της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

 

Το πάρτι τέλειωσε για μας. Το πάρτι πια είναι για λίγους. Η Ιφιγένεια Κολλάρου στο βιβλίο της «Ο Τελευταίος του Πάρτυ», Εκδόσεις Λιβάνη, μιλάει με τα λόγια μας, με τις σκέψεις μας, τους φόβους και τις ενοχές μας. Μιλάει για όλα όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια στους δρόμους και τις πλατείες, στα καφέ, τα μπαλκόνια και τα σαλόνια αυτής της πόλης. Έτσι απλά, όπως ξεστομίζουμε την αγανάκτηση και την αγωνία μας για το χτες που άλλα υποσχόταν, για το σήμερα που δεν έχει πια τίποτα να μας τάξει και το αύριο που δε θέλουμε πια να ξέρουμε. Δε μπορούμε. Πού πήγαν οι υποσχέσεις, τα μακρόπνοα σχέδια για ανάπτυξη και ευημερία; Όλαν έβαιναν καλώς και λεφτά υπήρχαν. Πού πήγαν; Το πάρτι έλαβε τέλος. Έτσι ξάφνικα. Κάποιος έκλεισε τη μουσική την ώρα που χορεύαμε μεθυσμένοι. Ποιος γύρισε το διακόπτη; Δε χορτάσαμε. Θέλαμε κι άλλο. Ένα τραγούδι ακομα. Έστω ενα.

