γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

Τρίτη βράδυ, με δυνατό αέρα και κρύο στην Αθήνα, ένας καιρός που μάλλον ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ θα λάτρευε, περνάω την πύλη του Αγίου Παύλου της Αγγλικανικής εκκλησίας στην οδό Φιλελλήνων, πόρτα βαριά ξύλινη με σιδερένιο διάκοσμο και η πρώτη σκέψη μου, επιτέλους ο Στρίντμπεργκ βρήκε την πιο ενδεδειγμένη κατοικία του. Πιστεύω πως αν κάθε συγγραφέας παρουσιαζόταν σε χώρους που θα ταίριαζαν πιότερο στη φυσιογνωμία του, το αποτέλεσμα θα ήταν ιδανικό και σαφώς πολυπλοκότερο, διότι αλλάζουν οι παράμετροι από μια τυπική θεατρική σκηνή με συγκεκριμένες δομές.

Σε αυτό ακριβώς το εγχείρημα προέβη η θεατρική ομάδα ΑΣΙΠΚΑ με μεγάλη επιτυχία καθώς από την ημέρα ιδρύσεώς της το 2007 από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπίτο και την ηθοποιό Ειρήνη Δράκου, έχουν στο βιογραφικό τους μια πλούσια συλλογή από 16 παραστάσεις και performances τόσο σε αμιγώς θεατρικούς χώρους, όσο και σε μη συμβατικούς όπως μνημεία, εγκαταλελειμμένα κτίρια και δημόσιους χώρους.

Επίσης στο ενεργητικό τους συμπεριλαμβάνονται και τέσσερις (4) κινηματογραφικές παραγωγές, με τρεις ταινίες μικρού μήκους και μια μεγάλου μήκους με τίτλο «Ανεμιστήρας» η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2013 και πρόσφατα συμμετείχε σε διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Λέτσε της Ιταλίας, στην Κύπρο, στο Σάο Πάολο στη Βραζιλία, στο Σίδνεϋ, στη Μελβούρνη στην Αυστραλία, στο Βισμπάτεν της Γερμανίας, στο Ελσίνκι, στη Μόσχα, στο Εδιμβούργο και στην Ινδία.

Η ομάδα ΑΣΙΠΚΑ είχε συμμετάσχει και στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2012 με την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στη Μικρή Επίδαυρο, με το Εθνικό θέατρο το 2011 και στα πλαίσια του ΙΕΤΜ Athens με την παράσταση: «Περίπατος στην Έρημη Χώρα» το 2013 στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο.

Αυτή τη φορά η ομάδα ΑΣΙΠΚΑ επέλεξε τον χώρο της Αγγλικανικής εκκλησίας για να ανεβάσει την παράσταση «Οι Δανειστές. Μια αυτοβιογραφία» του Στρίντμπεργκ κι ενώ φαινομενικά φαντάζει αδύνατος αυτός ο συνδυασμός, στην πορεία θα αντιληφθείτε πως υπήρξε η πιο ιδεώδης των επιλογών.

Ο Σουηδός θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος, γεννήθηκε στη Στοκχόλμη μέσα σε μια οικογένεια αποτελούμενη από έντεκα παιδιά από πατέρα έμπορο και υπάλληλο ναυτιλιακής εταιρίας και μητέρα παραδουλεύτρα στην οικογένεια του πατέρα του.

Τη μητέρα του την έχασε από φυματίωση μόλις στα δεκατρία του χρόνια κι ο πατέρας του προτού καλά- καλά περάσει ένας χρόνος παντρεύτηκε τη γκουβερνάντα των παιδιών. Δέχθηκε την κακία, τη βαναυσότητα και την κακομεταχείριση από την μητριά του κι αυτά τα θλιβερά και σκοτεινά βιώματα τον καταδίκασαν σ’ όλη του τη ζωή κι αποτελούσαν και τους σκοτεινούς εφιάλτες των έργων του στα πρόσωπα που σκιαγραφεί. Ο ίδιος έκανε τρείς αποτυχημένους γάμους και η μοναξιά τον κυνηγούσε ακατάπαυστα. Ακόμα κι ο «Γαλάζιος Πύργος» όπου έζησε στη Στοκχόλμη μετά τον θάνατό του βυθίστηκε στη μοναξιά.

