Από την Φραντζέσκα Ντόγκα //
Πέρσι το φθινόπωρο βρήκα τυχαία ένα βίντεο στο youtube.
Τέλος καλοκαιριού, σ’ ένα γραφικό λιμανάκι των Κυκλάδων, κόσμος μαυρισμένος ανάμεσα στον μώλο και το καράβι που έφευγε για Πειραιά, αντάλλαζε χαιρετισμούς.
Όταν το καράβι απομακρύνθηκε λίγο, ο κόσμος που ήταν μαζεμένος, βούτηξε στα απόνερα του καραβιού. Μια πολύ κινηματογραφική σκηνή που θα την ζήλευε κάθε σκηνοθέτης. Ήταν επόμενο. Εκείνο το βιντεάκι έγινε viral.
Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ότι κάτι πραγματικά πολύ ιδιαίτερο συμβαίνει σ’ αυτό το νησί. Κάτι που ευνοεί την καλή παρέα…!
Σε ένα νησί που δεν το είχε πάρει ποτέ το μάτι μου, κρυμμένο ανάμεσα στη Φολέγανδρο και την Ίο.
Και να λοιπόν που τελείως τυχαία φέτος βρέθηκα στη Σίκινο.
Ξεκινώντας από την Ίο με φουσκωτό για μια μονοήμερη εκδρομή, ο σκοπός μας ήταν να εξερευνήσουμε τις ομορφιές της.
Αλλά και να δοκιμάσουμε τα υπέροχα κρασιά της για τα οποία φημίζεται από την αρχαιότητα, τότε που το νησί ονομαζόταν Οινόη.
Το λιμάνι της Αλοπρόνιας που σημαίνει φροντίδα από τις κακουχίες της θάλασσας .
Ο κύριος Γιώργος μάς περιμένει για να μας ανεβάσει στη χώρα που απέχει περίπου 4 χιλιόμετρα από το λιμάνι.
Από την ανοιχτή πόρτα του λεωφορείου παρατηρώ το λιμάνι. Μια φαρδιά παραλία, λίγα σπίτια, ένα καφενείο μόνο και το μπακάλικο της Φλώρας.
Φτάνοντας στη χώρα κάνουμε μια βόλτα στα στενά της. Λευκοί δρόμοι και σπιτάκια βουτηγμένα στα χρώματα των λουλουδιών με θέα το γαλάζιο του Αιγαίου.
Η Εθνική Τράπεζα εδώ μοιάζει με ξεχασμένο παρελθόν κάπου στο φαρ-ουέστ. Οι τουρίστες χαμογελούν ειρωνικά και βγάζουν φωτογραφία.
Ο Αστυνομικός σταθμός θα πρέπει να είναι ο πιο “γλυκούλης” σε όλο τον κόσμο…
Όλο το χωριό είναι κουκλίστικο, σαν να το επιμελείται με ζήλο κάποιος καλλιτέχνης που έχει μανία με τη λεπτομέρεια. Εδώ, για παράδειγμα, ένα τουβλάκι ξεχώρισε από τα άλλα κι έπρεπε να ζωγραφιστεί.
Όπως κι αυτός ο τενεκές, που μες στην γκριζίλα του, έδειχνε άσχημα στην ασπρισμένη αυλή.
Καθώς ανέβαινα το μονοπάτι είχα την τύχη να περάσω από το σπίτι του “Άγγλου Πυροσβέστη”.
Ακόμα πιο ψηλά προς τον δρόμο για το μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής συναντώ το εκκλησάκι του Οδυσσέα Ελύτη. Το ονόμασε “Παναγιά η Παντόχαρα”.
Από εκεί ψηλά φαίνεται καθαρά η χώρα, που χωρίζεται σε δυο κομμάτια ανάμεσα στις δυο βουνοπλαγιές.
Μέχρι την κορυφή του βουνού κάθε μία πετρούλα είναι ασπρισμένη.
Ώσπου ο επισκέπτης να φτάσει στο κατάλευκο μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής που ισορροπεί σχεδόν κρεμασμένο στην άκρη του γκρεμού.
Κατεβαίνοντας στη χώρα κάνουμε διάλειμμα στο “Ανέμελο”.
Εκεί συναντάμε μια ομάδα Γάλλων περιπατητών που, αν και σε μεγάλη ηλικία, έχουν διανύσει ήδη αρκετά χιλιόμετρα στο νησί. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι η Σίκινος έχει πολλά μονοπάτια που κρύβουν φοβερές περιηγητικές συγκινήσεις.
Φτάνοντας στο οινοποιείο δοκιμάζουμε το κόκκινο και το λευκό κρασί με την ιδιαίτερη γεύση, θαυμάζοντας τη μαγευτική θέα στο πέλαγο. Η αγνότητα του νησιού μας συγκινεί.
Στην επιστροφή ο κύριος Γιώργος, ο οδηγός του λεωφορείου, μου προσφέρει ένα κουλουράκι από τα χεράκια της γυναίκας του κι εγώ τον ρωτώ γενικά για το νησί. Τελικά μου λύνει την απορία σχετικά με το βίντεο..
“Όταν παλιότερα το πλοίο δεν επισκεπτόταν συχνά το λιμάνι της Σικίνου, οι ντόπιοι θεωρούσαν μεγάλο γεγονός την άφιξή του.
Μέχρι και σήμερα οι Σικινιώτες συνηθίζουν να υποδέχονται πάντα αυτούς που έρχονται και να χαιρετάνε αυτούς που φεύγουν.
Το αγαπημένο μάλιστα παράξενο παιχνίδι όλων των εφήβων του νησιού, είναι να βουτάνε στα απόνερα του πλοίου και να αφήνουν τα νερά του να τους παρασέρνουν μέχρι τα πιο μακρινά κολπάκια.”
Φυσικά όλα αλλάζουν με τα χρόνια και κάποτε η όμορφη αυτή συνήθεια θα ξεχαστεί.
Αυτός ο νεαρός για παράδειγμα δεν φαίνεται έτοιμος για να μας ξεπροβοδίσει…