του Γιάννη Παναγόπουλου //

Σκέψου κάτι εύκολο ή κάτι εξεζητημένο. Κάτι λαμπερό ή κάτι δύσκολο, κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Ό,τι και αν είναι η Τζέιν Μπίρκιν το έχει ζήσει. Ίσως το έχει τραγουδήσει. Στην εποχή της αναιμικής μνήμης και τις στιγμιαίας δόξας η Βρετανίδα τραγουδίστρια, ηθοποιός, ακτιβίστρια και σχεδιάστρια περιοδεύει παρουσιάζοντας κάτι κλασικό. Τραγούδια που ερμήνευσε και έγραψε ο ανεπανάληπτος Σερζ Γκαίνσμπουργκ σαράντα και βάλε χρόνια πριν. To Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο έχουμε τη βραδιά με τίτλο «Gainsbourg Symphonique». Η μούσα του αξεπέραστου Γάλλου συνθέτη, τραγουδιστή, ηθοποιού, πλέι – μπόι, Μπίρκιν, θα ερμηνεύσει τραγούδια του συνοδεία της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ.

-Επιστρέφετε για συναυλία στην Αθήνα μετά από 11 χρόνια. Πείτε μας τι θυμάστε από την τελευταία σας επίσκεψη στην πόλη;

Τον χώρο που εμφανίστηκα. Ήταν γεμάτος κόσμο. Το φως του φεγγαριού ήταν αρκετά ζωντανό, με άφηνε να δω τα πρόσωπα των ανθρώπων που με άκουγαν ζωντανά. Όταν ακούστηκε το πρώτο κομμάτι, εισαγωγικό κομμάτι, εκείνης της συναυλίας ο προβολέας έπιασε την κίνησή μου. Ακολουθούσε τα βήματά μου στη σκηνή. Και όταν άνοιξα το στόμα για να τραγουδήσω ήταν σαν χιλιάδες πλάσματα να ξεπετάχτηκαν από μέσα του. Δεν θυμάμαι ποιο τραγούδι ήταν. Μπορεί να ήταν το ‘Baby Alone In Babylone ή ίσως το “Jane B”. Θυμάμαι καλά πως το κοινό της πόλης ήταν ζεστό, ενθουσιώδες. Την επόμενη της συναυλίας πήγα στο μουσείο της Ακρόπολης. Στην ερχόμενη επίσκεψη μου θέλω να το δείξω στην αδελφή μου. Η Αθήνα είναι μια πόλη που θες να τη μοιράζεσαι. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ανέβηκα με τη μητέρα μου στην Ακρόπολη. Πρέπει να ήμουν δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε ετών. Στην είσοδο του ιερού βράχου βγάλαμε τα παπούτσια μας. Θέλαμε να νιώσουμε την ενέργεια, τη ζέστη του βηματισμού εκείνου του ιδιαίτερου σημείου που λάμπει χιλιάδες χρόνια.

-“Ο Συμφωνικός Γκαίνσμπουργκ” Λέξεις-τίτλος της επερχόμενης συναυλίας σας στο Ηρώδειο. Πείτε μας πώς είναι να ακούτε τραγούδια ενός από τους ανθρώπους που σημάδεψε τη ζωή σας από ορχήστρα;

Ίσως είναι το καλύτερο που έκανα ποτέ για εκείνον. Θα το περιέγραφα σαν ένα ευαίσθητο πλήρες συναισθημάτων ταξίδι. Οι ενορχηστρώσεις του Ιάπωνα Nobu με απογειώνουν. Και φτερά σε αυτή τη μουσική πτήση θα δίνουν οι πολυμελείς εξαίρετες ορχήστρες που ερμηνεύουν τη μουσική του.

