του Παύλου Θ. Κάγιου //
 
Ο σκηνοθέτης του «Λευκού θεού», ο Ούγγρος Κορνέλ Μουντρούτσο, σκηνοθετεί την οδύσσεια ενός νεαρού Σύρου μετανάστη που πυροβολείται από την αστυνομία όταν προσπαθεί να διασχίσει τα σύνορα της Ουγγαρίας.
Τρομοκρατημένος και σοκαρισμένος, ο τραυματισμένος Αριάν ανακαλύπτει – προς μεγάλη του έκπληξη – ότι έχει πλέον την ικανότητα να αιωρείται. Στο στρατόπεδο όπου κρατείται, οι υπερδυνάμεις του τραβούν την προσοχή ενός διεφθαρμένου γιατρού που τον στέλνει στο νοσοκομείο κι από εκεί τον φυγαδεύει. Στο κατόπι τους, ένας οργισμένος συνοριακός αστυνομικός έχει εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για να τους συλλάβει. Η φιλοσοφία των σουρεαλιστών του μεσοπολέμου ως πολιτικός συμβολισμός των διαλυμένων συνόρων της εποχής μας με ένα  ξεχωριστό σενάριο γραμμένο από τον σκηνοθέτη και την Κάτα Γουέμπερ, δυνατή μουσική του Γιεντ Κουρζέλ και ατμοσφαιρική φωτογραφία του Μαρσέλ Ρεβ.
Σκηνοθεσία: Κορνέλ Μουντρούτσο
Παίζουν: Ζόμπορ Γιέγκερ, Γκιόργκι Τσερχάλμι, Μεράμπ Νινίτζε
 
Ο σκηνοθέτης Κορνέλ Μουντρούτσο απαντώντας στην ερώτηση γύρω από τα συναισθήματα που του προκάλεσε η προσφυγική κρίση δηλώνει: “Συνδέθηκα με το ζήτημα των προσφύγων όταν έκανα μια θεατρική εγκατάσταση για το «Winterreise» του Schubert (Winter Journey). Η Ευρώπη ήταν στην αρχή της κρίσης. Ενώ φτιάχναμε την ταινία, πήγαμε σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στο Bicske για μία ή δύο εβδομάδες και προσπάθησα να δουλέψω μέσα από τις εμπειρίες μου εκεί – και το έκανα πάντα αυτό στις ταινίες μου. Έχω την εντύπωση ότι με μία αίσθηση που μοιάζει ξένη, διαφορετική, μπορείς να σκεφτείς καλύτερα. Υπήρχε ένα είδος παράξενης ιερότητας στους ανθρώπους εκεί, επειδή έχουν τοποθετηθεί εκτός χρόνου και χώρου. Η εικόνα ή η αλληγορία της στέρησης είναι πολύ κοντά στη χριστιανική λειτουργία που είμαστε εξοικειωμένοι και μεγαλώσαμε. Δεν έχουν ούτε παρελθόν ή μέλλον – έχουν το παρόν, αλλά είναι επίσης αβέβαιο. Κάνεις τους, ούτε καν ήξερε αν είναι ο εαυτός του ακόμη, αν είναι το ίδιο πρόσωπο πριν φύγει ή κάποιος διαφορετικός στη διάρκεια του ταξιδιού του. Δεν μπορεί κανείς να το παρατηρήσει αυτό χωρίς αλληλεγγύη. Αυτό θα ήταν απάνθρωπο.”
 
Βιογραφικό του Κορνέλ Μουντρούτσο
 Με έντονη φεστιβαλική παρουσία, ο Κόρνελ Μουντρούτσο, τολμηρός και πολυπράγμων, ανήκει στην αφρόκρεμα των νέων Ευρωπαίων δημιουργών. Βαδίζοντας στα χνάρια των συμπατριωτών ομότεχνών του Μπέλα Ταρ και Μίκλος Γιάντσο, τον οποίο μάλιστα θεωρεί έναν από τους μέντορές του, ο Μουντρούτσο προτείνει ένα ελεύθερο σινεμά χωρίς προκαθορισμένους κανόνες και αυστηρές αφηγηματικές γραμμές. Οι εικόνες του είναι σκληρές, συχνά στα όρια του γκροτέσκ, αλλά ταυτόχρονα γεμάτες αισθησιασμό και λυρισμό.
 
Στην ταινία του «Λευκός Θεός» η 13χρονη ηρωΐδα επαναστατεί, ενώ ο πιστός της σκύλος ηγείται μιας εξέγερσης των τετράποδων εναντίον των ανθρώπων, σε μια αλληγορική «δήλωση αλληλεγγύης για τους περιθωριοποιημένους και τους καταπιεσμένους», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης. Η ταινία αυτή θεωρείται το αριστούργημά του.
 
Ο Μουντρούτσο δεν διστάζει να αποκαλύψει τις σκοτεινές όψεις της ανθρώπινης φύσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το φιλμ «Tender Son – The Frankenstein Project», όπου ο σκηνοθέτης αντλεί έμπνευση από το μύθο του Φρανκενστάιν για να αφηγηθεί το ξέσπασμα βίας ενός 17χρονου που νιώθει ανεπιθύμητος από την ίδια του την οικογένεια. Ακραίες καταστάσεις αποτυπώνει και το δραματικό φιλμ «Delta» (2008, βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Καννών), μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο ετεροθαλή αδέλφια με φόντο τις όχθες του Δούναβη.
 
Από την άλλη, το μιούζικαλ «Johanna» (2005) εκπλήσσει ως μια μοντέρνα εκδοχή της ιστορίας της Ζαν ντ’ Αρκ, ενώ άλλο ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ωμού ρεαλισμού είναι και το φιλμ «Pleasant Days» (2002, βραβείο Αργυρή Λεοπάρδαλη στο φεστιβάλ Λοκάρνο), με επίκεντρο μια παρέα νεαρών σε οικονομική και ηθική παρακμή.