Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Τρέχεις εδώ και χρόνια άσκοπα σε ένα αμερικάνικο τοπίο. Όχι γιατί βιάζεσαι αλλά γιατί ο δρόμος είναι έρημος. ‘H μάλλον, σχεδόν έρημος, αφού μπροστά σου στο βάθος βλέπεις να περνάνε Ινδιάνοι πάνω στα άλογά τους, ακέφαλοι, ο ένας πίσω από τον άλλο, όμως εσύ, όσο και να τρέχεις κατά πάνω τους, ποτέ δεν φαίνεται να τους πλησιάζεις.

Πιο πέρα, πάντα ακίνητα και γυμνά, τα βράχια από ασβεστόλιθο της Σιέρα Νεβάδα.

Στον αέρα ακούγεται μπουκωμένο και μονοφωνικό κάτι που μοιάζει με το “Ω Σουζάνα” μπερδεμένο με πιστολιές, καλπασμούς και χλιμιντρίσματα και όλα μαζί τσακώνονται για το πώς θα καταφέρουν να φτάσουν στ’αυτια σου.

Σύντομα έρχεται η ώρα να καταλάβεις πως ούτε εσύ τρέχεις. Είσαι καρφωμένος στο ίδιο σημείο, κουνιέσαι μπρος πίσω και νομίζεις ότι τρέχεις. Ούτε στ’ αλήθεια βρίσκεσαι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Γούντυ Γκάθρυ, είναι ένας τεράστιος τόπος που απλώνεται από την Καλιφόρνια μέχρι την Νέα Υόρκη και από τα δάση του Καναδά μέχρι τον Κόλπο του Μεξικού, ενώ για σένα, όταν ήσουν μικρός, ένας τεράστιος τόπος που δεν ήξερες από πού ακριβώς ξεκινάει αλλά τέλειωνε στο περίπτερο της πλατείας 60 μετρά μακριά από το σπίτι σου, εκεί που σε περίμενε ένα ηλεκτρικό πολυεστερικό άλογο που δούλευε με δεκάρικα.

kafantaris mesiΤο καβάλαγες, έπιανες το περίστροφο που στεκόταν κολλημένο πάνω από την χαίτη του και κουνιόσουν μηχανικά μπρος-πίσω, και καλά “καλπασμός”, μπροστά σε ένα μεγάλο κουτί-βιτρίνα. Πίσω από το τζαμάκι ήταν ζωγραφισμένα κάτι τσίγκινα γυμνά βουνά και βράχια σε στυλ Σιέρα Νεβάδα. Μπροστά έτρεχαν καρφωμένοι πάνω σε μια σιδερένια αλυσίδα που δούλευε κυκλικά και μονότονα, πλαστικοί ινδιάνοι για να κάνεις ότι τους πυροβολείς. Έναν από αυτούς μάλιστα τον θυμάσαι να περνάει χωρίς κεφάλι γιατί το παιχνίδι ήταν παλιό και είχε φθορές, δύο λαμπάκια στις γωνίες σε καθήκοντα ήλιου – το ένα καμμένο μόνιμα – φώτιζαν το σκηνικό μέσα στο κουτί και από ένα κρυμμένο ηχείο ακουγόταν μπουκωμένο και μονοφωνικό κάτι που έμοιαζε με το ”Ω Σουζάνα” μαζί με πιστολιές, καλπασμούς και χλιμιντρίσματα και όλα μαζί τσακώνονταν για το πώς θα καταφέρουν να φτάσουν στ’ αυτιά σου.

Όσο ήσουν παιδί πυροβόλησες, έτσι για διασκέδαση, εκατοντάδες πλαστικούς Ινδιάνους, τους ίδιους και τους ίδιους στην πραγματικότητα, που πέρναγαν μπροστά σου έκαναν, στροφή πίσω από το σκηνικό και ξαναεμφανίζονταν. Στην αρχή βάραγες στο ψαχνό, αλλά μετά αποφάσισες να μη βαράς τον σακατεμένο Ινδιάνο με το κομμένο κεφάλι, γιατί τον λυπόσουν, τον άφηνες να περνά και συνέχιζες με τους άλλους..

Πάει καιρός από τότε που και ο τελευταίος από αυτούς τους Ινδιάνους ξέβαψε και έμεινε ακέφαλος.

Έτσι όπως τους βλέπεις καρφωμένους να συνεχίζουν να κάνουν κύκλους μπροστά σου χωρίς κεφάλια, ήρθε η ώρα να παραδεχτείς πως το παιχνίδι δεν έχει πια νόημα…

Αν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να ανακαλύψεις κάποια Αμερική, σ’ αυτή την ηλικία θα έπρεπε ήδη όχι μόνο να το έχεις κάνει, αλλά να την έχεις βαρεθεί και να έχεις γυρίσει πίσω.

Αυτό σου σκοτείνιασε φευγαλέα το μυαλό πριν κάμποσο καιρό που χρειάστηκε να κόψεις από τη λεωφόρο ΝΑΤΟ που βγάζει από το Καματερό στον Ασπρόπυργο.

Η Άγρια Δύση της Αττικής, η ρουτ σιξτισιξ του φτωχού που δεν θα πάει ποτέ στη γαμημένη Αμερική. Προσπέρασες σάπια τροχόσπιτα-καντίνες, παρατημένες νταλίκες, τσιγγάνους που περνάγανε κάθετα τον δρόμο για να κάψουν λάστιχα, ενώ στο βάθος πάντα ακίνητα και γυμνά, βουνά με βράχια από ασβεστόλιθο, που θα μπορούσαν να είναι και της Σιέρα Νεβάδα ξέρω γω.

