της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Το στοιχειώδες δικαίωμα κάθε ζωντανού όντος πάνω σε τούτη τη γη: να εξαφανίζεται δίχως να δίνει λογαριασμό για την εξαφάνισή του…

Το παραδέχομαι. Διάβασα δύο φορές μέσα σε δύο μέρες την “Ξέφρενη Πορεία” του Κριστιάν Μπομπέν και σίγουρα θα τη διαβάσω και τρίτη, ίσως κι απόψε.

-Πες μου πώς είναι να κάνεις τα πρώτα σου βήματα ανάμεσα στα τροχόσπιτα ενός τσίρκου. «Ένα ακόμα κι έφτασες, ένα βήμα, μη σταματάς. Μπράβο τα κατάφερες, μικρή μου!» κι ο θηριοδαμαστής με τη σχοινοβάτισσα να χειροκροτάνε κι ο κλόουν να σου ψιθυρίζει τα ονόματα των αστεριών σε κάθε βήμα.

-Πες μου πώς γίνεται ο πρώτος σου έρωτας στα δύο, δυόμιση σου χρόνια να είναι ένας λύκος με μεγάλα, κίτρινα, μυτερά δόντια κι εσύ να το σκας τις νύχτες για να βρεθείς στην αγκαλιά του; «Ησυχία, μη μιλάτε. Δεν τους βλέπετε; Εκείνη κοιμάται με το κεφάλι φωλιασμένο στην κοιλιά του κι αυτός ούτε που σαλεύει.»

-Πες μου για πού το έβαλες πάλι; Πού θες να πας; Τι θες να αφήσεις; Δε σκέφτεσαι αυτούς που σε αγαπούν.
«Θέλω απλώς να εξαφανιστώ έστω για λίγο και κουβέντα να μην πω.»
Έτσι μικρούλα, κοριτσάκι μια σταλιά με λερωμένο πρόσωπο και ταλαιπωρημένα παπούτσια από τις μικρές εξαφανίσεις της, μου τη σύστησε η Ειρήνη Φαναριώτη, στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και μου είπε πως είναι το «Το κορίτσι του λύκου». Η μικρή Λυσί που άλλαζε ονόματα κάθε που το έσκαγε από την αγάπη των άλλων, η μικρή Λυσί που ορκιζόταν στο στοιχειώδες δικαίωμα κάθε ζωντανού όντος πάνω σε τούτη τη γη: να εξαφανίζεται δίχως να δίνει λογαριασμό για την εξαφάνισή του, η μικρή Λυσί που αγαπούσε έναν λύκο. Την είδα επί σκηνής να μεγαλώνει, να δυναμώνει, να ερωτεύεται, να χάνεται και φτου κι από την αρχή. Μα δε μου έφτασε κι έτσι αναζήτησα το βιβλίο που κρυβόταν πίσω από τις λέξεις. Η ξέφρενη πορεία του Κριστιάν Μπομπέν, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Αιώνα.

-Κι άρχισε το κυνηγητό μου με τη μικρή Λυσί ή Μπελλαντόνα ή Αμάντα ή Κατρίν ή όπως αλλιώς ξαναβαφτιζόταν, ανάμεσα στις λέξεις, στις τελείες και τα κόμματα του βιβλίου του Μπομπέν.

«Ψάξε-ψάξε δε θα με βρεις…

«Θα τρέξω, θα κουραστώ αλλά θα σε βρω μικρή μου κι ας κρύβεσαι στην Αρλ, στο σπίτι μιας νοσοκόμας που αγαπάει τον Σούμπερτ, τον Ραβέλ, τον Βάγκνερ. Σε τσάκωσα μόλις στο Γκρω-ντυ-Ρουά, να δαγκώνεις το χέρι μιας κυρίας και να τρέχεις κι ύστερα να κλείνεσαι σε ένα ασανσέρ κάπου στο Κρετέιγ, με τον Ρεμπώ και τον Μότσαρτ. Ο Ρεμπώ σε ακούει προσεκτικά γιατί σε αγαπάει. Κι ο Ρομάν που πλάγιασες μαζί του για πρώτη φορά κι αυτός σε αγαπάει. Εσύ; Στάσου λίγο, είναι μεγάλο το Παρίσι. Μην τρέχεις. Πού θα σε βρω; Στην αγκαλιά ενός δράκου; Μοιάζει με το λύκο σου. Έχει τα ίδια δόντια. Καταλαβαίνω. Πάλι φεύγεις; Πού πας; Δεν έχει τελειώσει ακόμη το βιβλίο.

«Εγώ είμαι τζιτζίκι και τζιτζίκι θα μείνω.»

-Το παραδέχομαι. Διάβασα δύο φορές μέσα σε δύο μέρες την Ξέφρενη Πορεία και σίγουρα θα τη διαβάσω και τρίτη, ίσως κι απόψε, γιατί καταλαβαίνω κάθε φορά που το κλείνω πως κάτι μου ξεφεύγει. Μια πρόταση που δεν πρόσεξα όσο της άξιζε. Μια σκέψη που δεν ακολούθησα ως το τέλος. Είναι κι αυτές οι φυγές που στερήθηκα που με αναστατώνουν.

-Έμαθα πως η Ειρήνη Φαναριώτη με «Το κορίτσι του λύκου» από Σεπτέμβρη θα γυρίσουν και την υπόλοιπη Ελλάδα για να πουν την ιστορία τους. Καλές περιπλανήσεις και στις δύο.