της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Κάποια βιβλία, δυστυχώς, δεν παλιώνουν γιατί μιλάνε για γόρδιους δεσμούς, που δεν πήραμε ποτέ το σπαθί να κόψουμε. Τη Λιλή Ζωγράφου τη γνώρισα κάπου στο τέλος της εφηβείας μου, μέσα από τα βιβλία της «Η αγάπη άργησε μια μέρα» και «Συβαρίτισσα».

-Τα κουβαλούσα στην τσάντα μου και τα διάβαζα ξανά και ξανά. Ύστερα έπεσε στα χέρια μου η «Αντιγνώση», που το πάλευα ένα ολόκληρο καλοκαίρι για να χωνέψω όλο αυτό το μακελειό και το ψέμα, στο οποίο στηρίξαμε τον «πολιτισμό» μας. Ώσπου, ήρθε η σειρά του πλέον αυτοβιογραφικού της βιβλίου «Επάγγελμα Πόρνη» -Εκδόσεις Αλεξάνδρεια και τότε σήκωσα τα χέρια ψηλά και είπα, να μια γυναίκα δυνατή, που δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στην αλήθεια και παλεύει με όλους και με όλα, που δε χαρίζεται ούτε στον εαυτό της, που ό,τι λέει το εννοεί και το ζει. Μια γυναίκα φωτιά, έτοιμη ακόμα και να καεί, προκειμένου να μη λυγίσει και να μας δώσει τη σκυτάλη να συνεχίσουμε τον αγώνα, για να περπατάμε με το κεφάλι ψηλά. Να μη σκύβουμε. Αυτό κυρίως.
Τότε όλα αυτά έμοιαζαν σχεδόν δεδομένα. Ποιος δεν ήθελε να περπατάει με το κεφάλι ψηλά; Να ορίζει τη ζωή του; Πίστευα πως θα καταφέρναμε να γυρίσει ο ήλιος, γιατί κατά βάθος αυτό θέλαμε και το μόνο που χρειαζόταν ήταν δουλειά και πως ήταν αυτονόητο να το θέλουμε, τουλάχιστον οι περισσότεροι κι όσοι δεν το ήθελαν ακόμα ήταν γιατί δεν το είχαν κατανοήσει μα εμείς οι υπόλοιποι θα τους ανοίγαμε τα μάτια και θα κάναμε σημαία ανθρώπους σαν τη Λιλή Ζωγράφου και θα πηγαίναμε μπροστά, επιτέλους. Δε θα αργούσε να έρθει η στιγμή. Μα τα χρόνια πέρασαν γρήγορα κι η στιγμή δεν ήρθε κι όσοι τα πιστεύαμε σκορπίσαμε. Δουλειές, ωράρια εξαντλητικά, οικογένεια, παιδιά, πιο πολλή δουλειά και το βιβλίο της χάθηκε μέσα στα πολλά και σβήστηκε κι εκείνη. Για να αντέξεις το πρωινό ξυπνητήρι κι ό,τι επακολουθεί, χρειάζεσαι αναγνώσματα πιο ανάλαφρα, να σε κάνουν να ξεχνάς και όχι να θυμάσαι. Δε θες να θυμάσαι ποιος ήσουν, για πού ξεκίνησες και πού σε έβγαλαν οι αλόγιστες επιλογές σου. Τα έβλεπες όλα προσωρινά και για λίγο. Άλλωστε, η ζωή είναι μικρή, για να την παίρνεις σοβαρά, σου έλεγαν όλοι κι εσύ βολευόσουν και συνέχιζες κι ας σε έτρωγε κάτι μέσα σου. Οι λογαριασμοί τρέχουν, το δάνειο μεγάλο, τα παιδιά έχουν ανάγκες. Πώς να χωρέσει σε όλα αυτά η Λιλή Ζωγράφου; Θα περιφρονούσε όλα σου τα αποκτήματα, θα στα έφτυνε στα μούτρα. Δεν το άντεχες γιατί αν ζούσε θα έφτυνε κι εσένα, η γυναίκα που τόσο θαύμαζες και ήθελες να μοιάσεις. Έλα όμως που δεν κατάφερα ποτέ να την ξεχάσω.

Με έτρωγαν πάντα οι λέξεις της που επέστρεφαν κατά καιρούς, όσο κι αν προσπαθούσα να τις διώξω. Κι ένα πρωινό, αρχές Σεπτέμβρη, περιδιαβαίνοντας σε κεντρικό βιβλιοπωλείο έπεσα πάνω στο «Επάγγελμα Πόρνη». Το πήρα δίχως δεύτερη σκέψη, το πλήρωσα και κάθισα στο πρώτο παγκάκι που βρήκα μπροστά μου να το διαβάσω. Με άλλα μάτια πια. Με τα μάτια τού σήμερα και δε σηκώθηκα πριν την τελευταία σελίδα κι όταν το έκλεισα, έμεινα βουβή, για ώρες. Είχε στεγνώσει το στόμα μου. Κρατούσα το εξώφυλλο και την κοιτούσα στα μάτια. Οι σκέψεις με δυσκολία μεγάλη γίνονταν λέξεις.

