της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Ετούτο το φθινώπορο δε λέει να παραδοθεί στο γκρίζο και στη συννεφιά. Έχει στυλώσει τα πόδια. Αρνείται. Μέσα Οκτώβρη και μέρες γεμάτες ήλιο, φέρνουν νύχτες γλυκιές πολύ που ζητάνε βόλτες κάτω απο τις λάμπες των δρόμων, ζητάνε τραγούδια, ζητάνε ποίηση. Μα η ποίηση είναι ένας έρωτας που απαιτεί σώμα και ψυχή κι όχι μια νύχτα μόνο. Είναι ένας έρωτας δύσκολος που του αντιστεκόμαστε, δεν αντέχουμε τόσο δόσιμο, τόσο δέσιμο κι όλο σκαρφιζόμαστε εμπόδια κι όλο βρίσκουμε κάτι «δεν». Δεν έχω χρόνο, δεν καταλαβαίνω, δεν είναι για μένα. Για μένα που βιάζομαι, που πιέζομαι κι έχω πια τόσο λίγα να δώσω. Για όσους αντιστέκονται ακόμα, λοιπόν, νομίζω πως υπάρχει φάρμακο, το «Ἐκτὸς σχεδίου» της Κικής Δημουλά – Εκδόσεις Ίκαρος. Ένα τετράδιο στιγμών πότε καινούριων και πότε παλιών, άλλωστε ο χρόνος δεν είναι μια γραμμή, ρόδα είναι και γυρίζει κι όλο φέρνει τα πίσω, μπρος.

-Το αγαπώ πολύ αυτό το βιβλίο. Δεν το έβαλα ποτέ στη μεγάλη βιβλιοθήκη πλάι στα υπόλοιπα. Πάντα δίπλα μου είναι. Να του ρίχνω μια ματιά. Να το ανοίγω τα πρωινά και να παίρνω μαζί μου πριν φύγω, την πρώτη εικόνα που θα δω, την πρώτη λέξη, έτσι, για καλημέρα. Και τώρα που θέλω τόσο να μιλήσω γι’ αυτό, να μη βρίσκω τις λέξεις, να μην ξέρω τι να πω. Το παίρνω στα χέρια κι ανοίγω στη σελίδα δεκάξι. Ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια κρέμεται από τις λέξεις. Καινούρια και γυαλιστερά, όπως τα ήθελε και τα ζητούσε, ξανά και ξανά. Μα τι ξέρει ένα παιδί; Το σημαντικό είναι να είναι γερά κι ας είναι χοντροκομμένα κι ας είναι μουσταρδί. Κουβέντες μεγάλων. Σοβαρές. «Θα σου βάλουμε κι ένα κόκκινο κουμπί, έτσι για να μη λες». Μα το κουμπί ξηλώθηκε και κύλησε στο χώμα. Πώς να κολλήσει το κόκκινο με το μουσταρδί; Ούτε αυτό δεν το αντέχει, πώς να το αντέξει ένα παιδί και πώς να το ξεχάσει.

Γυρίζουν οι σελίδες κι ένας πόθος φουντωτός πρέπει να ξεκολλήσει από την είσοδο του σπιτιού. Αρκετά. Το να έχει κανείς τόσα χρόνια τον ίδιο πόθο και σκόνη πιάνει κι αράχνες. Πόσο να αντέξει κι αυτός, πόσο να αντέξεις κι εσύ;

Λίγες σελίδες πιο κάτω, ένα ασθενοφόρο χαλάει τον κόσμο και ζωντανεύει την εικόνα του Χαράλαμπου, του ορφανού του ξαδέρφου που έφυγε τραυματιοφορέας από τη ζωή και που έβρισκε τα πάντα ωραία κι ας ήταν όλα γκρι, γεμάτα πρέπει, γεμάτα μη. Να κι ο θείος Ευγένιος με τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα. Ήρθε επιτέλους κι έφερε τη χαρά. Μα τι άλλο έφερε πάλι και βρωμάει; Ψάρια; Γρήγορα στην κουζίνα, θα χαλάσουν. Κι η χαρά της μάνας να γίνεται οργή πάνω από το τηγάνι. Πάλι θα καθαρίζει την κουζίνα. Αχ, κι η γειτόνισσα που λέει φτάνει πια δεν μπορώ, η ζωή δε χορταίνει με το χρέος μόνο. Θα τρελαθώ. Κι η κυρα-Κούλα που βαρέθηκε να είναι το κάγκελο που θα κρατηθεί ο Απόστολός της. Κουράστηκε, δε θέλει. Λες η ευτυχία να είναι, τελικά, κάτι λίγο καλύτερο από το πολύ χειρότερο; Λες να είναι μόνο αυτό;

