της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Πώς γίνεται να σε μαγέψει ένα βιβλίο που δε σου προσφέρει μια δυνατή ιστορία με πάθη, λάθη και σιωπές; Γίνεται όταν αυτουργός είναι ο πολυγραφότατος Iσπανός συγγραφέας Enrique VilaMatas και βιβλίο είναι το εξαιρετικό από κάθε άποψη «Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική»-Eκδόσεις Ίκαρος. Μια φωνή γνήσια, καθαρή, που ξέρει να δίνει νόημα στις λέξεις. Με συνοδοιπόρους το Νίτσε, τον Μανέ, τον Κάφκα, τον Μαλαρμέ, μας καλεί σε έναν ταξίδι στο Κάσελ. Μια πόλη της Γερμανίας που αποφάσισε να ξορκίσει το σκοτεινό παρελθόν της μέσα από την τέχνη και την πρωτοπορία της, διοργανώνοντας από το 1955, τη διεθνή καλλιτεχνική έκθεση Ντοκουμέντα. Φιλοξενώντας το καινούριο, το αδοκίμαστο στην τέχνη και τη σκέψη, ένα φως, επιτέλους, στην άκρη του τούνελ μας. Ο Enrique Vila-Matas, λοιπόν, μας καλεί σε ένα ταξίδι που θα μας κάνει να ξανασκεφτούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο μας.

Έναν κόσμο, τον οποίο διατρέχουμε πια με βήμα βαρύ. Όλα μοιάζουν να έχουν γίνει ήδη κι όλα να έχουν ειπωθεί γιατί όπως «λένε κάποιοι, έχει εξαντληθεί πια όλος ο χρόνος του κόσμου και η ζωή μας είναι η αναμφίβολα παραχαραγμένη και ακρωτηριασμένη ανάμνηση του λυκόφωτος μιας ανεπανόρθωτης διαδικασίας». Μα δεν κάνει βήμα πίσω να αφήσει κάτι καινούριο να γεννηθει. Άκαμπτος, καχύποπτος, αφοριστικός σε ό,τι δοκιμάζει να τον κλωνίσει, δε θέλει ρωγμές στο οικοδόμημά του. Πώς αλλιώς θα παραμείνει όρθιος; Η επανάληψη κανόνας του απαραβίαστος. Η λογική το σύνθημα του και η παγίδα μας.