Πάμε να φύγουμε σου λέω. Χάσαμε δεν το βλέπεις; Μας πέταξαν έξω. Μας έκλεισαν την πόρτα στα μούτρα. Τι περιμένεις; Να σου ανοίξουν; Πάρε τσιγάρο. Πάρε και φωτιά κι έλα να καθίσουμε απέναντι. Εκεί που γελούσαμε κάποτε μεθυσμένοι. Σχεδόν ευτυχισμένοι. Δε φεύγαμε πριν ξημερώσει. Πριν αδειάσει το μπουκάλι, πριν χορέψουμε το τελευταίο κομμάτι. Θυμάσαι; Ξενύχτια και συζητήσεις και γέλια και δάκρυα καμιά φορά αλλά εκείνα τα δάκρυα ήταν αλλιώς. Είχαν τη γλύκα του περαστικού, τη γλύκα της επόμενης μέρας που ξέραμε πως θα είναι καλύτερη. Το έλεγαν όλοι σοφοί, πολιτικοί, γείτονες, αφεντικά και φίλοι. Ακόμα κι η δουλειά, δεν έμοιαζε ακόμα δουλεία. Το τυράκι έκρυβε τη φάκα για τα καλά. Πολλές ώρες, πολλά λεφτά. Λεφτά που έφταναν να γεμίσουν τα κενά, την κούραση, τις ώρες που απέμεναν και με το παραπάνω. Κι έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Το ένα έφερνε το άλλο. Σπουδές, βόλτες μέσα στη νύχτα, χορός μέχρι το πρωί, ταξίδια. Πριν το καταλάβουμε ήρθε κι η δουλειά μα δε σταμάτησαν οι βόλτες, τα ταξίδια, τα ξενύχτια. Όλα στι κόκκινο και τρέχαμε να τα προλάβουμε κι ο καιρός περνούσε πιο γρήγορα από όσο μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μας. Και τα χρόνια έφευγαν και φεύγαμε κι εμείς. Μα δεν το παίρναμε χαμπάρι. Περνούσαμε καλά κι αν κλωτσούσε κάτι εντός υπήρχε το «δε βαριέσαι», υπήρχε και το αύριο. Αχ, αυτό το αύριο, πόσο μου έχει λείψει. Το περιμέναμε σε παραλίες αυγουστιάτικες, στις μεγάλες λεωφόρους τρέχοντας με εκατό, το περιμέναμε κι εδώ που καθόμαστε με ένα ποτό στο χέρι. Θυμάσαι; Έμοιαζε πάντα ρόδινο και μας χωρούσε όλους. Μας περιμένε υπομονετικά κι εμείς χορεύαμε, γελούσαμε και λέγαμε πολλά. Πολλά «θα», πολλά σου λέω και γιατί όχι όλα ήταν στο χέρι μας και συνεχίζαμε.
Ώσπου μας είπαν, «Ελάτε να παίξουμε ένα παιχνίδι». Και πήγαμε. Δεν είχαμε κάτι να φοβηθούμε. Είχαμε παίξει ένα σωρό. Κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα και μπουκάλα. «Θα παίξουμε ένα παιδικό παιχνίδι», μας είπαν, «μουσικές καρέκλες το λένε και είναι απλό. Μουσική, παρακαλώ.» Βάλανε τις καρέκλες στη μέση. Σταθήκαμε κι εμείς μπροστά τους. Θα τρέχετε, θα χορεύετε γύρω γύρω κι όταν σταματήσει η μουσική θα καθήσετε στην πρώτη καρέκλα που θα βρείτε. Ποιος θα έλεγε όχι; Κι η μουσική δυνάμωσε κι όλοι τρέχαμε κάποιοι κάναμε και φιγούρες χορευτικές. Στοπ. Η μουσική σταμάτησε απότομα. Καθήσαμε στην πρώτη καρέκλα που βρήκαμε. Γελάσαμε πολύ. Ωχ, κοίτα αυτός δεν πρόλαβε. Δε βρήκε καρέκλα. Το είχαμε ξεχάσει αυτό. Οι καρέκλες δεν ήταν για όλους. Κρίμα τον καημένο, τον χαιρετήσαμε. Δεν πειράζει, θα ξαναμπεί στο δεύτερο γύρο. Δεν υπάρχει; Όποιος χάνει, βγαίνει. Τον πέταξαν έξω. Του έκλεισαν την πόρτα. Παγώσαμε για λίγο. Για λίγο μόνο. Έβγαλαν μια καρέκλα. Κι η μουσική δυνάμωσε ξανά. Εμείς θα τα καταφέρναμε. Ήμασταν γρήγοροι, νέοι, δυνατοί και τρέχαμε. Κι η μουσική σταμάτησε πάλι. Κι έφυγε κι άλλος κι ύστερα ακόμα ένας. Κι οι καρέκλες λιγόστευαν και τα χρόνια περνούσαν και το πάρτι συνεχιζόταν. Κι εμείς, εκεί, απτόητοι. Κάποτε κουραζόμασταν