Στα μεγάφωνα του αμαξιού ακουγόταν μπουκωμένο και μονοφωνικό κάτι που ομοιάζει με το “Γουίλ δις σέρκολ μπι ανμπρόουκεν” από εκτέλεση του «ποιος ξέρει ποιου» και άφηνες το τοξικό ντουμάνι από τα λάστιχα, το αποσμητικό του αμαξιού που θύμιζε τσιχλοφουσκα και τον μπαγιάτικο καφέ που ’χες δυο μέρες στο φελιζολ ποτηράκι να σου πλασάρεται ύπουλα, σε κάθε στροφή του δρόμου, σαν το πραγματικό άρωμα της Αμερικής.

Αυτό έκανες φίλε τόσα χρόνια, παραδέξου το.

kafantaris

Αντί να φύγεις για όποια Αμερική σκέφτηκες να ανακαλύψεις, βγήκες μέχρι λίγο παραέξω από το σπίτι σου, βρήκες ένα καλό χωράφι, έστησες μια Αμερική από το μυαλό σου ή βάσει περιγραφών. Κατασκεύασες αυτό που θα έπρεπε να ανακαλύψεις, μετά το γέμισες πλαστικούς Ινδιάνους να το υπερασπίζονται από σένα, τους έβαλες να τρέχουν κάθετα και από μια απόσταση ασφαλείας, που φρόντιζες πάντα να μη μικραίνει, έκανες τον κατακτητή καουμπόη και τους πυροβολούσες για διασκέδαση.

Λοιπόν, κατέβα από το άλογο γιατί τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα απ’ όσο μπορεί να πάει το μυαλό σου. Κοίταξε τον ουρανό από πάνω σου. Προσεκτικά. Δεν σου φαίνεται τώρα τελευταία πως είναι από λαμαρίνα και ο ήλιος που λάμπει σαν να είναι βιδωμένος σε μια γωνία και ότι ανοιγοκλείνει με διακόπτη?

Είσαι ο ίδιος πια ένα παιχνίδι που σε έχουν κλείσει μέσα σε ένα άλλο μεγαλύτερο παιχνίδι. Σε ένα σιδερένιο κουτί-βιτρίνα και μέσα σ’ αυτό, εσύ μαζί με το ψεύτικο άλογό σου και τους πλαστικούς ξεβαμμένους Ινδιάνους που πυροβολείς, είσαι καρφωμένος πάνω σε μια σιδερένια αλυσίδα-κάτεργο που δουλεύει κυκλικά και μονότονα, να περιστρέφεσαι γύρω από ένα ψεύτικο τοπίο που μοιάζει αλλά δεν είναι η “κάποια Αμερική που σου πέρασε από το μυαλό να ανακαλύψεις”.

Ούτε ονειρικά ρόουντ μούβις μεσημέρια, ούτε φως να μπαίνει από τις στρογγυλές τζαμαρίες που ζωγράφισε ο Χόπερ, ούτε το Μίστερι Τρέιν του Πρίσλεϋ θα περάσει μέσα από τα καλαμπόκια πάνω στις ξηλωμένες ράγες Αθηνών-Κορίνθου, ούτε γκόσπελ ακούγονται πίσω από τις καουμπόικες λεύκες και τους ευκαλύπτους σ’ αυτή την κάλπικη αλλά ακόμα Άγρια Δύση.

Κατέβα από το άλογο όσο είναι ακόμα καιρός.

Γιατί τώρα είσαι εσύ ο Ινδιάνος που, μαζί με άλλους πλαστικούς Ινδιάνους, κάθε φορά που στο παιχνίδι θα ρίχνουν δεκάρικα, θα περνάς μπροστά από ένα τζάμι και απ’ έξω θα σε πυροβολούν για πλάκα μέχρι να ξεβάψεις και να ξεχαρβαλωθείς από την πολλή χρήση. Καμιά φορά θα φτάνει στα αυτιά σου από τον αέρα, μακρινό μπουκωμένο και μονοφωνικό κάτι που μοιάζει με το “Ω Σουζάνα”… “Ω Σουζάνα μην κλαις για μένα” θα λέει ο στίχος αλλά, ενώ θα προσπαθεί να σου θυμίσει την εποχή που ακόμα δεν ανεχόσουν να κλαίνε για σένα, το χειρότερο είναι πως εσύ από μόνος σου τώρα θα εύχεσαι να χάσεις το κεφάλι σου, για να σε λυπηθούν όπως εσύ λυπόσουν παιδί τον ακέφαλο Ινδιάνο που περνούσε μπροστά από το ψεύτικο πιστόλι σου και του τη χάριζες.

Θα εύχεσαι να μη σε πυροβολήσουν, να μη χαραμίσουν τα καψούλια του πολιτισμού τους επάνω σου.

Θα εύχεσαι να χάσεις το κεφάλι σου γιατί άρχισες να συνηθίζεις τόσο πολύ τα ακέφαλα σώματα γύρω σου που, όταν βλέπεις ανθρώπους με κεφάλια, τρομάζεις.

Θα εύχεσαι να χάσεις το κεφάλι σου.

Τι ευχή και αυτή.

kafantaris anoigma