του Γιάννη Παναγόπουλου //

O σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης μπήκε φουριόζος στο χώρο που είχαμε ραντεβού, σε μικρή αυλή θεάτρου στο Βοτανικό. Και έφυγε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μπήκε. Μετά τη συνέντευξή μας θα πήγαινε σε παράσταση δικής του σκηνοθεσίας που θ’ ανέβει σε θέατρο άλλου σημείου της πόλης. Ο Νικορέστης είναι από τους ανθρώπους που μπορούν να πουν πολλά σε μικρό χρονικό διάστημα. Και μιλώντας μαζί του σου δίνει την αίσθηση πως το μυαλό του βράζει ιδέες για το θέατρο και πώς εκείνο μπορεί να διαμορφωθεί στις διαστάσεις του σήμερα. Με περισσότερη ταχύτητα. Σε ισορροπημένη αρμονία στους κανόνες της καθημερινότητάς μας. Ο Νικορέστης αυτή την περίοδο βλέπει το όνομά του μπλεγμένο σε τρεις παραστάσεις που ανεβαίνουν στην Αθήνα “4 λεπτά & 12 δευτερόλεπτα” και “Ολεάννα” στο θέατρο Olvio, ενώ στα τέλη Νοεμβρίου θα κάνει πρεμιέρα το θρίλερ “Γυναίκα με τα Μαύρα” με τον Νίκο Κουρή και τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη στο θέατρο “Κάτια Δανδουλάκη”. Γιατί όλο και περισσότεροι θεατράνθρωποι αναζητούν το δικό του σκηνοθετικό άγγιγμα στις παραστάσεις που ανεβάζουν ή σκέπτονται να ανεβάσουν;

-Σκηνοθετείς τα “4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα” στο Olvio. Πώς διάλεξες αυτό το έργο;

-Είναι ένα Αγγλικό έργο που γράφτηκε το 2013. Είναι ένα σύγχρονο κείμενο. Το εντόπισα όσο ήμουν στο Λονδίνο για το μεταπτυχιακό μου πάνω στη σκηνοθεσία. Το διάβασα στο βιβλιοπωλείο του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου. Κίνητρο να αγοράσω το βιβλίο του έργου ήταν το εξώφυλλό του. Πόζαραν τέσσερις νέοι άνθρωποι που δεν φαίνονταν τα πρόσωπά τους αλλά κρατούσαν ένα κινητό τηλέφωνο που το βλέπαμε ξεκάθαρα. Εδώ και χρόνια με ενδιαφέρει το νεανικό θέατρο. Και εκείνο το βιβλίο θεματολογικά έπιανε μια σειρά διαφορετικές γενιές στις σελίδες του. Τους εφήβους και τους γονείς τους. Το κείμενο ασχολούνταν με τη φαινομενική οικογενειακή ευτυχία και πώς μια στιγμιαία απόφαση, η άνοδος ενός βίντεο στο διαδίκτυο, μπορεί να την αποθεμελιώσει. Ανεβάσαμε τα “4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα” πρώτη φορά πέρσι στο θέατρο Θησείον. Πήγε αρκετά καλά και είπαμε να το επαναλάβουμε σε μια πιο σκληρή εκδοχή του έργου, στο θέατρο Olvio κάθε Δευτέρα και Τρίτη.

-Θεωρείς πως το θέατρο που ασχολείται με το νεανικό κοινό μπορεί να ορίσει τη δική του θεατρική σκηνή; Για σένα ποιο είναι το νέο θέατρο;

-Το θέατρο για μένα πρέπει να απευθύνεται στο σήμερα. Να μιλά στους σημερινούς προβληματισμούς μας. Σε αυτά που μας πληγώνουν ή εκείνα που μας κάνουν ευτυχισμένους. Οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα στους θεατές μπορεί να υπάρξει στη σκηνή. Με ενδιαφέρει η παραγωγή φρέσκων συναισθημάτων και επομένως νεανικών συναισθημάτων. Είναι σημαντικό να ακουμπήσουμε αυτή τη “στιγμή”. Να δούμε πώς είναι τα πράγματα που δεν έρχονται μέσα από σκέψη αλλά απλώς έρχονται. Οι έφηβοι δημιουργούνται κάτω από αυτές τις συνθήκες. Με ενδιαφέρουν τα κείμενα που δίνουν την αίσθηση στο κοινό πως δημιουργούνται σε πραγματικό χρόνο μπροστά τους.

-Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως δημιουργείται γενιά νέων θεατρικών συγγραφέων με αξιόλογο κείμενο που ασχολείται με αυτό που μόλις είπες;

-Ναι το πιστεύω. Μιλώ εντελώς υποκειμενικά…

-Δεν γίνεται αλλιώς. Και εγώ υποκειμενικές ερωτήσεις κάνω…

-Νομίζω πως τα πολύ ωραία νέα κείμενα που βλέπουμε από Άγγλους συγγραφείς δεν τα συναντάμε δυστυχώς στους Έλληνες συναδέλφους τους που ηθικολογούν χωρίς να υπάρχει λόγος. Των Άγγλων δεν έχουν κανένα εντυπωσιασμό. Δεν έχουν κανένα κίνητρο να φέρουν το πρωτοποριακό. Είναι πηγαία κείμενα, είναι σκληρά κείμενα δεν έχουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Λένε μια ιστορία και μένουν εκεί. Δεν την εξελίσσουν παρουσιάζοντας την ηθική ως ζητούμενο. Τα “4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα” είναι η ιστορία βιντεοσκόπησης από ένα παιδί να κάνει έρωτα με την κοπέλα του. Το βίντεο ανεβαίνει στο διαδίκτυο και κάνει 500.000 views μέσα μια εβδομάδα. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα και δεν βλέπω κάποιο κρυμμένο μήνυμα σε αυτό. Είναι μια ιστορία που βλέπεις την εξέλιξη της. Βλέπεις ποιοι είναι οι παράγοντες που την επηρεάζουν και ποιοι είναι αυτοί που δέχονται τις συνέπειές της.

∠Νομίζω πως τα πολύ ωραία νέα κείμενα που βλέπουμε από Άγγλους συγγραφείς δεν τα συναντάμε δυστυχώς στους Έλληνες συναδέλφους τους που ηθικολογούν χωρίς να υπάρχει λόγος. Των Άγγλων δεν έχουν κανένα εντυπωσιασμό. Δεν έχουν κανένα κίνητρο να φέρουν το πρωτοποριακό. Είναι πηγαία κείμενα, είναι σκληρά κείμενα δεν έχουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Λένε μια ιστορία και μένουν εκεί.

-Το έργο που ανεβάζεις το είδες στην Αγγλία;

-Όχι. Διάβασα μόνο το κείμενο. Γενικά τις παραστάσεις που ανεβάζω δεν τις έχω δει να παίζονται πριν. Είτε είναι κλασικό θέατρο, είτε σύγχρονο. Μου αρέσει να αρχίζω από το μηδέν.

-Μπορείς να ξαναδείς τις παραστάσεις που έχεις σκηνοθετήσει;

-Είναι κάτι που αποφεύγω. Τις βλέπω σπάνια. Θα τις δω μια φορά, μετά θα τις ξαναδώ στην πρεμιέρα τους και μετά σε ένα διάστημα “χ”, αργότερα. Στις πρόβες μπορείς να παρέμβεις στη δράση του έργου. Στις παραστάσεις όμως όχι. Νομίζω πως κάθε σκηνοθέτης από τη στιγμή που μια παράσταση ανεβαίνει πρέπει να αφήνει ηθοποιούς να την ταξιδέψουν εκείνοι. Με τον δικό τους τρόπο.

-Ο πυρήνας του σεναρίου στα “4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα” μιλά για τις σχέσεις που έχουμε αναπτύξει οι άνθρωποι στα σόσιαλ μίντια;

-Αυτή είναι η μία πλευρά. Η άλλη έχει να κάνει με τις σχέσεις που δομούνται από το ξεκίνημα της ζωής ενός ανθρώπου. Τη σχέση γονέα παιδιού για παράδειγμα που δεν την επιλέγουμε. Και συχνά κάτι που φαντάζει στέρεο, γερό, καλά δεμένο, μπορεί στο πέρασμα του χρόνου να αποδειχτεί κούφιο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό κομμάτι που θίγει το έργο. Πως οι γονείς μπορεί να μην γνωρίζουν τελικά ο ένας τον άλλο, ούτε καν το παιδί τους. Και πως μπορεί να έρθει μια στιγμή που θα πέσουν από τα σύννεφα ενώ νομίζουν πως ζουν γερά στη γη. Αυτή η ανάδειξη των σχέσεών μας, στο έργο, περνά μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την έκθεση.

-Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ο δημόσιος καθρέπτης μας;

-Σε συζητήσεις που κάνω με νέους ανθρώπους που είδαν την παράσταση καταλαβαίνω κάτι που έζησε η δική μου γενιά άλλα δεν έζησαν εκείνοι. Εμείς μεγαλώσαμε με τον φόβο της παρακολούθησης. Το να υπάρχει κάπου μια κάμερα και να μας παρακολουθεί ήταν απορριπτέο, παραβίαση της ιδιωτικότητάς μας. Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Τώρα έχουμε τον φόβο μπας και δεν μας παρακολουθούν και δεν πάρουμε πολλά λάικ. Σήμερα, αν δεν μας παρακολουθούν ή δεν δουν το βίντεο ή τη φωτογραφία που ανεβάσαμε είναι πολύ επικίνδυνο ενώ κάποτε ήταν επικίνδυνο το ακριβώς αντίθετο, το να μας παρακολουθούν. Είναι τρομερό πώς άλλαξε η αντίληψή μας γύρω από το τι είναι ιδιωτικό και τι είναι δημόσιο χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει.

