Ενθύμιον Χίου. 

Δεν ξέρω αν το “Αλκαίος” ταξιδεύει ακόμη… Φαντάζομαι όχι, ήταν ήδη παλιό, όταν  γύρω στο 2000, φεύγοντας από την Σάμο, αποφάσισα να δω για πρώτη φορά και την Χίο….Πρέπει να πήγαινε με μικρή ταχύτητα, γιατί  βαρέθηκα και  για πρώτη φορά, αποφάσισα να περάσω την ώρα μου, στο εστιατόριο του πλοίου. Εκεί έμαθα τι σημαίνει “πληρώνω καραβίσιο” το κατεψυγμένο αρακοκαροτοκαλαμποκόρυζο με κάτι άλλο μάλλον κοτόπουλο, που όντως, δύσκολα τρωγόταν…Το πλήρωμα, ήταν ευγενέστατο αν και κάπως βαριεστημένο…όμως, τι ενθουσιασμό να έχεις όταν κάνεις το ίδιο δρομολόγιο κάθε μέρα…

Η Χίος, ήταν όμορφη. Και μεγάλη.  Δεν θα πω για τα μεσαιωνικά Μεστά, με το σπίτι που διανυκτέρευσα, χτισμένο πάνω στον τοίχο του κάστρου, με τόση υγρασία που  έτρεμα από το κρύο παρά τις δύο κουβέρτες Σεπτέμβρη μήνα, δεν θα πω για το Αργέντικο, με τους ωραίους πίνακες, την αυλή με το πηγάδι και τα κελάρια του, ούτε για τα Αυγώνυμα, που έμειναν στην ιστορία, σαν σημείο θρήνου, μαρτυρίου και θανάτου…. Τέσσερις πέντε μέρες μετά, βρέθηκα σε ένα  χωριό. Κάποτε πλούσια και πολυάριθμη η Βολισσός, τώρα σχεδόν ακατοίκητο και κλειδωμένο βασίλειο.  Ηταν ερημωμένο, από τους γνωστούς λόγους αλλά και από έναν μεγάλο σεισμό. Έχοντας μεγάλη αγάπη για τα ερείπια, τριγύρισα μέσα στο έρημο χωριό, είδα σπίτια κομμένα στη μέση, μπαούλα στον πρώτο όροφο ανοιχτά και ρούχα να κρέμονται από τον πεσμένο τοίχο, πιάτα στο ερμάρι της κουζίνας, σκονισμένα και ξεθωριασμένα, όμως ακόμη στην θέση τους. Φαντάστηκα ιστορίες , ζωές, τύχες…. Αποφάσισα να περάσω το βράδυ μου στο  χωριό αυτό. Ευτυχώς η κοπέλα που είχε έναν ξενώνα του ΕΟΤ, είχε σπάσει το πόδι της και δεν είχε φύγει για Αθήνα όπως είχε προγραμματίσει, καθώς ήταν πλέον φθινόπωρο.

Την επόμενη μέρα, μπήκα στο  δάσος. Όχι τίποτα αγριόδασος, βατό και ήρεμο. Γι’ αυτό και δεν ανησυχούσα, αν και είμαι παιδί της πόλης, άλλωστε, δεν είχα μπει και στον Μέλανα δρυμό… Ξαφνικά, ένιωσα κάποια παρουσία κοντά μου και σήκωσα το κεφάλι κοιτώντας γύρω γύρω… δεν ακουγόταν κάτι διαφορετικό από πριν, αλλά λίγο μετά την είδα.  Στεκόταν ψηλότερα από μένα,  σε ένα ύψωμα,  είκοσι μέτρα απόσταση;  Με κοίταζε σιωπηλή. Δεν είχα ξαναδεί ξωτικό… Φορούσε  άσπρο μαντήλι στο κεφάλι, ήταν ξυπόλητη (ναι, μέσα στο δάσος) και στους ώμους της, υπήρχε στοιβαγμένο, ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ  δεμάτι από κλαδιά , παρά λίγο, μεγαλύτερο από την ίδια… Η ηλικία της δεν  ήταν προσδιορίσιμη, αλλά πάντως φαινόταν μεγάλη. Κοιταχτήκαμε για πολλά δευτερόλεπτα, δεν θα μιλούσα πρώτη. Μετά με χαιρέτησε με ανθρώπινη φωνή. Αρχισε να κατεβαίνει προς το μέρος μου και σιγουρεύτηκα ότι ήταν πράγματι, ξυπόλητη. Την ρώτησα αν χρειάζεται βοήθεια με το βάρος. Γέλασε ανάλαφρα, σαν κοπελίτσα. Είμαι  συνηθισμένη μου είπε. Με ρώτησε αν είμαι μόνη. Για στιγμές, ήρθαν στο μυαλό μου εικόνες από τίτλους εφημερίδων, μετά συνήλθα. Δέχθηκα την πρόσκλησή της, την ακολούθησα και έτσι, γνώρισα τις  αδελφές Κ.

c1a9164c-5b57-4e96-a5db-8aa144e03e35Η Στέλλα, η μεγαλύτερη, το ξωτικό, ζούσε με την εκλεπτυσμένη Καλλιόπη, δύο ηλικιωμένες αδελφές, που ποτέ δεν έφυγαν από το χωριό τους. Ζούσαν στο καλυβάκι αυτό, με το μικρό περιβόλι μπροστά, με τις κότες τους και μία κατσίκα το καλοκαίρι, και το χειμώνα, πήγαιναν στο πατρικό σπίτι στο χωριό. Καθίσαμε έξω, ανάμεσα στο σπίτι και το περιβόλι, σε ένα ξύλινο τραπέζι, καλυμμένο με μουσαμά. Η Στέλλα, με πρόσωπο ρυτιδωμένο από την ζωή στα χωράφια, ήθελε να μου προσφέρει ντομάτες, να κόψει αμπελοφάσουλα ή δεν θυμάμαι τι άλλο… Η  Καλλιόπη, ευγενική και στην φυσιογνωμία, χαμογελούσε και μιλούσε μαλακά. Η μητέρα τους, πέθανε πριν τελειώσει ο πόλεμος και ο πατέρας, έμεινε τυφλός, από έκρηξη στο μέτωπο.  Ήταν από χαρακτήρα αυστηρός και δύστροπος, αλλά μετά την αναπηρία του, χειροτέρεψε κι’αλλο… δεν τον άφησαν μόνο του, δεν έφυγαν να παντρευτούν. Άκουσα ιστορίες για τον πόλεμο, για την φτώχεια και την πείνα,  για την χήρα που τους χτύπησε την πόρτα ψάχνοντας κάτι να ταϊσει τα παιδιά της και ο πατέρας έδωσε εντολή, να της δώσουν μία τσανάκα γιαούρτι και μία σειρά ξερά σύκα. Το ίδιο είπε να δίνουν σε ΟΛΟΥΣ  τους πεινασμένους που  ζητούσαν φαγητό. Μία τσανάκα γιαούρτι και μία σειρά ξερά σύκα. Και εκείνες συμμορφώθηκαν, όπως σε ό,τι έλεγε. Ούτε μπορούσαν, ούτε ήθελαν να του χαλάσουν χατίρι, άλλωστε μπορούσαν να ζήσουν με τα βασικά… Μου είπαν για την χήρα που γύρισε και τους άφησε έξω από την πόρτα μία γυάλινη πιατέλα και ένα πλεγμένο  με βελονάκι, εργόχειρο, πάνω της, μάλλον ήταν το πιο πολύτιμο που είχε… μου το έφεραν να το δω. Το είχαν πάντα πάνω στο τραπέζι τους… Μου είπαν για τα ερειπωμένα σπίτια, για τους συγχωριανούς, για την αγία Μαρκέλλα, την αγαπημένη τους, το πόσο θαυματουργή είναι. Το ότι κάθε χρόνο στη γιορτή της, είναι μία από τις σπάνιες φορές που θα αφήσουν το σπίτι τους και θα πάνε να προσκυνήσουν τα βράχια που γίνονται κόκκινα από το αίμα της αγίας , κάθε χρόνο και που έρχονται μέχρι σήμερα οι επιστήμονες και δεν μπορούν να εξηγήσουν το πώς κοκκινίζουν τα βράχια, και πόσο περήφανες είναι που ήταν συγχωριανή τους η Αγία ….. Ηλεκτρικό, δεν πρέπει να είχαν, υπήρχαν παντού όμως,  δαντελωτά καλύμματα, ιδίως στο εικονοστάσι. Δεν είχαν ούτε τρεχούμενο νερό στο καλυβάκι τους, αλλά βρυσάκι με το γαλβανιζέ (το πάλαι ποτέ) ντεπόζιτο, σε σχήμα μισού κυλίνδρου. Με κέρασαν υποβρύχιο, εννοείται μαστίχα, σε ένα θαμπό ποτήρι με κάποιο  θολό υγρό και ένα εντελώς αγάνωτο πλέον από την χρήση πηρούνι, το οποίο επέμεναν να πιω… και ήπια (λίγο) γιατί ήταν τόσο χαρούμενες που είχαν επισκέψεις…..

39c141f1-93e3-40b2-a6fe-a5f6da2ea92e

-Τα επόμενα χρόνια, χαίρονταν με τις κάρτες που τους έστελνα από διάφορα ταξίδια, πράγμα που το τηρούσα ευλαβικά και  η Στέλλα (?) μου έστελνε γράμμματα και κάρτα κάθε Χριστούγεννα, με εκείνον τον γραφικό χαρακτήρα του ανθρώπου που έχει πάει δημοτικό (και ίσως όχι καν, ολόκληρο) φωτογραφίες με την κατσικούλα τους, μέχρι που κάποια στιγμή,  το γράμμα είχε την Καλλιόπη, ως αποστολέα…”χάσαμε την Στελλίτσα μας” μου έγραψε….

Πήγα να την δω, τελευταία φορά, μου το ζήτησε πέρσι, λέγοντάς μου ότι ΠΡΕΠΕΙ να πάω, γιατί γέρασε. Και πήγα.…. Φέτος, ήταν απελπισμένη για τις φωτιές που κατέστρεψαν το νησί και τα πόδια της πια δεν την στήριζαν ώστε  να βγεί από το σπίτι…

Μου έκανε πάντα εντύπωση, ότι, μία γυναίκα αγρότισσα, με τα λίγα γράμματα που ήξερε, δεν έκανε ΠΟΤΕ λάθη μιλώντας, ότι δεν εντόπισα ούτε μία φορά, στον προφορικό λόγο, να κάνει τους βαρβαρισμούς που ακούς συνεχώς γύρω σου, ήταν  απίστευτα ευγενής και οι λεπτοί της τρόποι, δεν είχαν καμμία σχέση με χωριό….ς να την δωην ακολοφ Μία αριστοκράτισσα και ας μην το ήξερε,  που έζησε με τον δικό της  κώδικα. Έναν κώδικα ατόφιο, που ποτέ δεν έχασε το σχήμα, τη μορφή και κυρίως, την ταυτότητά του, τόσο διαφορετικό, για αυτό και πολύτιμο, που κάνει όλους εμάς τους “συγχρονους ανθρώπους των ανέσεων” να μοιάζουμε πλέον, με μια άμορφη καρμπόν μάζα, έναν αυτάρεσκο πολτό, σαν Μαστίχα υποβρύχιο, παγιδευμένοι , στριμωγμένοι στριφογυριστά, στο λαμπερό και επίχρυσο πηρούνι του πολιτισμού,  προορισμένοι να μας φουντάρουν αόρατα χέρια,  σε ποτήρια διάφανα,  ντιζαϊνάτα,  που ειναι γεμάτα με νερά που μοιάζουν κρυστάλλινα και όμως, κανείς δεν μπορεί να πιει, ούτε μιά γουλιά. Επειδή λείπει πλέον η αλήθεια και το σημαντικό, σ’ αυτό που είμαστε, που πράττουμε, που λέμε, που φτιάχνουμε. Είμαστε πλήρωμα, βυθισμένο στην ανία, σε ένα αργοκίνητο εμπορικό καράβι της γραμμής, χωρίς ποιότητα στο φαγητό και τις υπηρεσίες, που μοιάζει να απομακρύν εται, όλο και περισσότερο, από το ουσιαστικό, χωρίς επιστροφή.

Αντίο, ευγενική Καλλιόπη…..

3ddfc737-0abd-4813-876d-d94e74b5159f

Μεθ’ υπολήψεως

Dj. Nua