του Γιάννη Παναγόπουλου //

Η Μάρω Κουρή μπορεί να σου μεταδώσει θετική ενεργεία εύκολα και απλόχερα. Κανένα μυστικό. Αυτός είναι ο τρόπος που αισθάνεται τη ζωή. Αυτός είναι ο τρόπος που προσεγγίζει τους ανθρώπους. Η Μάρω είναι φωτογράφος. Έχει γυρίσει τον μισό κόσμο. Έχει φωτογραφίσει τους πάντες. Η θεματική παλέτα της είναι πολύ μεγάλη. Από την καταγραφή του ανθρώπινου πόνου στην Παλαιστίνη ως τα χέρια του Δημήτρη Μυταρά που σηματοδότησαν την είσοδό της στον χώρο των καλλιτεχνών. Η Μάρω έχει περάσει 25 χρόνια στο χώρο του μάχιμου φωτορεπορτάζ, είναι “πιστοποιημένη”, με διεθνή βραβεία, φωτορεπόρτερ, μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα, το Άμστερνταμ σπουδάζοντας ψυχοθεραπεία, κάνει τα δικά της workshop φωτογραφίας στην Ελλάδα, μεγαλώνει δύο παιδιά. Μην απορείς πώς τα καταφέρνει. Αν την ρωτήσεις γι’ αυτό θα απαντήσει “Απλώς ονειρεύομαι κάτι και το καταφέρνω. Δεν κάνω πίσω με τίποτα. Είναι τόσο απλό όσο ακούγεται”.

-Η Μάρω μπορεί να αφηγηθεί τη ζωή της χωρίς εξιδανικεύσεις. Η άποψη για το τι ήθελε από εκείνη και το σημαντικότερο, το πώς θα το έπαιρνε, ήταν ξεκάθαρα από νωρίς. Μας λέει: “από μικρή ταξίδευα με το μυαλό μου. Τη δεκαετία του 1980 την πέρασα γυρνώντας διαρκώς την Αθήνα. Από την Πλατεία Βάθη που ήταν το σπίτι μου έφευγα και γυρνούσα τις γύρω περιοχές. Ομόνοια. Ψυρρή. Ξέρεις τότε σ’ εκείνη τη γειτονιά δεν υπήρχαν μπαρ. Υπήρχαν ελληνικές βιοτεχνίες που δούλευαν νέα παιδιά. Αν θυμάμαι καλά οι περισσότεροι νέοι  επεξεργάζονταν δέρματα ή έφτιαχναν τυριά. Στις γειτονιές που τριγυρνούσα γνώρισα πολύ όμορφο κόσμο. Μάλλον βιαζόμουν να μεγαλώσω. Ήθελα να βιώσω την ευτυχία μεγαλώνοντας. Παιδί στη γειτονιά έβρισκα μεγαλύτερους από μένα ανθρώπους και τους ακολουθούσα. Βόλταρα μαζί τους. Γνώριζα την πόλη βιωματικά”.

-Τι θυμάσαι από τη στιγμή που πήρες την απόφαση να γίνεις φωτογράφος;

-Αρχικά είχα περάσει στη σχολή “Τεχνολογίας Οίνου και Αποσταγμάτων”. Γρήγορα αντιλήφθηκα πως η τυπική φοιτητική ζωή δεν μου πάει. Φραπές και μαθήματα μόνο; Όχι για μένα. Ήθελα κάτι περισσότερο. Όταν πήγα στη σχολή φωτογραφίας Focus η ζωή μου άλλαξε εντελώς. Μπήκα σ’ έναν χώρο που με μάγευε από παιδί. Τον κόσμο των καλλιτεχνών. Την αλλαγή του χρόνου από το 1991 στο 1992 την κάναμε με φίλους συμφοιτητές από τη σχολή στην Ινδία. Ταξιδεύοντας προς τα εκεί, στο αεροδρόμιο του Ντουμπάι, αγόρασα και την πρώτη μου επαγγελματική φωτογραφική μηχανή. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, είχα αρχίσει να φωτογραφίζω τα χέρια του ζωγράφου Δημήτρη Μυταρά. Αυτό, για  εργασία που μας είχε βάλει ο δάσκαλος μας Πλάτων Ριβέλλης με θέμα: “Κίνηση”. Για εκείνη την εργασία διάλεξα να φωτογραφίσω τα χέρια του Δημήτρη Μυταρά την ώρα της εργασίας του.