 

-Σπούδασες στην Αγγλία.

-Τέλειωσα τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κουν το 2010 ως ηθοποιός. Και μετά σπούδασα στο Λονδίνο, έκανα το μεταπτυχιακό μου στη σκηνοθεσία θεάτρου.

-Η κυρίαρχη διαφορά ανάμεσα στους κόσμους της θεατρικής Αθήνας και του θεατρικού Λονδίνου ποια είναι;

-Πως το Λονδίνο εστιάζει πολύ στο θέαμα. Είναι ξεκάθαρο πως θέλουν ο κόσμος να περάσει καλά. Να δει κάτι που θα είναι έργο σε πολλά επίπεδα. Στα σκηνικά, στα κοστούμια. Οι παραστάσεις ξεκινούν “νταν” την ώρα που έχουν ππρογραμματίσει να ξεκινήσουν χωρίς να χτυπήσουν κουδούνια. To Λονδίνο είναι μια βιομηχανία παραγωγής θεάματος. Το Οφ Γουέστ Εντ είναι νεκρό, δεν έχει τη δυναμική που έχει το δικό μας Οφ Γουέστ Εντ. Στην Αθήνα τα μη εμπορικά θέατρα τύπου Επί Κολωνώ, Νέος Κόσμος, Πορεία, είναι δυνατά, πάει πολύς κόσμος, στο Λονδίνο δεν ισχύει αυτό. Υπάρχει μόνο στο Γουέστ Εντ. Όλα τα άλλα είναι χαμηλότερου επίπεδου από το δικό μας. Στην Αθήνα δεν μπορούμε να αντέξουμε το εντυπωσιακό θέαμα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τα μιούζικαλ που κάνουν εκεί. Δεν μπορούμε να ανεβάσουμε ρεαλιστικά θέματα με τον τρόπο που το κάνουν εκείνοι. Γι’ αυτό σε εμάς ο ρεαλισμός μπορεί να είναι παγίδα. Δεν μπορούμε να έχουμε αυτό που έχουν εκείνοι. Ρεαλιστικό θέατρο από την αρχή ως το τέλος.

-Εχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι Αγγλοι κατάφεραν να λανσάρουν τη μαζική κουλτούρα στον υπόλοιπό κόσμο. Την έκαναν εξαγώγιμο προϊόν.

-Α καλά. Η Αγγλία είναι ο ορισμός του καπιταλισμού. Οι Άγγλοι είναι ο λαός που έχει εφαρμόσει τον καπιταλισμό καλύτερα από τον καθένα. Γνωρίζουν τον τρόπο που ένα προϊόν επικοινωνίας, είτε καλλιτεχνικό είτε διαφημιστικό, μπορεί να πλασαριστεί στη μάζα. Το θέατρό τους δουλεύει τόσο καλά γιατί έχουν οργανώσει τα πάντα πριν μια παράσταση ανέβει στη σκηνή. Λειτουργούν συλλογικά. Και έχουν βάλει το θέατρο στη ζωή τους. Οι παραστάσεις ανεβαίνουν στις 2.30 το μεσημέρι και στις 7.30 το απόγευμα. Κάνουν διάλειμμα από τη δουλειά, πάνε βλέπουν θέατρο και μετά επιστρέφουν στην εργασία τους ή πάνε σπίτι. Στην Ελλάδα το θέατρο είναι έξοδος. Εκεί είναι σαν να πάμε για καφέ. Και τα θέατρα συνεργάζονται. Εδώ τα θέατρα θέλουν να φάνε το ένα το άλλο. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει μαζική προσέλευση κοινού.

-Έχεις σκεφτεί γιατί συμβαίνει αυτό;

-Είναι χαρακτηριστικό του λάου. Η αποτυχία του άλλου είναι επιτυχία δική σου. Έχει σημασία να καταστρέψεις τον άλλο για να προχωρήσεις εσύ.

-Δεν έχει προχωρήσει η ελληνική κοινωνία…

-Δυστυχώς, δεν είμαι πεσιμιστής, απλώς αυτή είναι αλήθεια και όλοι μας προσπαθούμε να δημιουργήσουμε πάνω της.

