Από την Αντιγόνη Καράλη //

Το εμβληματικό και μνημειώδες έργο του Ζαν Ζενέ «Τα παραβάν», που αναστάτωσε τη γαλλική κοινωνία το 1966, όταν ανέβηκε στο Θέατρο Οντεόν σε σκηνοθεσία Ροζέ Μπλεν, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στην επέτειο των 30 χρόνων από τον θάνατο του συγγραφέα και των 50 χρόνων από την πρώτη παράσταση των «Παραβάν» στο Παρίσι.

 

Στη σκηνική εκδοχή που παρουσιάζεται, δεκαπέντε μόνο ηθοποιοί θα επιδοθούν σε ένα παιχνίδι αέναης αλλαγής ρόλων
Στη σκηνική εκδοχή που παρουσιάζεται, δεκαπέντε μόνο ηθοποιοί θα επιδοθούν σε ένα παιχνίδι αέναης αλλαγής ρόλων

 

 

Δύο παραστάσεις της παραγωγής, με την οποία πέφτει η αυλαία του Φεστιβάλ Αθηνών, χθες και σήμερα Κυριακή 31 Ιουλίου, στην Πειραιώς 260. Το έργο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της «επιχείρησης διατήρησης της τάξης στην Αλγερία» και προκάλεσε μεγάλη δυσφορία τόσο στους συντηρητικούς όσο και τους προοδευτικούς κύκλους της εποχής, καθώς ο Ζενέ χρησιμοποίησε τη γαλλική εισβολή στην Αλγερία για να ανατρέψει τα πρότυπα του ηρωισμού, της ηθικής και της στράτευσης.

Καυστικό και γεμάτο αινίγματα, το έργο διατηρεί μια προκλητική ιδεολογική ανεξαρτησία που, σε συνδυασμό με τη μνημειώδη φόρμα του, εξηγούν τη δυσκολία της εποχής του να το δεχτεί. «Ο Ζενέ χρησιμοποιεί γι’ ακόμα μία φορά το υλικό του για να αντιστρέψει τα στερεότυπα της ηθικής, του ηρωισμού, της ομορφιάς και ν’ απορρίψει την οποιαδήποτε στράτευση – αποθεώνοντας τη θεατρικότητα. Γιατί εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι ο μηχανισμός της Ιστορίας, όχι η περίπτωση, το αρχετυπικό σχήμα, όχι η συγκυρία», σημειώνει η Δήμητρα Κονδυλάκη (δραματουργία, επιμέλεια μετάφρασης). «Τεράστιο έργο, που δεν βολεύεται κάτω από μια ετικέτα και δεν βολεύει, ασυμμάζευτο, χαώδες, αβυσσαλέο. Αναρχο. Σαν να θέλει να πιάσει μέσα του όλο το σύμπαν, όλον τον άνθρωπο, όλον τον χρόνο και τον μη χρόνο», θεωρεί «Τα Παραβάν» του Ζενέ ο σκηνοθέτης της παράστασης Δαμιανός Κωνσταντινίδης.

Εκατό περίπου πρόσωπα ζουν, συγκρούονται, ερωτεύονται, ονειρεύονται, κάνουν σεξ, μισιούνται, πέρδονται, αποπατούν, κλέβουν, πέφτουν σε λυρικές ενατενίσεις, φιλοσοφούν, εξουσιάζουν και εξουσιάζονται, επαναστατούν, πολεμούν, σκοτώνουν, βεβηλώνουν, προδίδουν και πεθαίνουν στις σελίδες του, και ξαναζούν. Στη σκηνική εκδοχή που παρουσιάζεται, δεκαπέντε μόνο ηθοποιοί θα επιδοθούν σ’ αυτό το παιχνίδι της αέναης αλλαγής ρόλων, σ’ αυτήν την κατ’ εξοχήν θεατρική άσκηση, της εξημέρωσης του θανάτου. Είναι επίκαιρα τα «Παραβάν»; «Ασφαλώς και είναι. Ακόμη ο κόσμος τους είναι αναγνωρίσιμος. Ακόμη ο κόσμος μας μπορεί να καθρεφτιστεί πάνω στον δικό τους» απαντά ο σκηνοθέτης. «Δεν λείπουν ούτε τα μπορδέλα, ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι εξεγέρσεις, ούτε -ακόμη κι αν παίρνουν άλλα ονόματα- οι επεκτατικές επιχειρήσεις και οι αποικίες». Αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον των «Παραβάν», η «επικαιρότητά» τους, έγκειται αλλού: στην «αντισυμβατική αισθητική τους, στην ανατρεπτική ποίησή τους, στα οντολογικά ερωτήματα που θίγουν, στον καινούργιο ανθρωπισμό που ευαγγελίζονται: στην πλήρη αποδοχή και εξύμνηση του ανθρώπου ως την πιο σκοτεινή και βρώμικη πτυχή του» καταλήγει. «Διαβάζοντας το έργο, δεν μπορείς να μην προσέξεις ότι ο συγγραφέας του δοκιμάζει νέες τεχνικές, νέες ιδέες, νέους τρόπους απόδοσης των θεμάτων που τον απασχολούν. Μοιάζει μάλιστα σαν να προσπαθεί να μεγεθύνει και να ωραιοποιήσει το κακό. Εξυμνεί τη σκοτεινή, τη βρώμικη πτυχή που έχει ο άνθρωπος» αναφέρει ο Θύμιος Κούκιος, ο οποίος παίζει στην παράσταση. Παράλληλα όμως, ο συγγραφέας «δεν χάνει την επαφή του με το λαϊκό αίσθημα και πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος αυτά τα θέματα. Ο Ζενέ χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο υλικό για να αντιστρέψει τα στερεότυπα της ηθικής, του ηρωισμού, της ομορφιάς και ν’ απορρίψει την οποιαδήποτε στράτευση».

Η σκηνοθετική προσέγγιση μοιάζει με παιχνίδι. «Χρησιμοποιούμε τα παραβάν με έναν συμβολικό τρόπο, για να μεταφέρουμε την ατμόσφαιρα του έργου: τα παραβάν δημιουργούν μια σειρά από χώρους, όπου λαμβάνουν χώρα τα επεισόδια του έργου. Ο ηθοποιός μπαίνει πίσω από τα παραβάν για να μεταμφιεστεί, να αλλάξει ρόλο, να πάρει τα σκηνικά του αντικείμενα» τονίζει ο πρωταγωνιστής ο οποίος υποδύεται τον Μαντανί (αλλά και Το στόμα / Υπολοχαγός / Ακαδημαΐκός /Μπαρέκ / Λασάν / Αντρας). Τη μεταφραστική ομάδα αποτελούν οι: Ειρ. Κωστούλα-Αργυρού, Μ. Μηνόγιαννη, Χρ. Φουρνάρη. Διεύθυνση και επιμέλεια μετάφρασης / δραματουργία: Δ. Κονδυλάκη. Σκηνοθεσία Δ. Κωνσταντινίδης,. Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Δ. Χατούπη, Χρ. Παπαδόπουλος, Ελ. Μερκούρη, Δ. Σαραφείδου, Ρ. Τσιλιγκαρίδου, Λ. Μαράκης, Κ. Κουρής, Ι. Ιωσηφίδης, Στ. Βογιατζάκη, Αγγ. Λεμονή, Θ. Κούκιος, Ορ. Καρύδας. Συμμετέχουν: Αν. Κανελλόπουλος, Φ. Λαζάρου, Λ. Παπακώστας

Πηγή: www.ethnos.gr