-Πώς προσέγγισες τότε τον Μυταρά;

-Απλώς τον ρώτησα “Μπορώ να φωτογραφίσω τα χέρια σας την ώρα που ζωγραφίζετε;” Οι εικόνες μου του άρεσαν και άρχισε να με υποστηρίζει και οικονομικά. Έβαζε εικόνες μου στους καταλόγους του. Για μένα ο Μυταράς υπήρξε φάρος μεγάλης έμπνευσης, μόρφωσης, καλλιέργειας. Εκείνος μου έμαθε πως πρέπει να λέω αυτό που εννοώ και να εννοώ όσα λέω. Είχε μάλιστα γράψει και ένα γράμμα για μένα.

Η επιστολή που είχε γράψει κάποτε ο Δημήτρης Μυταράς για τη γνωριμία του με τη Μάρω Κουρή

-Το 1992 η Μάρω επέστρεψε από την Ινδία γεμάτη εικόνες από ένα τόπο που την είχε μαγέψει. Φίλος της φωτογράφος τής είπε πως θα έπρεπε να τις δείξει σε περιοδικό. Η Μάρω το έκανε. Επιστρέφει σ’ εκείνη την εποχή: “Είπα να δείξω τις εικόνες που είχα φέρει από την Ινδία στο Marie Claire. Το γυναικείο περιοδικό που εκείνη την εποχή αφιέρωνε πολλές σελίδες σε ταξιδιωτικά θέματα. Το έπαιρνε και η μητέρα μου. Πήγα, τους έδειξα τις εικόνες μου. Μου είπαν πως ήθελαν να γράψω και κείμενο για τη χώρα που είχα πάει. Είχα ένα ημερολόγιο που μέσα του έγραφα όσα ζούσαμε μέρα – μέρα. Άφησα το θέμα. Το πληρώθηκα. Αλλά δεν δημοσιεύτηκε. Δεν έμαθα τον λόγο γι’ αυτό. Ούτε ζήτησα να τον μάθω. Ήταν καλό μάθημα που η εμπειρία μου στον τύπο ξεκίνησε με τα δύσκολα.  Σε όλους τους επαγγελματίες έχει συμβεί αυτό.

Από το φωτορεπορτάζ της Μάρως Κουρή με θέμα: “Κίνα.,τα διαφορετικά πρόσωπα του Πεκίνου”

-Ποια ήταν η πρώτη φορά που είδες θέμα σου τυπωμένο σε σελίδες περιοδικού;

– Ήταν για το περιοδικό “Ε”. Το ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας το 1992 ή το 1993 δεν θυμάμαι πότε ακριβώς τώρα. Ήταν ένα θέμα που είχα κάνει στο “Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής” στο Δαφνί. Πέρασα έναν μήνα καλύπτοντας τις ενέργειες μιας ομάδας εθελοντών που δούλευαν σ’ ένα πρόγραμμα σε συνεργασία με ψυχιάτρους και τρόφιμους του καταστήματος που πλέον δεν ήταν ασθενείς, είχαν πάρει εξιτήριο αλλά δεν μπορούσαν να φύγουν από εκεί γιατί απλά δεν είχαν πού να πάνε. Σ’ εκείνο το θέμα είχα καταγράψει φωτογραφικά τη συνεργασία της ιατρικής ομάδας του ψυχιάτρου Πλυτά και μιας θεατρικής ομάδας που έβαζαν εκείνους τους ανθρώπους να ερμηνεύουν έργα που εκείνοι έγραφαν, εκείνοι ερμήνευαν. Τότε δεν υπήρχαν Μ.Κ.Ο. Υπήρχαν απλώς ομάδες ανθρώπων που ήθελαν να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους. Μου άρεσε και μου αρέσει πολύ που γράφω και τα κείμενα των θεμάτων που φωτογραφίζω, διότι γνωρίζω το θέμα τους καλά. Μου αρέσει να κάθομαι μερόνυχτα μαζί με τους ανθρώπους ώστε να τους νιώθω, να συμπάσχω, να μπαίνω στη θέση τους και, ταυτόχρονα, να είμαι αντικειμενική.