-Το να ακούμε σήμερα Γκαίνσμπουργκ είναι αναπαράσταση μιας εποχής;

Κοιτάξτε η δουλειά του προηγείτο της εποχής του και είχε πολλές περιόδους. Ο Σερζ δεν κοιτούσε πίσω. Μου έδωσε τραγούδια όταν ήμουν είκοσι ετών σαν το “Je t’aime… moi non plus” και “Jane B”, μου έδωσε τραγούδια σαν εκείνα που ακούγονται στο άλμπουμ “Αmour des feintes” λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Η νεολαία ακόμα τον ακούει, θεωρεί τη δουλειά του πηγή έμπνευσης. Σχεδόν όλοι οι Γάλλοι καλλιτέχνες τον παρακολουθούν, επιμένουν να τον ανακαλύπτουν ξανά. Οι ευαίσθητοι άνθρωποι νιώθουν το άγγιγμα των μελωδιών του και οι στίχοι που έγραψε δεν έχασαν τη σπιρτάδα τους στο πέρασμα του χρόνου. Τι άλλο να πω; Δεν βλέπω καμία αναπαράσταση στα παραπάνω.

•Μπορώ να πουλήσω τις Hermes τσάντες μου και να πάρω καλά χρήματα που μετά θα τα δώσω στους “Γιατρούς Χωρίς Σύνορα”. Δεν ξέρω πώς εσείς θα το ονομάζατε αυτό, εγώ το ονομάζω σπάνιο προνόμιο

-Μπήκατε έφηβη στη βρετανική σόου μπιζ. Το Swining London – μέσα δεκαετίας του 1960 – σας βρήκε καλά εφοδιασμένη. Χτυπήσατε την πόρτα της καριέρας την κατάλληλη στιγμή. Το Λονδίνο “έκαιγε” από τη γέννηση νέων τάσεων στη μουσική, το σινεμά, το ντύσιμο και εσείς είχατε νιάτα, φωτογένεια, ομορφιά, ταλέντο και έντονη δίψα να ζήσετε κάθε στιγμή που θα μπορούσε να σας προσφέρει μια καριέρα μπροστά από την κάμερα. Εκείνη η συγκεκριμένη εποχή ήταν η πρώτη, μεταπολεμική επανάσταση της νεολαίας ενάντια στον καθωσπρεπισμό που της είχε επιβληθεί από μια γενιά που, εκτός των άλλων, έζησε τη φρίκη παγκόσμιου πολέμου;

Θα έλεγε ναι. Ήταν 1966 και ήμουν μόλις είκοσι ετών όταν ερμήνευσα ρόλο στο φιλμ Blow Up του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Την ίδια περίοδο τον κόσμο κινούσε η μουσική των Μπιτλς, των Ρόλινγκ Στόουνς. Τα σάουντρακ που έγραφε ο πρώην σύζυγός μου, Τζον Μπάρι, είχαν νεύρο και ιδανικές μελωδικές γραμμές. Η Μάρι Κουάντ ήταν η αντισυμβατική σχεδιάστρια μόδας. Και φωτογράφοι σαν τον Ντέιβιντ Μπέιλι παρουσίαζαν έναν κόσμο που επιτέλους είχε ένταση, είχε χρώμα. Οι γυναίκες φορούσαν μίνι απορρίπτοντας το στατικό γαλλικό στυλ εκείνης της εποχής που ήθελε τις έφηβες να ντύνονται σαν συμβατικές τριαντάρες.

-Γιατί το Λονδίνο; Έχετε ποτέ σκεφτεί γιατί η συγκεκριμένη πόλη, υπήρξε – και ίσως ακόμα είναι – πρωτεύουσα της ποπ κουλτούρας;

Δεν έχω ιδέα. Όταν είσαι μέρος μιας τόσο συναρπαστικής χρονικής περιόδου δεν μπορείς να έχεις άποψη. Δεν μπορείς να γνωρίζεις τις πραγματικές της διαστάσεις. Ήταν μια έντονη περίοδος για πολλούς. Τη δική μου προσοχή όμως έκλεβε η σχέση με τον πρώτο μου σύζυγο. Τον συνθέτη Τζον Μπάρι, ήμουν μόλις 17 ετών όταν τον παντρεύτηκα. Υπήρξα μια ανήσυχη σύζυγος στο κέντρο μιας επεισοδιακής σχέσης.