αλλά αφου κερδίζαμε, σιγά. Κι όσο περνούσαν οι ώρες, οι μέρες κι ο καιρός, η μουσική σταματούσε, όλο και πιο γρήγορα κι εμείς τρέχαμε να πιάσουμε καρέκλα, όλο και πιο συχνά κι οι γύρω μας χάνονταν ξαφνικά. Ούτε να χαιρετήσουμε δεν προλαβαίναμε. Μόνο τρέχαμε με το βλέμμα στην καρέκλα. Και το παιχνίδι έπαψε να είναι παιχνίδι. Κι οι γύρω μας αγρίεψαν. Έσπρωχναν. Έβαζαν τρικλοποδιές. «Δική μου είναι. Εγώ κάθησα πρώτος.» Κι οι καρέκλες άρχισαν να πέφτουν κάτω. Να πέφτουμε κι εμείς. Να τις σηκώνουμε για να συνεχίσουμε. Κοιτούσαμε σαστισμένοι. Τι κάνουν; Σίγουροι για τις δυνάμεις μας, όμως συνεχίζαμε. Εντάξει δυο τρεις φορές ζοριστήκαμε αλλά τα καταφέραμε. Είχαμε εμπειρία. Τρόπο. Ανίκητοι ακολουθούσαμε τη μουσική και τα παραγγέλαματα. Καθίστε. Σηκωθείτε. Τρέξτε. Κάποια στιγμή, μου είπες, κουράστηκα. Και σου είπα, να κάνεις το σταυρό σου που είσαι εδώ. Δε μπορώ, μου είπες. Θέλω να δοκιμάσω άλλο παιχνίδι. Δεν υπάρχει, σου είπα. Ε, τότε να φύγω. Μα η μουσική ξεκίνησε πάλι και ξεχάστηκες. Ώσπου έφυγε ο διπλανός σου. Μα πως έγινε, ήταν ο καλύτερος. Ο πιο δυνατός, αυτός μας έμαθε το παιχνίδι. Κι ύστερα βγήκε το κορίτσι που με κράταγε να μην πέσω. Κάποιος με κλώτσησε μα κρατήθηκα. Εσύ δε μπόρεσες. Σε έριξαν κατω. Έτρεξα να σε πιάσω. Πάει η καρέκλα μου και μας έδειξαν την πόρτα. Περάστε έξω. Το πάρτι τελείωσε για σας. Το πάρτι είναι για λίγους, για πολύ λίγους πια. Δεν χωράμε όλοι. Μα είναι παιχνίδι. Λάθος καταλάβατε. Δεν ήταν ποτέ. Εσείς παίζατε κι εμείς διασκεδάζαμε. Περάστε έξω. Και περάσαμε. Και βρεθήκαμε εδώ. Άναψε τσιγάρο και στάματα να κοιτάς την πόρτα. Δε θα ανοίξει. Έγινε τοίχος πια για μας. Πάρε μια άνασα βαθιά και βγάλ’ την και βγάλε μαζί της κι όλα αυτά. Χρόνια πολλά. Μη μετράς πόσα. Ξέρασε τα με ότι κουβαλάνε και μην κρύβεσαι από σένα. Όλα δικά σου είναι. Κι εσύ που είσαι μέσα σε όλα αυτά; Ίσως πουθενά. Δεν το χες καταλάβει; Πού να βρεις χρόνο. Δεν υπήρχε. Τώρα θα έχεις, αν τον θες. Πάρε μια ακόμα ανάσα βαθιά. Πρέπει να καθαρίσει το μέσα μας για να χωρέσει το καινούριο. Κι αν θες να κλάψεις, κλάψε. Θα αδειάσει κι άλλος χώρος. Και τώρα σήκω και πάμε. Σε λίγο ξημερώνει. Τι θα φέρει; Δεν έχω ιδέα. Ποτέ δεν είχα. Τουλάχιστον τώρα το ξέρω και δεν παραμυθιάζομαι. Δε με παίρνει. Δε μας παίρνει, σου λέω. Δεν έχει νόημα.

Για το πάρτι που τέλειωσε μας μιλάει η Ιφιγένεια Κολλάρου. Κι οι ήρωές της, φίλοι μας από τα παλιά. Ο Μάριος, ο Ορέστης, η Στέλλα, η Περσεφόνη, η Αλίκη, ο Πάρης. Τα έχουμε πει και τα έχουμε πιει μαζί τους. Τους ξέρουμε καλά. Καθόμαστε απέναντι, μαζί τους. Κοιτάζουμε την πόρτα που έκλεισε κι αναρωτιόμαστε, τι πήγε στραβά. Ο γυαλός ήταν στραβός; Εμείς; Δε λένε όπου κοιτάς εκεί θα πας; Εμείς δεν κοιτούσαμε. Με τα μάτια κλειστά προχωρούσαμε. Δε χρειαζόταν, έβλεπαν οι άλλοι για μας και μας αρκούσε. Μα το πάρτι τέλειωσε και τα μάτια άνοιξαν ξαφνικά και πονάνε λίγο. Θα συνηθίσουμε. Άλλη επιλογή δεν υπάρχει, ούτε δρόμος. Βάλε μόνο λίγη μουσική και πάμε.

… Bye bye love
Bye bye happiness
Hello loneliness
I think I’m gonna cry…