-Δεν την πήραμε τη σκυτάλη, κυρία Ζωγράφου. Μας άνοιξες τα χέρια, την ακούμπησες, μα εμείς την αφήσαμε να πέσει και πέσαμε στα δίχτυα του πρώτου ανθρωπάκου, που έπαιρνε υπόσταση από το ξύλινο γραφείου που καθόταν, σαν κι εκείνον που σου αρνιόταν το διαβατήριο κι ήξερε μόνο να λαμβάνει διαταγές από τους από πάνω και να διατάζει με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Του ανθρωπάκου, που δεν εννοεί ζωή έξω από αυτή και την περιφρουρεί με νύχια και με δόντια και απαιτεί το ίδιο από όλους. Είπαμε όμως, τα έξοδα πολλά. Έπρεπε να αλλάξουμε κι αμάξι. Τσάμπα πράγμα. Μια μικρή προκαταβολή κι είκοσι τέσσερις δόσεις. Πληρωμένες με άπειρα «μάλιστα», «δίκιο έχετε» και σκύψιμο μέχρι να ακουμπήσεις πάτωμα. Έλεγες όμως δε βαριέσαι, θα περάσει η ώρα, θα μπεις στο νέο σου αμάξι, θα γυρίσεις στο καινούριο σου σπίτι, θα κάνεις ένα καυτό μπάνιο και θα ισιώσει η πλάτη. Άσε που είχες κι ένα σωρό συνενόχους σε αυτό το έγκλημα, να τα πείτε, να ξεθυμάνετε ξανά και ξανά πίνοντας τα κρασάκια σας. Ε, κι αύριο μέρα είναι και πού ξέρεις, μπορεί να κερδίσεις το τζόκερ και τότε θα δούνε όλοι τους. Αυτά καταφέραμε, πάνω κάτω, κυρία Ζωγράφου κι απομείναμε δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένοντας, ίσως, κάποιο θάμα, όπως λέει κι ο ποιητής. Φτύστε μας. Το αξίζουμε. Βρίστε μας. Το ξέρω πως αν ξαναγυρνούσατε σε αυτό τον κόσμο, είκοσι χρονών, εμάς θα πολεμούσατε, τη μιζέρια και την υποταγή μας. Είχατε δίκιο ετούτη η γη δε χωράει άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Γιατί θυσίασαν τη ζωή τους τόσοι άνθρωποι; Γι’ αυτό; Εσείς παράτησατε τη θεσούλα και τη σιγουριά σας, με το κεφάλι ψηλά και βγήκατε από τη μεγάλη πόρτα ως Γκρέτα Γκάρμπο.

Δηλώσατε υπευθύνως στα μούτρα εκείνου του ανθρωπάριου, που σας στερούσε το δικαίωμα διαβατηρίου, αν δεν απαρνιόσασταν την υπόσταση σας ως συγγραφέας και δημοσιογράφος, «Πόρνη-ελευθερίων ηθών». Το πλήρωσατε όμως με πείνα, ερημιά, κακοποίηση. Έτσι πάνε αυτά. Έκανες το κέφι σου, θα έχεις και την ποινή σου όπως έλεγε κι ένας δάσκαλος. Πολεμήσατε όσους θέλανε να μας απογυμνώσουν από κάθε πίστη και ελπίδα, δεν το λες και ακριβώς κέφι αυτό, για να μας ανοίξετε τα μάτια και το δρόμο. Κι εμείς σας καταχωνιάσαμε ανάμεσα σε άλλα βιβλία κι ας μας έτρωγε πάντα κάτι κι ας πονούσε. Κι εμείς δεν καταλάβαμε τίποτα, τίποτα και συνεχίζουμε στο μονοπάτι που χαράξαμε χωρίς να πάρουμε χαμπάρι. Ένα «όχι», δε μάθαμε να λέμε. Πνιγήκαμε στα «ναι» και τα «μάλιστα». Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Δεν απολογούμαι. Περσινά, ξινά σταφύλια μα το βλέμμα σας στο εξώφυλλο με γδύνει και δεν έχει νόημα να κρυφτώ, να μην παραδεχτώ. Τι σκοπεύω να κάνω; Δεν ξέρω πια. Ίσως να ξεκινήσω επαναστατώντας απέναντι στην αφεντιά μου. Να μην την αφήσω να περπατάει στον κόσμο αλόγιστα πια. Να ράψω το στόμα μου μέχρι να το γεμίσω με λέξεις που έχουν νόημα. Θα αλλάξει κάτι; Δε μιλάτε. Το ξέρω, εγγυήσεις δεν υπάρχουν κι εδώ που φτάσαμε, τι να πείτε; Εγώ πρέπει να μάθω, επιτέλους, να περπατάω με το κεφάλι ψηλά.

-Κάποια βιβλία, δυστυχώς, δεν παλιώνουν γιατί μιλάνε για γόρδιους δεσμούς, που δεν πήραμε ποτέ το σπαθί να κόψουμε. Έτσι κι αυτό παραμένει επίκαιρο, με έναν τρόπο που σε πονάει. Κάθε λέξη. Κάθε εικόνα. Ο πόνος βέβαια μπορεί να γίνει αφορμή για αλλαγή. Μια αφορμή που οφείλουμε, στον εαυτό μας και τους άλλους, να μη χάσουμε για μια ακόμη φορά κι όπου μας βγάλει. Κι αν μας λένε πως είναι πια αργά, εμείς, επιτέλους, να φωνάξουμε «ΟΧΙ».