•Απόδειξη των εφιαλτικών του αναμνήσεων υπήρξε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που συνέγραψε το 1886 με τίτλο: «Ο γιός της δούλας». Μέσα από τις περιπέτειες της ζωής του μπορεί κανείς ευκολότερα να αντιληφθεί τον άκρατο μισογυνισμό, που είναι απόλυτα διειδής στη γραφή του Στρίντμπεργκ.

Ένας ιδιαίτερος συγγραφέας, πολυσυλλεκτικός όσων αφορά τις μορφές του Θεάτρου καθώς θα λέγαμε πως αν ο Ίψεν για παράδειγμα ήταν κύριος εκπρόσωπος και θεμελιωτής ενός καθαρού- νηφάλιου θεάτρου σκέψης, ο Στρίντμπεργκ από την άλλη πλευρά συνοψίζει στη γραφή του όλα τα είδη και τις μορφές του θεάτρου του 19ου= αλλά και του 20ου= αιώνα, τον ρομαντισμό, τον νατουραλισμό, τον ρεαλισμό, εξπρεσιονισμό, υπαρξισμό, σουρεαλισμό.

Ο μεγαλοφυής αυτός συγγραφέας, ο δραματουργός Στρίντμπεργκ, υπήρξε ο δημιουργός ποικίλων δραματικών μορφών, εκφραστής πολύπλευρων αντιφάσεων, άλλες φορές υπεράσπισε κι άλλες φορές πολέμησε θεσμούς, ιδέες, κοινωνικές θέσεις και επιταγές.

«Οι Δανειστές. Μια Αυτοβιογραφία» του Στρίντμπεργκ σε εξαιρετική μετάφραση της Έρις Κύργια, αποτελεί το ψυχογράφημα τριών ανθρώπων, με κοινούς άξονες της μοίρας που δένονται μεταξύ τους, κάτω από δραματικές φόρμες.

Όλη η υπόθεση διαδραματίζεται σ’ ένα σταθερό σημείο αναφοράς, στο σαλόνι ενός ξενοδοχείου παραθερισμού.
Ο σύζυγος Άντολφ είναι ζωγράφος και η Τέκλα συγγραφέας. Ο Άντολφ είναι τρελά ερωτευμένος με την Τέκλα και απόλυτα εξαρτημένος από την ύπαρξή της, ώστε όταν εκείνη φεύγει μια εκδρομή, εκείνος αποτυπώνει συνεχώς τη μορφή της στον καμβά, ώσπου εμφανίζεται ο πρώην σύζυγος της Τέκλα, τον οποίο είχε αφήσει για το ζωγράφο Άντολφ και προσποιείται ότι είναι κάποιος ξένος, ο Γκουστάβ.

Αυτή η συνάντηση υπήρξε καθοριστική και μοιραία και για τους τρεις τους καθώς από την ίδια στιγμή το πορτραίτο γίνεται γλυπτό, το γλυπτό αλλάζει, παραμορφώνεται, χάνει τη γλυκιά, θηλυκή και γοητευτική του εικόνα, γίνεται σκληρό έως και αποτρόπαιο, όπως και η ψυχοσύνθεση του Άντολφ απέναντι στην Τέκλα, η ερωτική τους αίσθηση εξοστρακίζεται και ο Γκουστάβ αποκαλύπτει το περίτεχνο σχέδιό του στην Τέκλα, η προδοσία που ένιωσε, έλαβε δικαίωση.

Η τελική συνάντηση και των τριών είναι και η τελευταία της ζωής τους.

•Το να μετατραπεί ο άγιος Παύλος, η Αγγλικανική εκκλησία του πολεοδόμου αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη σε ξενοδοχείο παραθερισμού, αρχικά μοιάζει με μια συνθήκη δύσκολη έως και αδύνατη, ωστόσο αποδεικνύεται η πιο ιδανική, καθώς οι μαρμάρινοι κίονες δεξιά και αριστερά από το ιερό, τα κορνιζώματα από πωρόλιθο και τα βιτρό παράθυρα με τις μπλε αποχρώσεις και το μεγάλο ύψος του νεογοτθικού ναού, έδιναν την εικόνα ενός αίθριου ευάερου και ευήλιου αρχικά που έμελλε στην πορεία να γίνει ο σκοτεινός τάφος των τριών μοιραίων προσώπων.