Σε αυτόν τον κόσμο, λοιπόν, ένα συνηθισμένο πρωινό χτύπησε το τηλέφωνο. Μια άγνωστη φωνή προσκάλεσε έναν διακεκριμένο Καταλανό συγγραφέα να αφήσει την πόλη του, τη ζωή που γνωρίζε τόσο καλά και να πάει στο άγνωστο Κάσελ και να συμμετάσχει στην Ντοκουμέντα 13. Του μιλούσε για τέχνη, πρωτοπορία μα εκείνος ήξερε πως «ανοίγοντας τις πύλες μας στις πρωτοποριακές ιδέες, αρνιόμαστε εμμέσως οποιοδήποτε κάλεσμα στη λογική» κι αρνιόμαστε και τον κόσμο της. Μεγάλη απόφαση. Μεγάλη δοκιμασία. Στην ιδέα πως δεν ήξερε τι τον περίμενε, έχανε τον ύπνο και τον ξύπνιο του. Aν ήταν χαμένος χρόνος, μια πολυτέλεια ανεπίτρεπτη στα εξήντα τρία του χρόνια; Αν οι ομότεχνοι της πόλης του είχαν δίκιο που χλεύαζαν ετούτη την πρωτοπορία; Όχι, εκείνος δε θα γινόταν ένας από τους ηλίθιους που περιγελούν το καινούριο και το ακατανόητο, υπερασπίζοντας τον κόσμο τον παλιό γιατί ήξερε καλά πως «πίσω από τα γέλια και τα κακεντρεχή σχόλια κρύβεται πάντα ζήλια και βρώμικο μίσος για αυτούς που τα παίζουν όλα για όλα προσπαθώντας να κάνουν κάτι καινούριο». Κι έτσι είπε πως θα πάει κι ας του βγει και σε κακό κι έφτασε με όλα τα όχι του και με όλα τα γιατί, για αποσκευές. Σαν το ψάρι έξω από τα νερά του, βγήκε στους δρόμους του Κάσελ και είδε τους ανθρώπους του. Μίλησε. Ρώτησε. Σκέφτηκε πολύ κι ένιωσε άλλο τόσο. Στο κάτω-κάτω «η Ντοκουμέντα 13 είναι κάτι περισσότερο από μία έκθεση, είναι μια ψυχολογική κατάσταση». Δεν του ήταν όμως εύκολο. Κάτι μέσα του κλωτσούσε. Δεν καταλάβαινε ακριβώς, μα προσπαθούσε. Η απουσία της λογικής, που είχε συνηθίσει μια ζωή ήταν η πέτρα, στην οποία σκουντουφλούσε. Κουρασμένος τα βράδια επέστρεφε στο «καταφύγιο περισυλλογής» που είχε στήσει στο δωμάτιό του. Ήθελε το χρόνο του κι ένα κουκούλι να τον προστατεύει από όσα απειλούσαν τα θεμέλιά του. Μα το κουκούλι ήταν διάτρητο και το Κάσελ τρύπωνε, όταν αυτός άλλα σκεφτόταν. Απρόσμενα δρώμενα στο φως και το σκοτάδι, έργα που ο νους δεν έβαζε, ζωντανά, που ανέπνεαν και του μιλούσαν κι ένας κόσμος που ορκιζόταν στην αλλαγή, έκαναν ρωγμές βαθιές στην ασφάλεια και το κουκούλι έγινε σκόνη. Περιπλανιόταν μέρα, νύχτα στο Κάσελ. Τα μάτια συνήθιζαν σιγά-σιγά κι αποζητούσαν κι άλλα. Μια αποβάθρα που τυλίγει η μουσική στο τέλος του δρόμου, ένας λόφος από χούμο που γίνεται ζωή, ζωγραφιές που τρυπώνουν η μια στην άλλη. Το μυαλό έπαιρνε φωτιά. Η μια συζήτηση έφερνε την άλλη κι ο περίπατος να μην τελειώνει και κάθε «φράση που γεννάει να είναι τολμηρή, παράξενη, να μη μοιάζει δικιά μας, μα να είναι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη». Γιατί τα πόδια μας είναι αυτά που ανοίγουν δρόμους. Κι ο ίδιος βήμα το βήμα να γίνεται πιο τολμηρός, παράξενος, νέος ξανά σε έναν νέο κόσμο όπου τέχνη και ζωή πάνε μαζί. Αφέθηκε χωρίς να το καταλάβει στο Κάσελ κι έχασε το βάρος της λογικής αυτού του κόσμου. Και κατάλαβε καλά πως μόνο το καινούριο γεμίζει με φως τη ζωή. Κι αν ο κόσμος ετούτος από καιρό δεν μπορεί, μπορεί η τέχνη. Μπορούν οι άνθρωποι που δεν τρέμουν την αποτυχία και δε ζητάνε τα μπράβο και τη λάμψη, που δοκιμάζουν, τολμούν. Αυτοί θα φέρουν το φως γιατί υπάρχει κι ας μας το κρύβουν. Φως είναι και θα νικήσει.

Κι αυτό το φως δε σβήνει κλείνοντας το βιβλίο. Έχει ανάψει μέσα σου για τα καλά. Και το δικό σου μυαλό έχει πάρει φωτιά. «Το κενό που αφήνει το ιδιοφυές έργο όταν καίει ό,τι μας περιβάλλει, θα είναι πάντα ένα καλο σημείο να ανάψουμε το δικό μας φως.» Και τούτο το βιβλίο είναι πραγματικά ένα ιδιοφυές έργο, από ένα συγγραφέα που έχει τον τρόπο του να σε μαγεύει γιατί ξέρει καλά πως «δε γράφει κανείς για να διασκεδάσει τους άλλους, παρόλο που η λογοτεχνία είναι διασκεδαστική, ούτε για να πει ιστορίες παρόλο που περιέχει ένα σωρό ιστορίες. Γράφει κανείς για να ρίξει τον αναγνώστη. Να τον κυριεύσει, γοητεύσει, σκλαβώσει. Να μπει στο πνεύμα του και να μείνει εκεί. Να τον συγκλονίσει, κατακτήσει.»