος Ζούλιας
Οι συντελεστές της παράστασης, Αστροφεγγιά , που σκηνοθετεί ο Πέτρος Ζούλιας

 

Η θεατρική μεταφορά της «Αστροφεγγιάς» ανεβαίνει, σε μια φιλόδοξη για την εποχή παραγωγή, στο θέατρο «Χώρα», από τέλη Οκτωβρίου, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια. Με φόντο τα ιστορικά γεγονότα που περνούν περιθωριακά στη ζωή των ηρώων του, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος περιγράφει τη μοίρα των φτωχών, εργατικών ανθρώπων, που δεν ορίζουν αλλά ορίζονται από τις καταστάσεις.

Εχοντας επίγνωση της «ανηρωικής» ζωής τους, επιδίδονται σ’ έναν αγώνα εσωτερικό, και γι’ αυτό πιο απελπισμένο, που η μόνη του σχέση με τις εξωτερικές καταστάσεις είναι πως καθορίζεται καίρια απ’ αυτές. Ετσι, οι δεσμοί τους με τα περιστατικά της καθημερινής ζωής γίνονται δεσμά.

Οι παράλληλες ιστορίες μιας παρέας νέων παιδιών, οι έρωτες, τα όνειρα, οι συγκρούσεις τους, με φόντο μια ομιχλώδη και δραματική εποχή για την ελληνική ιστορία, αποτελούν τον δραματουργικό καμβά του συγγραφέα. Ανθρωποι και θέματα, που ενώ έρχονται από ένα μακρινό παρελθόν, συναντιούνται στο σύγχρονο παρόν.

Επίκαιρο
Εκτός από τα διαχρονικά αισθήματα του έρωτα, του μίσους, του φόβου, της αγάπης, κοινωνικά θέματα όπως η φτώχεια, η προσφυγιά, η ιδεολογική χρεοκοπία και η πολιτική προδοσία σε αγώνες και οράματα ενός λαού, αποτελούν τη δύναμη και την αυθεντική ταυτότητα του μυθιστορήματος, που σπάει τα όρια του χρόνου και αφορά την Ελλάδα του σήμερα.

Η θεατρική μεταφορά, αντίθετα από την τηλεοπτική, στηρίχτηκε στην «οικονομία, στη συμπύκνωση της αφήγησης. Πέρασε μέσα από την ηθογραφία, αλλά στάθηκε στο δυνατό ψυχογράφημα. Στα εσωτερικά τοπία αυτής της τόσο αταίριαστης αλλά δεμένης, συναισθηματικά, παρέας» εξηγεί ο Πέτρος Ζούλιας.

«Το έργο του Παναγιωτόπουλου, ενώ είναι ένας κόσμος, μια εποχή, δεν έχει ημερομηνία λήξης στις αναγνώσεις του. Γι’ αυτό είναι κλασικό. Γι’ αυτό αφορά και θα αφορά πάντα», διευκρινίζει, για να προσθέσει: «Είχα ανάγκη να βρω ένα ελληνικό έργο που να ακουμπά στην πραγματικότητα που ζω. Να ανασαίνει αυτό τον συλλογικό αναστεναγμό μιας ήττας, μιας προδοσίας. Μια Ελλάδα που έχει γονατίσει από τη φτώχεια και την απαισιοδοξία. Το αριστούργημα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου αποδείχτηκε ένα ικανό όχημα για να ταξιδέψω πάνω του τα κοινωνικά θέματα που μας καίνε καθημερινά».

Κι εξηγεί: «Μια Ευρώπη αμήχανη να βγαίνει από τη σκιά του πολέμου αναζητώντας ταυτότητα και βιωσιμότητα. Μια Ελλάδα εξαθλιωμένη να προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της. Μεγάλες ιδέες και οράματα που καταβαραθρώθηκαν και κρίση. Κρίση παντού. Οικονομική, ιδεολογική, αξιών. Ανεργοι νέοι που φεύγουν. Νέοι που χάνουν τους στόχους τους πριν καν γεννηθούν. Προδομένα όνειρα και ελπίδες».

Την απόδοση, τη διασκευή και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Πέτρος Ζούλιας, τα σκηνικά η Αση Δημητρολοπούλου, τα κοστούμια η Βασιλική Σύρμα, τη μουσική ο Μιχάλης Τρανουδάκης και τους φωτισμούς η Κατερίνα Μαραγκουδάκη.

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Αντίνοος Αλμπάνης, Ιωάννης Παπαζήσης, Μάκης Πατέλης, Μαριλένα Ροζάκη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Σταύρος Σβήγγος, Γιούλικα Σκαφιδά, Χάρης Τζωρτζάκης, Βασίλης Χαρίσης. Στον ρόλο της μητέρας η Ρένια Λουϊζίδου. Συμμετέχει και ο Δάνης Κατρανίδης.

Π. ΖΟΥΛΙΑΣ
Η Ελλάδα παλεύει για αξιοπρέπεια και ελπίδα

Η σύνδεση του έργου με το σήμερα είναι καθοριστική για τον Πέτρο Ζούλια. «Ναι, είδα στο παλιό αγαπημένο μυθιστόρημα την επικαιρότητα που με έπνιγε. Είμαι πατέρας δύο παιδιών με αβέβαιο μέλλον και έχω στις αποσκευές μου αριστερές σημαίες που κουρελιάστηκαν. Μέσα από την ανθρώπινη φωνή του Παναγιωτόπουλου μπορώ σήμερα να εκφράσω κραυγές και ψιθύρους μιας Ελλάδας που απειλείται, μιας Ελλάδας που παλεύει πάλι για την αξιοπρέπεια και την ελπίδα της», τονίζει.

Μάρτυρας
«Ο Παναγιωτόπουλος είναι ένας συγγραφέας πολύ ανθρώπινος. Αντιπροσωπεύει βιωμένες ζωτικές αλήθειες κι έχει τη δύναμη του αυθεντικού μάρτυρα απέναντι στα ιστορικά γεγονότα. Διάβασα το βιβλίο στην εφηβεία κι αργότερα μου ξανασυστήθηκε μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Οι ήρωες του Παναγιωτόπουλου», καταλήγει, «αγαπήθηκαν γιατί είναι αναγνωρίσιμοι και διαχρονικοί. Είναι πρόσωπα της διπλανής πόρτας. Σκυμμένα αλλά και όρθια στην οδύνη τους. Ολοκληρωμένα. Ζωντανά».

 

Πηγή: www.ethnos.gr