“Je t’aime… moi non plus” το αστείο με αυτό το κομμάτι  είναι πως από την κυκλοφορία του κανένας δεν κατάφερε να γράψει τραγούδι ισόποσα αισθησιακό. Εννοείται πως την εποχή που κυκλοφόρησε απαγορεύτηκε

-Έχετε ερμηνεύσει το “Je t’aime… moi non plus”. Έχετε πει πως αυτό το τραγούδι του Σερζ Γκαίνσμπουργκ είναι ο ένας ύμνος ελευθερίας. Θα έλεγα πως είναι ένα από τα πιο σέξι κομμάτια που ακούστηκαν ποτέ.

Το να δηλώνεις “ελεύθερος” είναι μια σταθερή αξία στον χρόνο. Έτσι δεν είναι; Το ενδιαφέρον, το αστείο με αυτό το κομμάτι είναι πως από την κυκλοφορία του κανένας δεν κατάφερε να γράψει τραγούδι ισόποσα αισθησιακό. Εννοείται πως την εποχή που κυκλοφόρησε απαγορεύτηκε.

-Αν δεν κάνω λάθος το ηχογραφήσατε στη Μαρμπέγια. Μπορείτε να επιστρέψετε σ’ εκείνη τη στιγμή. Και ακόμα περισσότερο ποια ήταν η εντύπωση της δισκογραφικής σας εταιρείας όταν το πρωτοπαρουσιάσατε με τον Σερζ Γκαίνσμπουργκ;

Εδώ θα σας διορθώσω. Δεν το ηχογραφήσαμε στη Μαρμπέγια αλλά στο στούντιο Marble Arch του Λονδίνου. Όταν επιστρέψαμε με τον Σερζ στο Παρίσι το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να συναντηθούμε με τον επικεφαλής της δισκογραφικής εταιρείας Phonogram Ζορζ Μέγιερσταϊν. Άκουσε το κομμάτι μας και είπε: “Παιδιά δεν έχω κανένα πρόβλημα να με βάλουν φυλακή. Αλλά αυτό τουλάχιστον ας γίνει για ολοκληρωμένο άλμπουμ όχι για ένα και μόνο τραγούδι”. Λίγο αργότερα ο Σερζ και εγώ επιστρέψαμε στο Λονδίνο. Εκείνος έγραψε δέκα ακόμα κομμάτια που μαζί με το Je t’aime… moi non plus έγιναν ο δίσκος 33 στροφών με τίτλο Jane Birkin/Serge Gainsbourg

-To 1969 μαζί με τη Ρόμι Σνάιντερ και τον Αλέν Ντελόν πρωταγωνιστήσατε στην κλασική ταινία “Η Πισίνα”. Ήταν δύσκολο να επιβιώσετε στη διάρκεια των γυρισμάτων ανάμεσά τους; 


Όχι. Δεν με ένοιαξε ποτέ έντονα εκείνο το φιλμ. Την ίδια περίοδο το ενδιαφέρον μου μονοπωλούσε ο έρωτας με τον Σερζ και η κόρη μου Κέιτ που με περίμενε καθημερινά μετά τα γυρίσματα στο Hotel Byblos του Σεν Τροπέ. Εκείνοι οι δύο ήταν το κέντρο του κόσμου μου!

-Η κόρη σας Κέιτ ήταν ο καρπός της σχέσης σας με τον Τζον Μπάρι. Συνδεθήκατε με τον συνθέτη που εκτός των άλλων έγραψε και το βασικό μουσικό θέμα του Τζέιμς Μποντ. Ήσασταν τόσο νέα – μόλις 17 ετών – όταν τον παντρευτήκατε. Το μετανιώσατε αυτό;

Όχι βέβαια. Η κόρη μας Κέιτ γεννήθηκε όταν ήμουν είκοσι ετών. Και όταν ο Μπάρι με παράτησε έφυγα στο Παρίσι. Δεν μετανιώνω για τίποτα.

-Γιατί διαλέξατε το Παρίσι;

Με είχαν επιλέξει για το δοκιμαστικό της ταινίας “Σλόγκαν”. Εκεί γνώρισα τον Σερζ και η ζωή μου άλλαξε.

