της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Με το βιβλίο της «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα», Εκδόσεις Καστανιώτη, η Ρέα Γαλανάκη μάς γυρίζει πίσω στο κοινό μας παρελθόν. Στους μύθους που έχτισαν τον κόσμο που ζούμε. Ζωντανεύει τον Οιδίποδα και τον Ιούδα μαζί. Τους βλέπουμε να γεννιούνται και να ανδρώνονται, να κάνουν λάθη που δεν είναι δικά τους και να τα χρεώνονται σαν αμαρτίες βαριές για το γένος. Βλέπουμε και τη Μάρθα, την ηρωίδα της να γυρίζει πίσω στις ρίζες, σε ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης, για να πληρώσει «λάθη» ενός παρελθόντος που δε διάλεξε ούτε αυτή. Κι όλες οι ιστορίες γίνονται ένα. Κι όλα τα κρίματα καίγονται στη φωτιά που φουντώνει κάθε Ανάσταση σε εκείνο το χωριό, στο κάψιμο του Ιούδα. Ένα έθιμο τόσο παλιό όσο κι εμείς. Τόσο παλιό όσο κι η ανάγκη μας να βρίσκουμε έναν Ιούδα βολικό, να κουβαλήσει τα λάθη όλων. Πετροβολήστε τον, του αξίζει!

Σε λέγανε Οιδίποδα, Ιούδα, μια φορά κι έναν καιρό. Σε λένε Μάρθα, Πέτρο ή όπως αλλιώς. Δεν το διάλεξες. Προλάβαν άλλοι, η μάνα σου, ο πατέρας σου. Κανείς δε σε ρώτησε. Ποτέ δε σε ρωτάνε. Μόνο σε φέρανε εδώ, όποιος κι αν ήσουν κάποτε, όποιος κι αν είσαι τώρα. Σε τούτο τον τόπο τον σκληρό, σε γέννησαν που είναι γεμάτος πέτρες κι αγκάθια ξερά, να τον διαβείς ξυπόλυτος, γυμνός. Νερό δεν έχει να πλυθείς, τις πληγές να καθαρίσεις. Κι αυτές δεν κλείνουν. Τρέχεις. Τα πόδια σου παίρνουν φωτιά. Θέλεις να φύγεις, να χαθείς, με τα μάτια κλειστά να μη βλέπεις, να μη θυμάσαι. Μα αν τα άνοιγες για μια στιγμή, θα καταλάβαινες πως βήμα δεν έχεις κάνει. Είναι βαρύ το φορτίο τους, πού να πας; Τους κουβαλάς από την πρώτη σου μέρα κι οι ώμοι σου δεν το αντέχουν. Δε σε βύζαξαν μόνο γάλα τα γονικά σου, σου έσταξαν τα λάθη και τα πάθη τους, σε τάισαν τους φόβους τους. Τη δίψα σου, την έσβηνε το ίδιο τους το αίμα. Κανείς δεν έρχεται άσπιλος σε αυτό τον κόσμο. Κανείς δεν μπαίνει λευκή σελίδα, στα γραμμένα του.

Νομίζεις πως ορίζεις τον δρόμο σου, εσύ και μόνο εσύ, μα τα γραμμένα δουλεύουν στη σκιά και φτιάχνουν τα δικά σου μονοπάτια. Ποιος σκάρωσε ετούτα τα γραμμένα; Αν δε γυρίσεις το κεφάλι πίσω, δε θα το μάθεις. Δε θα μάθεις ιστορίες που έρχονται από μακριά κι έγιναν ένα, με τα δικά σου καινούρια και παλιά. Ιστορίες που γράφτηκαν εχθές κι οι σελίδες είναι ακόμα νωπές.Πρόσωπα σε φωτογραφίες κιτρινισμένες. Ένας καθρέφτης σπασμένος. Ένα παγούρι τρυπημένο. Αυτά είναι τα βήματά σου. Πατάς πάνω τους κι εκείνα σε γυρίζουν πίσω. Ίσως κάτι να χρωστάς. Γι’ αυτό σου λέω. Στάσου. Δεν ήρθε η ώρα να ανοίξεις φτερά. Πάρε το απόφαση και μείνε επιτέλους να πληρωθούν οι λογαριασμοί , να κλείσουν τα κιτάπια, να μάθεις από πού βαστάει η σκούφια που φοράς. Δεν γίνεται αλλιώς

Είναι επικίνδυνες οι επιστροφές και κάποτε μυρίζουν αίμα. Αίμα αθώων μα κι αίμα φθονερό. Ό,τι προστάζει η στιγμή. Ό,τι ζητάει για θυσία. Θυσία στα συρτάρια που έμεναν κλειστά, θυσία στα στόματα που σώπαιναν για χρόνια. Μα το κακό είναι ακόμα εδώ κι ο ούριος άνεμος δεν έχει φυσήξει. Πώς τα έφερε έτσι ο ερχομός σου, Μάρθα, πίσω στης μάνας σου την πατρίδα; Πώς γίνανε κουβάρι οι μύθοι οι παλιοί με τα ξεχασμένα της γενιάς σου κι ανταριάστηκες τόσο; Σήκωσες ανάστημα, φωνή και τους ξύπνησες όλους. Δεν ήθελαν. Είχαν όλοι βολευτεί. Στο είπαν, στο έδειξαν τόσες φορές. Πώς περίμενες να τελειώσει αυτό το πανηγύρι; Ο νόμος των πολλών είναι ο μόνος νόμος. Αν δεν είσαι ένας από αυτούς, έλεος δεν υπάρχει. Θα σε βαφτίσουν Ιούδα, οι άνθρωποι και θα σε ρίξουν στη φωτιά, το βράδυ της Ανάστασης να ξεπλυθούν τα κρίματα αιώνων. Θα στα φορέσουν κουρέλια, ετούτα τα κρίματα. Θα κάνουν τη λύσσα τους στουπί και τη φωτιά στα πόδια σου, θα ανάψουν. Αν δε γίνεις στάχτη, δε θα σε ξεκρεμάσουν. Όμως όσες φωτιές κι αν ανάψουν, όσες φορές κι αν τα κάψουν, σε όποιον Ιούδα βρουν βολικό, τα κρίματα είναι θηλιές που τις φοράνε στις επόμενες γενιές. Θηλιές που πνίγουν.

-Κλείνοντας το βιβλίο, μπορείς να πεις πως όλα τούτα είναι ένα παραμύθι από τα παλιά, που ίσως ζει μόνο σε ξεχασμένα χωριά και δεν αγγίζει της πόλης μας τα ήθη. Νομίζουμε πως κάναμε το τσιμέντο και την άσφαλτο ασπίδα. Πως με το θόρυβο της πόλης ζαλίζουμε το ριζικό, σε έναν τόπο που κάνεναν δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει. Ψέματα που μας λέμε. Το χτες δεν είναι μια φωτογραφία ξεχασμένη στο συρτάρι. Είναι ζωντανό κι αν δεν αρπαξεις το σπαθί να λύσεις το δεσμό, σκλαβώνεις το αίμα που θα έρθει. Πόσο όμορφα μας το θύμισε η Ρέα Γαλάνακη, επιστρατεύοντας τον Ιούδα, τον Οιδίποδα και μια ιστορία από της Κρήτης τα βάθη που μοιάζουν τόσο κατά βάθος, όσο όλες οι ιστορίες του κόσμου.