Η σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Μπίτου, υπήρξε τόσο βαθιά, διεισδυτική και υπεραναλυτική πάνω στον Στρίντμπεργκ, που είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του συγγραφέα από κάθε άποψη.
Λόγος δύσκολος, στριφνός, όπως και οι χαρακτήρες που διαμορφώνει.

Στα περισσότερα από τα έργα του Στρίντμπεργκ, το κυρίαρχο θέμα είναι η πάλη των δύο φύλων κι όπως έλεγε κι ο Άγγελος Τερζάκης «Η γυναίκα θα ασκήσει πάνω στη ζωή του Στρίντμπεργκ μια αλλόκοτη και αντιφατική έλξη. Έχει συνειδητοποιήσει όσο κανένας άλλος το δραματικό, το σχεδόν μοιραίο βάρος του θηλυκού στοιχείου μέσα στη ζωή. Έβλεπε στην πάλη άντρα-γυναίκας μια στοιχειακή αναμέτρηση, που παίρνει διαστάσεις φυσικού νόμου».

Ο Δημήτρης Μπίτος δημιουργεί μια αριστοτεχνικά δομημένη παράσταση, κατορθώνει να ξεδιπλώσει ως άλλος ψυχαναλυτής τους τρείς καθοριστικά- λειτουργικούς χαρακτήρες του έργου, συντελώντας σ’ ένα ψυχόδραμα υψηλής αισθητικής, όπου το θέατρο αποκτά άλλη διάσταση, αντικατοπτρίζοντας την ψυχοκοινωνική παθολογία των ανθρώπων του σήμερα σε επίπεδο επικοινωνίας.

Η σκηνοθετική οπτική του Δημήτρη Μπίτου είναι πολυεπίπεδη καθώς, πρώτον προβάλλει την προσωπική δυστυχία και τις έμμονες ιδέες του συγγραφέα, την πεσιμιστική του άποψη για τη ζωή, επηρεασμένος κατάφορα από την υπαρξιακή σχέση του Δανού φιλοσόφου Σαίρεν Κίρκεγκωρ, γι’ αυτό και η παρεμβολή άλλων κειμένων που απαγγέλθηκαν κατά τη διάρκεια της παράστασης ήταν ιδιαιτέρως ευρηματική και ευφυής, δεύτερον περνά στην περιπαθή εξομολόγηση του σκοτεινού παρελθόντος του Στρίντμπεργκ, που ουσιαστικά τον ακρωτηρίασε ως λειτουργική- ανδρική φυσιογνωμία, ( κακουχίες μητριάς, οικονομική δυσπραγία, ταξική διφυία, αντιφεμινισμός, ταραγμένες σχέσεις με τη σύζυγό του Σίρι Φον Έσσεν, περίοδος ψυχονευρικής κρίσης που τον οδήγησε προς την αλχημεία και τον μυστικισμό) και τρίτον ο Δημήτρης Μπίτος ανέδειξε το δράμα μέσα από ένα πρίσμα διαφορετικό, όχι απλά συγκινησιακής φόρτισης, αλλά τη βίωση του δράματος με πάθος, με περισσή παρρησία και μια μεσαιωνική αντίληψη της ζωής ως ταξίδι αέναο προς την εμβάθυνση και την αυτογνωσία.

•Οι καθαρές σκηνοθετικές φόρμες του Δημήτρη Μπίτου που διαπνέονται από λιτότητα και νατουραλιστική χροιά σε συνδυασμό με τη στριφνή συνειρμική αλληλουχία του Στρίντμπεργκ, κατορθώνουν να αποκαλύψουν τόσο διεξοδικά τους χαρακτήρες με μια επιστημονική αντικειμενικότητα (όπως ο Εμίλ Ζολά). Αναδεικνύει ακραιφνώς ο Δημήτρης Μπίτος μέσα από την προσέγγισή του, την πάλη των ψυχών για επικράτηση του ισχυρού προς τον αδύναμο, τη δημιουργία της εξαρτησιογόνας σχέσης και την υποδούλωση του ενός στον άλλο, την ψυχική φθορά, το τέναγος των δύο υπάρξεων, τα αδιέξοδα της συμβίωσης κι όλα αυτά θυμίζουν μονομαχία σε Ρωμαϊκή παλαίστρα, τόσο λυσσαλέα και εξουθενωτική, που οδηγεί στις πιο απροκάλυπτα κυνικές μύχιες αποκαλύψεις τους που σκοτώνουν.