-Έχετε σχεδιάσει τη δική σας τσάντα για λογαριασμό του οίκου Hermes. Η τιμή της είναι υψηλή. Κάπου στα 10.000 ευρώ η τσάντα. Την ίδια στιγμή κάνετε φιλανθρωπικού χαρακτήρα ταξίδια στην Αφρική. Δεν είναι λίγο αντιφατικό αυτό; 


Μπορώ να πουλήσω τις Hermes τσάντες μου και να πάρω καλά χρήματα που μετά θα τα δώσω στους “Γιατρούς Χωρίς Σύνορα”. Δεν ξέρω πώς εσείς θα το ονομάζατε αυτό, εγώ το ονομάζω σπάνιο προνόμιο.

-Ποιος είναι ο τόπος που ονομάζετε σπίτι σας;

Τώρα που μιλάμε είναι η βόρεια Βρετάνη και οι παραλίες που ο πατέρας μου καθοδηγούσε τα καράβια των συμμάχων στη διάρκεια της γαλλικής αντίστασης κατά των Γερμανών. Έχουμε ένα μεγάλο υπέροχο σπίτι που κατοικούμε εγώ με τα εγγόνια μου Σαρλότ και Ντόλι και το μπουλντόγκ μας. Σε λίγες μέρες πρέπει να πάω στο Παρίσι. Είμαι μια τυχερή γυναίκα, σύντομα θα δώσω συναυλίες. Θα βρεθώ σε άλλες πόλεις. Θα γνωρίσω νέους ανθρώπους και εσείς, το κοινό της Αθήνας θα είστε ανάμεσά τους.

-Το 1991 ήταν μια δύσκολη χρονιά. Ο Σερζ Γκαίνσμπουργκ έφυγε από τη ζωή και τέσσερις μέρες αργότερα το ίδιο έκανε και ο πατέρας σας. Πώς καταφέρατε να προχωρήσετε στη ζωή;

Το να χάσω τον πατέρα μου έκανε την επιβίωση μου δύσκολη. Ο Σερζ και εκείνος ήταν τα δύο μεγάλα πάθη μου. Ήταν πάντα εκεί να μου προσφέρουν συγχώρεση, να με καλύπτουν με την αγάπη τους. Όπως και να έχει κατάφερα να ξεπεράσω τις απώλειές τους. Αλλά ο θάνατος της Κέιτ, της πρώτης μου κόρης, αρχικά φάνταζε ως ένα θλιβερό γεγονός που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αποδεκτό. “Έφυγε” τον Δεκέμβρη του 2013. Τότε ήταν που έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Μου πήρε χρόνια να αποδεχτώ ξανά το εαυτό μου, το ρόλο της μητέρας, της γιαγιάς.

-Τι έχει μείνει τώρα που θα μπορούσε να γίνει “αύριο”;

Θα δούμε!

Τζέιν Μπίρκιν, η ιέρεια και μούσα του Σερζ Γκαίνσμπουργκ, έρχεται στην Ελλάδα μετά από 11 χρόνια, για μια και μοναδική συναυλία κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, στο Ηρώδειο, το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της διεθνούς περιοδείας της.

Η Αγγλίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια και ακτιβίστρια θα παρουσιάσει το πρόγραμμα «Gainsbourg Symphonique», συνοδευόμενη από την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τη διεύθυνση του διεθνούς φήμης μαέστρου Αλέξανδρου Μυράτ.

Ενορχηστρωτής, ο Ιάπωνας συνθέτης και πιανίστας Νομπουγιούκι Νακαζίμα.

«Gainsbourg Symphonique» με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου στις 21.00

Τιμές εισιτηρίων:
VIP: 90 ευρώ
Α: 65 ευρώ
Β: 45 ευρώ
Γ: 35 ευρώ
Άνω Διάζωμα: 25 ευρώ
Μειωμένο: 17 ευρώ

Προπώληση εισιτηρίων:
https://www.ticketmaster.gr

πηγή: fileleftheros.gr