Όχι, δεν μπορεί. Να, μια βεράντα καλοκαιρινή μόλις απαλλάχτηκε από ένα κλωνάρι λεμονιάς και η οθόνη τού απέναντι θερινού σινεμά, όλη δική της πια και τα βράδια αλλά και τα πρωινά. Σελίδα ενενήντα τέσσερα. Δεν είναι ευτυχία αυτό; Ένα πουλί χτυπάει επάνω της. Τραντάζεται. Μη, για το Θεό, το βράδυ μάς περιμένουν δράματα, έρωτες, ένοχοι και πιστολιές ένα σωρό. Το έργο είναι κατάλληλο. Φύγε, θέλω να το δω.
Να και το ζευγάρι που χορεύει μόνο, στην πίστα. Σελίδα εξήντα εννιά. Αυτό κι αν είναι χαρά. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι δήθεν χορεύουν, κρατάνε το ρυθμό μα αλλάζουν κόσμο και το ξέρουν κι οι δύο. Πετούν πάνω στο χαλί της μουσικής. Χάνονται. Πάρτε με μαζί σας, θέλω, επιτέλους, να εκλείψω κι εγώ από το βοριαδάκι που μου την έχει στημένη στη γωνία κι από το απόγευμα που όλο πλησιάζει κι από τα πρέπει που χρόνια κουβαλώ. Μη με αφήνετε εδώ. Κι αν δεν με πάρετε μαζί, εγώ θα ψάξω τα πουλιά που φέρνουν την άνοιξη, κάπου στη σελίδα ογδόντα εφτά, με όλη την ακαταστασία της και όλη του κόσμου τη χαρά. Δε θέλω άλλη Πέμπτη απόγευμα και καιρό βροχερό. Δεν μπορώ.

-Ποίηση ατόφια, δυνατή. Ποίηση παντού, σε κάθε στιγμή. Αυτό σου λέει, με όλες τις λέξεις και με όλες τις ιστορίες του, ετούτο το βιβλίο. Ναι, είσαι κι εσύ ένας ποιητής κι ας μη στο αναγνώρισε ποτέ, κανείς. Κι αυτό σου λέει. Και σου θυμίζει όσα αφήνεις να περνάνε στα ψιλά, ένα χάδι, ένα λεπτό φιλί, μια θύμηση που λίγο γρατζουνά, γιατί, να, ήρθαν καινούριοι λογαριασμοί, να, το ξυπνητήρι πάλι χτυπά και το αμάξι χάλασε ξανά. Όλα και όλοι σε ζητούν εδώ, σε απαιτούν εκατό τα εκατό, να τρέχεις, να ιδρώνεις, να χάνεις κάθε μέρα κι από κάτι. Σε ένα συρτάρι κλειδωμένο ένα σημείωμα παλιό, μια βραδιά σε ένα σινεμά θερινό, ένα ζευγάρι που αγαπιέται στου δρόμου τη γωνιά. Αυτά να χάνεις. Αυτά, τα πιο ψιλά γράμματα της ζωής, που έρχεται να στα θυμίσει πάντα ένας ποιητής. Μια ποιήτρια εδώ, με λόγο πεζό, μα βαθιά ποιητικό. Κι αν τη φοβάσαι την ποίηση, αυτό το βιβλίο μην το φοβηθείς. Μιλάει με τις σκέψεις που πνίγεις. Όλες εδώ θα τις βρεις. Καλημέρα.