Ωστόσο πέρα από τη σκηνοθετική ευθύνη, ο Δημήτρης Μπίτος είχε διττό ρόλο καθώς ερμήνευε το σύζυγο της Τέκλα, τον Άντολφ.

Η ερμηνευτική του ευχέρεια επί σκηνής ήταν αποκαλυπτική, καθώς ξεδιπλώνει όλη τη ζωή του Άντολφ από τις πρώτες μέχρι τις τελευταίες στιγμές της μεγάλης σύγκρουσης.
Μέσα από τον ήρωα που υποδύεται, στην ουσία ξετυλίγει το νήμα της ζωής του Στρίντμπεργκ, των θλιβερών βιωμάτων που κουβαλούσε.

Ένας άντρας τρελά ερωτευμένος, που με τη βοήθεια του Γκουστάβ του πρώην συζύγου, αποκαλύπτει το απόλυτο δέσιμο της ζωής του από τη γυναίκα του, την οικτρή υποτέλειά του που τον κρατά δέσμιό της και τον κατατρώγει, όταν της λέει: « …Σήκωσα εσένα και γκρέμισα εμένα…… Με τα χρόνια γίναμε δίδυμος οργανισμός…. Μου συντρίβεις τον εγκέφαλο με τις αναίσθητες δαγκάνες σου…».
Σκιαγραφεί με περισσή ευελιξία τη συναισθηματική του πορεία- εξέλιξη, μέχρι την πλήρη εσωτερική του εξαθλίωση και αφανισμό, ώσπου η βαθύτερη ανάγκη για επανάσταση, για τα χαμένα χρόνια, για την υποδούλωσή του, για την ελευθερία του, να κάνει έτι ευκρινές το παιχνίδι των δύο δυνατότερων αντιπάλων στην σκακιέρα των σχέσεων, με στόχο την επικράτηση του ισχυρότερου.

Τονίζει το στοιχείο της ειμαρμένης τόσο, ώστε να μοιάζει με κραυγή απόγνωσης πως τα όσα ζουν και υποφέρουν είναι μια κόλαση, ένας εφιάλτης απ’ τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν, παλεύουν όμως δεν γίνεται, πληρώνουν για αμαρτίες προγενέστερες της ύπαρξής τους.

Στο ρόλο της Τέκλα η Ειρήνη Δράκου, που μαζί με τον Δημήτρη Μπίτο, έκαναν και την εξαιρετική δραματουργική επεξεργασία.

Η Ειρήνη Δράκου υποδυόμενη το ρόλο της συζύγου Τέκλα, τόσο ευέλικτη εκφραστικά, όσο και κινησιολογικά, οικοδομεί αριστοτεχνικά τη φυσιογνωμία που σκιαγραφεί ψυχαναλυτικά ο Στρίντμπεργκ στο έργο, μια γυναίκα γοητευτική, με έντονη τη θηλυκή της υπόσταση, που διψά για ζωή, που της έχει χρεωθεί ο ρόλος της διαβολικής σφετερίστριας του θρόνου της εξουσίας του αρσενικού μέσα στην κοινωνία με τρόπο δόλιο, με πονηρία και που κατορθώνει πάντα να καταστρατηγήσει την ισχυρή ανδρική του φύση, κατακερματίζοντας την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του και κάθε διανοητική και δημιουργική του ικανότητα, αδιαφορώντας για τη δακέθυμη συμπεριφορά τής απέναντί του.

Ωστόσο θεωρώ πως κάποιες στιγμές, μέσα από τις ποικίλες εκφραστικές αλλαγές φωνής και συγκλονιστικού βλέμματος, η Ειρήνη Δράκου αποθεώνει και την πλευρά της γυναίκας – ύπαρξης, θύματος, όταν η ίδια λέει στο σύζυγό της Άντολφ: «….Καμία πράξη μας δεν οφείλεται στην ελεύθερη βούληση», πόσο απενοχοποιείται μέσα απ’ αυτό για τις όποιες πράξεις της και τι τεράστιο ηθικό δίλημμα θέτει με θεολογικές φιλοσοφικές προεκτάσεις, για την ελευθερία των επιλογών, πόσο κατακερματίζει τη συντακτική δύναμη της συνείδησης αφανίζοντας την όποια χωρική ή χρονική τάξη.