 Νικορέστης Χανιωτάκης (Who is Who) 

Aφού σπούδασε με επιτυχία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα Ψυχολογίας, ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και αργότερα με την υποκριτική και τη σκηνοθεσία. Το 2011 αποφοίτησε από την δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης και έπειτα ολοκλήρωσε το Μεταπτυχιακό Προγράμμα Σκηνοθεσίας στο University of East London (2015). Ως ηθοποιός έχει λάβει μέρος σε αρκετές παραστάσεις μεταξύ των οποίων “Ζορμπάς”, “Τα ψηλά βουνά”, “Ποιος τη ζωή μου…”, “Αναζητώντας τον Αττίκ”, “Όρνιθες”, “Πλούτος” κ.α. Επίσης πρωταγωνιστεί εδώ και δύο χρόνια στην αγγλική τηλεοπτική σειρά “The Durrells”. Ως σκηνοθέτης, έχει παρουσιάσει τα έργα “Fuga”, “Πινόκιο”, “Σφήκες”, “Οι Ηλίθιοι”, “Ο Κουλοχέρης του Σποκέιν”, “Ολεάννα”, “4 λεπτά & 12 δευτερόλεπτα” και “Λυσσασμένη Γάτα”, τα πέντε τελευταία σε δική του μετάφραση. Αυτήν την περίοδο βρίσκεται στις τελικές πρόβες για την επανάληψη της παράστασης “Ολεάννα” στο θέατρο Olvio με τον Δημήτρη Πετρόπουλο και την Ντάνη Γιαννακοπούλου, ενώ τέλος Νοεμβρίου θα κάνει πρεμιέρα το θρίλερ “Γυναίκα με τα Μαύρα” με τον Νίκο Κουρή και τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη στο θέατρο “Κάτια Δανδουλάκη”.

«4 λεπτά & 12 δευτερόλεπτα»

Το έργο που σαρώνει στις θεατρικές αίθουσες της Αγγλίας, ανεβαίνει στο OLVIO κι έρχεται να αλλάξει τη σχέση μας με την πραγματικότητα και να επανεκτιμήσει τον κόσμο που ζούμε. Πως, στ᾽ αλήθεια, ένα βίντεο τεσσάρων λεπτών και δώδεκα δευτερολέπτων μπορεί να επηρεάσει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων;

Σ’ έναν κόσμο όπου οι κάμερες, η ψηφιακή εικόνα και ο κίνδυνος έκθεσής μας σε ένα άγνωστο “κοινό” είναι δίπλα μας κάθε -προσωπική ή μη- στιγμή που ζούμε, ο συγγραφέας εστιάζει σε ένα προκλητικό και επίκαιρο θέμα ρίχνοντας φως στις ύπουλες εκπλήξεις που προσφέρει η νέα τεχνολογία. Tίποτα δεν πεθαίνει σε απευθείας σύνδεση, εκτός από την αξιοπρέπεια…

Ένα σύγχρονο νουάρ από τέσσερις ηθοποιούς, δύο έμπειρους και δύο ταλαντούχους της νέας γενιάς, αποκαλύπτουν στη σκηνή μία νέα πραγματικότητα στην οποία είμαστε ήδη πρωταγωνιστές της.

ΤΟ ΕΡΓΟ

Η Νταϊάνα και ο Ντέιβιντ έχουν αφιερώσει την ζωή τους για να δώσουν στον γιο τους, Τζακ, την ευκαιρία που εκείνοι δεν είχαν ποτέ, να γίνει ένα ευπόληπτο μέλος της κοινωνίας. Αλλά ένα αναπάντεχο γεγονός -ο ξυλοδαρμός του Τζακ από τον αδερφό και τον πατέρα της κοπέλας του- απειλεί να καταστρέψει τα πάντα…

Ένα ερασιτεχνικό βίντεο του Τζακ διάρκειας 4 λεπτών και 12 δευτερολέπτων, είναι το κλειδί που θέτει σε αμφισβήτηση τους πάντες και τα πάντα γύρω από τη ζωή τους, αλλά και σε κίνδυνο τη ζωή του Τζακ…

ΒΡΑΒΕΙΑ: 2015 Circle Theatre Award, Soho Theatre’s 2013 Verity Bargate 2nd Award

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μετάφραση: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης, Γεράσιμος Σκαφίδας
Φωτισμοί: Νίκος Βούλγαρης
Ερμηνεύουν: Χρήστος Σαπουντζής, Μαργαρίτα Βαρλάμου, Ιουλία Γεωργίου, Νικόλας Φουρτζής

Μέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:30
Διάρκεια: 85 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Τιμές εισιτηρίων:
Ταμείο: 12€ κανονικό, 9€ μειωμένο (για φοιτητές, ανέργους, ΑΜΕΑ)
Προπώληση: από 8€