-Η Μάρω επιστρέφει στην εποχή που έπρεπε να δίνει μάχες για το αυτονόητο. Να μπαίνει το όνομα του φωτογράφου σε θέματα που είχε φωτογραφίσει και δημοσιεύονταν. Οι φωτογράφοι να πληρώνονται για τις δουλειές τους. Αλλά και κάτι περισσότερο. Οι εικόνες που θα έστελναν στα μέσα που εργάζονταν να μπαίνουν σωστά, στις σωστές τους διαστάσεις.

-Η Ελληνίδα φωτογράφος θυμάται: “Το πρώτο Κυριακάτικο έντυπο που έδωσε χώρο στη φωτογραφία ήταν το Βήμα. Ο Χρήστος Μεμής έστησε το ένθετο “Το Άλλο Βήμα” και ξεκίνησε με ένα αφιέρωμα στις εικόνες μου. Μετά από εκείνο το θέμα όλα τα περιοδικά ήταν δικά μου. Έκανα θέματα παντού. Από την Ινδία, στην Τοσκάνη και τη Βόρεια Γαλλία. Επιπλέον άρχισα να κάνω βαρύ ρεπορτάζ όπως “Οι αδικημένες φυλές της Αφρικής”, το “Απαρτχάιντ” η “Παλαιστίνη”.

Εικόνα από το φωτορεπορταζ της Μάρως Κουρή για τους αλμπίνους της Τανζανίας

-Έχεις φέρει θέματα από την Κίνα, την Ιαπωνία, το Πράσινο Ακρωτήρι. Τόσοι διαφορετικοί προορισμοί. Εσύ πώς κατάφερνες να επιβιώνεις, να έρχεσαι σε επικοινωνία με ανθρώπους που δεν μιλούσατε την ίδια γλώσσα, δεν είχατε τις ίδιες πολιτισμικές αναφορές;

-Ποτέ δεν είχα πρόβλημα με αυτό. Μαθαίνεις να βρίσκεις τρόπους να επικοινωνήσεις με τους πάντες. Η μεγάλη δυσκολία είναι όταν είσαι εδώ, στον τόπο που βρίσκεται το σπίτι σου. Μιλάμε για αληθινή επικοινωνία όχι της πλάκας. Αν είναι να γυρίσεις τον κόσμο να είσαι σίγουρος πως θα βρεις τρόπο να επικοινωνείς με τους άλλους. Για μένα το να γυρνώ τον κόσμο και να κάνω “κάδρα” για εκείνον τέχνη ήταν και η φυγή μου.

Η Μάνη, οι άνθρωποι της είναι ένας από τους αγαπημένους τόπους της φωτογράφου

-Κάποια στιγμή έζησες στη Βαρκελώνη.

-Ναι, το 1994 ως οινολόγος. Με ομάδα φοιτητών που σπουδάζαμε Οινοποιία στο Τ.Ε.Ι. Ήταν να φιλοξενηθούμε σε έναν πολυτελή ξενώνα που είχε στους αμπελώνες του τα κρασιά Torres. Η υποτροφία είχε διάρκεια έξι μήνες. Έμεινα δύο χρόνια. Εκείνη την περίοδο η Βαρκελώνη ήταν η Νέα Υόρκη της Ευρώπης. Η καλλιτεχνική άνθιση της πόλης ήταν οργιώδης και εγώ ήταν σαν να ζούσα στον παράδεισο. Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στον ξενώνα του Torres σκέφτηκα, εκτός της πόλης, πως ήθελα να ζήσω στο κέντρο της Βαρκελώνης. Η πόλη δεν ήταν το θεματικό τουριστικό πάρκο που είναι σήμερα. Δεν υπήρχε καμία δηθενιά. Ζούσαμε μια καλλιτεχνική άνοιξη. Εκείνη η παρέα από τη Βαρκελώνη έχει σπάσει. Οι φίλοι μου έφυγαν. Έμειναν μόνο ο Χαβιέρ που κάποτε με είχε σαν δασκάλα του και σήμερα φωτογραφίζει για φίρμες σαν την Adidas, την Nike και την αεροπορική εταιρεία Vueling και η Κλαίρη που κάνει ελληνικά στο  Επίσημο Σχολείο Γλωσσών της Βαρκελώνης.

-Tι κάνεις σήμερα;

-Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι το μεγάλωμα των παιδιών μου. Με ενδιαφέρουν πολύ τα workshop που οργανώνω. Και φυσικά συνεχίζω να φωτογραφίζω ασταμάτητα. Μέχρι πρόσφατα φωτογράφιζα για τον ξένο τύπο όμως, τώρα, στην Ελλάδα κάτι άρχισε να ξανακινείται. Το προσφυγικό είναι ένα θέμα που έχω παρακολουθήσει από κοντά. Ακολούθησα την πορεία πρόσφυγα από τη Συρία ως το Βερολίνο φωτογραφίζοντάς το. Σήμερα, στη Γερμανία, έχει βρει δουλειά, φτιάχνει τεχνητά ανθρώπινα μέλη, μιλά τη γλώσσα της χώρας που ζει. Έχει γίνει το σύμβολο του πρόσφυγα. Έκανα θέμα τις Γκέισες του Τόκιο. Τη θεραπεία μέσω της τέχνης που εφαρμόζεται στους καταυλισμούς της Μυτιλήνης. Τους Αλμπίνους της Τανζανίας που βραβεύτηκαν. Τη Χρυσή Αυγή. Τις γυναίκες του κόσμου.

Από το φωτορεπορτάζ με θέμα “Ελλάδα: Πρόσφυγες στα σύνορα της Ευρώπης”

-Σπουδάζεις στην Ολλανδία ψυχοθεραπεία, γιατί;

-Γιατί με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Η κρίση, ο πόλεμος τονώνουν την άρνηση του να γίνει καλύτερος. Το μυαλό του δεν είναι ήσυχο. Δεν το αφήνει να είναι ήσυχο. Εκτός από αυτό είναι και ένας τρόπος που με βοηθά να κάνω καλύτερες εικόνες. Οι σπουδές με αφήνουν να ανοίγω την καρδιά μου. Είναι μεγάλη δουλειά αυτή.

-Δουλειές της Μάρως Κουρή έχουν βραβευτεί από την UNESCO. Το 2009 πήρε πρώτο βραβείο στον Διεθνή διαγωνισμό Scoop “Το Φυλαχτό – Οι Αλμπίνοι της Τανζανίας”. Το 2010 τιμήθηκε από την Ένωση Φωτορεπόρτερ Ελλάδας. Η εικόνα της από τις διαδηλώσεις κατά της λιτότητας, 2011, ανακηρύχθηκε ως “Φωτογραφία της χρονιάς” από το “LIFE web magazine”. Εχει πάρει Χρυσό Μετάλλιο στον Διεθνή Διαγωνισμό PX3 με θέμα “Σπαραγμός – Η Ελληνική κρίση” 2014.

Για περισσότερα γύρω από τη Μάρω και τη δουλειά της μπορείτε να δείτε εδώ:   http://www.marokouri.com