Στο ρόλο του Γκουστάβ ο Νίκος Καμόντος απλά συγκλονιστικός.

Ο Νίκος Καμόντος ως Γκουστάβ, υποδύεται τον πρώην σύζυγο της Τέκλα, που είχε εξαθλιωθεί από την προδοσία της, όταν εκείνη τον άφησε για τον νυν σύζυγό της το ζωγράφο Άντολφ.

Ο Νίκος Καμόντος με μια παρουσία επί σκηνής που αγγίζει τα όρια της μυσταγωγίας, κατορθώνει στη συνάντηση και επικοινωνία του με τον Άντολφ να του αποκαλύψει το τέρας που κρύβεται πίσω από δυο γοητευτικά μάτια κι ένα τρυφερό χαμόγελο της Τέκλα, να τον κάνει να δει όλη του τη ζωή σε λίγη μόλις ώρα, την απίστευτη υποδούλωσή του, την ανύπαρκτη ελευθερία του, ν’ αγγίξει τα εσώψυχά του και να τον απελευθερώσει από τα δεσμά της γυναίκας του. Στόχος η διάλυση του ζευγαριού, με βάναυσες ψυχολογικές αλήθειες που λέγονται και κονταροχτυπιούνται αμφίδρομα, μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι την προσωπική του δικαίωση, είναι θέμα ηθικής τάξης, θέμα τιμής.

 

Ο Νίκος Καμόντος τόσο στιβαρός, με μια φωνητική σταθερότητα καθαρής και ολοστρόγγυλης άρθρωσης, με ένα βλέμμα μειλίχιο αρχικά, δημιουργεί μια αίσθηση θρησκευτικής τελετής, για να φτάσει στην αντίπερα όχθη που συνταράσσει συθέμελα τους θεατές, καθώς μεταμορφώνεται σε δικηγόρο του διαβόλου, στη φωνή του υποσυνείδητου, μ’ ένα γέλιο σαρκαστικό, σχεδόν διαβολικό, δίνοντας υπόσταση στη σκοτεινή φύση του ανθρώπου, στη σύζευξη του καλού με το κακό.

Ο ίδιος είναι οι εφιάλτες της ζωής τους.

Κι όταν φτάνει στο τέλος να ανέβει στον Άμβωνα και να γίνει ο δικαστής, ο κριτής στις ζωές τους, λαμβάνοντας την ύψιστη δικαίωση, εκεί το άπειρο του κόσμου και το άπειρο της ψυχής, σμίγουν σε κρυμμένα ανεξιχνίαστα βάθη, εκεί υψώνεται η νίκη του ως άλλη ρομφαία που εξοβελίζει τους πειρασμούς του κορμιού, εξοβελίζοντας την έπαρση της Τέκλα.

Τόσο κατά την έναρξη, όσο και κατά τη διάρκεια της παράστασης υπήρξαν απαγγελίες άλλων κειμένων από τη Θεοδώρα Έλλη Αθανασοπούλου, μ’ έναν ρυθμό καταιγιστικής εξέλιξης που προμήνυε τα γεγονότα, είχε το ρόλο του προφήτη των όσων θα συμβούν, εξαιρετικά ευρηματικό ως θεατρικό τέχνασμα, ως πειραματική φόρμα, άλλωστε ο Στρίντμπεργκ ήταν αυτός που εισήγαγε πάντα καινοτόμες τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή δραματικές μεθόδους του μοντέρνου Θεάτρου.

Με την ερμηνεία της ως εξάγγελος του κακού η Θεοδώρα Έλλη Αθανασοπούλου, τοποθετούσε τους θεατές στην δραματικότητα των καταστάσεων που θα επακολουθούσαν, δημιουργώντας συγκινησιακή φόρτιση.
Ένα σκηνικό λιτό σε αδρές γραμμές, όπως ακριβώς θα ταίριαζε στο χώρο και στον Στρίντμπεργκ με δύο μεγάλες στιβαρές ξύλινες πολυθρόνες στο κέντρο και πολλά κεριά αναμμένα, προσδιόριζαν το χώρο του δράματος και με αντίστοιχα κοστούμια που συνάδουν στην προσωπικότητα του κάθε χαρακτήρα από τον Άγγελο Μέντη.
Ο Άντολφ κινήθηκε χρωματικά σε πιο μπεζ αποχρώσεις και ανέμελες φόρμες λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, της καλλιτεχνικής του φύσης, η Τέκλα με ένα φόρεμα θηλυκό σε καφέ, άσπρους και μαύρους τόνους που τόνιζε τη γοητευτική και πλανεύτρα φυσιογνωμία της κι ο Γκουστάβ, η φωνή της συνείδησης, η εκδίκηση, ο δικηγόρος του διαβόλου ντυμένος στα μαύρα.

Οι επιλογές των κοστουμιών ήταν άριστες και τα εύσημα φυσικά αποδίδονται στον Άγγελο Μέντη που είχε και την επιμέλειά τους.

Ο Γιώργος Νικόπουλος, υπεύθυνος για τη δημιουργία video, παρουσίαζε με εξαιρετικό τρόπο την εξέλιξη του πορτραίτου της Τέκλα που έφτιαξε ο Άντολφ, σε γλυπτό και τις εκφραστικές αντιθέσεις του προσώπου της ανάλογα με τις καταστάσεις και τη συναισθηματική της φόρτιση.

Θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη μνεία στους φωτισμούς από τη Στέλλα Κάλτσου, όπου δεν ήταν απλά παράλληλοι μιας κατάστασης, αλλά πρωταγωνιστούσαν, δίνοντας σε κάθε στιγμή τη μοναδικότητα και το χαρακτήρα που της αξίζει, διαμορφώνοντας τη διάσταση του δράματος, προσφέροντας στο θεατή ένα αποτέλεσμα ανεπανάληπτης αισθητικής συγκίνησης, από την πρώτη στιγμή που κινήθηκαν σε αποχρώσεις του μπλε και πετρόλ δίνοντας την αύρα ενός αίθριου αλλά και την ησυχία, πριν την καταιγίδα, μέχρι την τελευταία σκηνή της απόλυτης κάθαρσης της αλήθειας και του σκότους, όπου όλα γίνονται κόκκινα γεμάτα ένταση, ώσπου να χαθούν και να μείνει μόνο το φώς των κεριών.

•Ο Αλέξης Σολωμός έλεγε για τον Στρίντμπεργκ πως «Οι ορίζοντες που άνοιξε δεν ήταν μονάχα ορίζοντες καλλιτεχνικής έκφρασης, μα και ανθρώπινης ειλικρίνειας. Από την εποχή του Ρουσώ σπάνια συγγραφέας είχε σκάψει τόσο βαθειά μέσα στα έγκατα του εαυτού του. Η εξομολόγηση αυτή, δύσκολη για έναν ποιητή ή μυθιστοριογράφο, γίνεται πραγματικά οδυνηρή για έναν δραματουργό που δεν μένει κλεισμένος στο πνευματικό του κελί, μα πρέπει να απλωθεί πάνω σε μια ψυχρή και δύσπιστη σκηνή θεάτρου…».

Όσο βαθιά ψυχογραφούσε τον ίδιο του τον εαυτό ο Στρίντμπεργκ, άλλο τόσο ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος εμβάθυνε στον συγγραφέα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας παράστασης που διευρύνει τους οπτικούς ορίζοντες πάνω στο θέατρο και τοποθετεί το αισθητικό αποτέλεσμα σε υψηλά επίπεδα Τέχνης και έκφρασης.

Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να παίξω τον ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου, να μεταμορφωθώ σε Γκουστάβ, αλλά από την άλλη πλευρά, απ’ την αντίπερα όχθη και να ενστερνιστώ τα λόγια του γιατρού, ψυχαναλυτή, συγγραφέα και θεμελιωτή της σύγχρονης ψυχοσωματικής ιατρικής του Γκέοργκ Γκρόντεκ στο έργο του «Το Μέλλον είναι γένους… θηλυκού», ο οποίος έλεγε πως: «Με αδημονία και ανησυχία κοιτάζω τη γενιά που μεγαλώνει και πρόκειται να φέρει στον κόσμο μια νέα βαθύτερη Τέχνη: την Τέχνη της γυναίκας», ως αντίλογο, στον άκρατο μισογυνισμό του Στρίντμπεργκ.

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου