Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Έπρεπε να με γνώριζες παλιά, πολύ παλιά. Πρώτο μπόι δεν ήμουν ποτέ, αλλά ήμουν γέρο παιδί. Το μαλλί μου ήταν ξανθό, όχι το βλάχικο, το ξανθό του άχυρου και το μάτι μπλε, αυτό που ματιάζει. Σπάνιο πράγμα τότε. Με φώναζαν Ρόμπερτ Ρέντφορντ και οι γκόμενες έλιωναν, αλλά φτώχεια, ορφανός από πατέρα, γάμησέ τα ρε μάστορα. Σφουγγάριζα σε ένα ραφτάδικο, μαθητευόμενος, έτρεχα για κουβαρίστρες, να πάω το ρούχο στη μαντάμ, τέτοια.

Το μεροκάματο ψιλικοκό, είχα μπλέξει και με κάτι μπουμπούκια, ήμουν και επιρρεπής, όπως μου τα έδινε ο μπάρμπα-ράφτης την ώρα που άφηνα τη μαλαστούπα, τα χάλαγα στο έξω, γύρναγα όλη νύχτα. Φώναζε η μάνα μου, φώναζε ο αφεντικός το πρωί που κοιμόμουν όρθιος …

Μια μέρα μου γύρισε αλλιώς το μυαλό, λέω του μπάρμπα-ράφτη “Κράτα μου τα μεροκάματα αλλά φτιάξε μου ένα κουστουμάκι κι εμένα που γυρνώ με κουρέλια”. Μετά από μια εβδομάδα έτοιμο. Το ύφασμα φτηνιάρικο, ψευτοτσόχα αλλά ραμμένο επάνω μου, μεγάλη δουλειά τότε. 

Το επόμενο Σαββάτο, ποιος είδε το ραφτόπαιδο και δεν το φοβήθηκε. Λες και το κοστούμι ήταν αμάξι, με πήγαινε μόνο του. Τσάρκα στα κλαμπ.

Βλέπω ξαφνικά μέσα στο μαγαζί μια γκόμενα μέχρι εκεί πάνω να μου ρίχνει κάτι χαμογέλα. Έμοιαζε ξένη άλλα δεν ήταν. Και ένα πρόσωπο σαν να πήρες αγγελάκι, από αυτά που στολίζουν τα Χριστούγεννα στις χαλκομανίες, με τις μπουκλίτσες και τα ροζ μαγουλάκια και να το έβαλες στο φούρνο. Σκούρο δέρμα, μαλλί και μάτι κατάμαυρο και μια ευγένεια…

glitch_sharefile-48

Εκεί που χορεύαμε στην πίστα, μου τον χούφτωσε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Με τράβηξε σε ένα ξενοδοχείο, εγώ ντράπηκα που δεν είχα μια. Της το είπα. Πλήρωσε αυτή. Φορτωμένη χιλιάρικα. Λυσσάρα αλλά πριγκίπισσα, που δεν μου επέτρεψε ούτε μια στιγμή όσο κουτρουβαλιαζόμαστε στο κρεβάτι να τη δω σαν τσόλι. Χορτάτη κοπέλα και αρχοντόμουνο χωρίς κόμπλεξ, ρώτησε για μένα με έναν τρόπο που με έκανε να θέλω να της τα πω όλα- ποτέ δεν το είχα κάνει μέχρι τότε σε κανέναν – για τη φτώχεια μου, τη σφαλιάρα που έτρωγα από μικρό ξέρω γω, με έκανε με το τίποτα να τα ξεράσω όλα. Ήθελε να μάθει λες και δεν ήξερε ότι υπάρχει και τέτοια ζωή να πούμε. Μέχρι για την τρύπα που έμενα με τη μάνα μου της είπα …

Μια εβδομάδα μετά, Κυριακή μεσημέρι, την ώρα που η μάνα μου έπλενε τα ρούχα μου και εγώ με το φανελάκι μόλις είχα αρχίσει να ξυρίζομαι, σταματάνε δύο αμάξια θηρία απ’ έξω. Ανοίγει το πορτάκι και μπαίνει στην αυλή ένας τεράστιος τύπος με λευκό κοστούμι και μουστάκι τσιγκελωτό, από πίσω η πριγκίπισσά μου, που μετά το ξενοδοχείο έλεγα δεν θα την ξαναδώ, ενώ έξω από την αυλή στάθηκαν μπορεί και πέντε μπραβόσκυλα. Η μάνα μου τα ’χασε, τότε ο τύπος με το λευκό κοστούμι και το μουστάκι τη ρώτησε ήρεμα άλλα ξερά: “Πού είναι ο γιος σου;”, “Τι τον θέλετε, τι συμβαίνει;” κάνει η μάνα μου, βγαίνω και εγώ από το πλυσταριό με τις μισές σαπουνάδες ακόμα στη μούρη. Μόλις με βλέπει ο τύπος γέρνει στην πριγκίπισσα: “Αυτός είναι ο λεγάμενος;” “Ναι” κάνει αυτή, αυτά τα «ναι» του κατηχητικού, τα αμίλητα, που κουνάς μόνο το κεφάλι. Ο τύπος ξαναγυρνά σε εμένα. Έχεις ακούσει “του Βοτανικού ο Μάγκας” που λέει ο Μπιθικώτσης; Για αυτόν γράφτηκε το τραγούδι όταν πέθανε. Ήταν ο “Βασιλιάς του Βοτανικού”, ρουμανοτσιγκάνος στην καταγωγή με ένα δαχτυλίδι που ’κρύβε το μισό του χέρι. Από Περιστέρι-Βοτανικό μέχρι κάτω στο Ρέντη όλα ήταν δικά του, μαγαζιά με μπουζούκια, μπαρμπουτιέρες, πουτάνες, λαθρεμπόριο μέχρι και άνθρωποι της αστυνομίας και εγώ, ένα ναυτόπαιδο της πλάκας, είχα πηδήξει την πιο αγαπημένη από τις κόρες του.

Ο Βασιλιάς του Βοτανικού συνέχισε να με κόβει αμίλητος σαν να σκεφτόταν, εγώ κοίταξα τα ματιά της μάνας μου που είχαν παγώσει από την ανησυχία και μετά την “πριγκίπισσα” που στεκόταν αμίλητη δίπλα στον πατέρα της…

Και τότε ξαφνικά η “πριγκίπισσα” μού ’κλεισε στα κλεφτά το μάτι, σαν να μου κάνε νόημα να μην ανησυχώ …

“Εντάξει”, είπε ξανά ο “Βασιλιάς του Βοτανικού” και έκανε και αυτός νόημα στους μπράβους που, χωρίς δεύτερη κουβέντα, κουβάλησαν μέσα στην αυλή ντουζίνες τα γλύκα, σαμπάνιες, λουλούδια, δώρα και δύο βέρες.

Ο Βασιλιάς του Βοτανικού έπιασε τη μάνα μου από τον ώμο που ακόμα τα ’χε χαμένα.

“Άνοιξε το σπίτι σου” της είπε, ήρθαμε να παντρευτούμε τον γιο σου …”

-Ένα φρενάρισμα από μηχανάκι μέσα στη νύχτα με επανέφερε ξανά στο τέρμα της Αχαρνών και στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Πριν κάνα 20λεπτο είχα σταματήσει για τσιγάρα στο περίπτερο, από τα λίγα που διανυκτέρευαν πια στην περιοχή. Λίγα μέτρα πιο εκεί τον έβλεπα συχνά να διανυκτερεύει και αυτός, όρθιος και καμιά φορά καθισμένος σε πλαστικό καφάσι.

-Έμοιαζε σαν εξηντάρης που γεννήθηκε πριν διακόσια χρόνια και σαν άστεγος με κλειδιά διαμερίσματος στην τσέπη του.

-Ρώτησε ευγενικά αν θα μπορούσα να του δώσω τα ρέστα από τα τσιγάρα για να πιει κάτι. Αγόρασε ένα κρασί και χωρίς να το καταλάβω ξεκίνησε να μου διηγείται την ιστορία του. Το μηχανάκι που φρενάρισε τον έκανε να σηκωθεί ξαφνικά και να ψάξει το δρόμο για τροχαίο ατύχημα. Ο ειρμός του χάθηκε μαζί με το μηχανάκι που συνέχισε τον δρόμο του.

-Η ιστορία σταμάτησε απότομα εκεί που ο Βασιλιάς πέθανε και η κόρη-πριγκίπισσα, η πιο έξυπνη και η πιο αγαπημένη του πατέρα της, ανέβηκε με τη σειρά της στον θρόνο της Βασίλισσας του Βοτανικού και συνέχισε τις δουλειές του. Όσο για τον γαμπρό, τον φτωχό μαθητευόμενο ράφτη, τα ρούχα του ήταν πια μόνο από βελούδο και χώθηκε σε “μεγάλα κόλπα” που δεν πρόλαβα να μάθω.

-Φεύγοντας από το περίπτερο αναρωτήθηκα για λίγο. Αν η ιστορία  είναι αληθινή, τι μπορεί να έγινε μετά και ο άνθρωπος που μου την είπε κατέληξε να ζει δίπλα σε ένα περίπτερο με τα ρέστα των περαστικών;

-Μετά πάλι σκέφτηκα πως αν ένα παραμύθι, έστω και χωρίς τέλος, το ακούσεις τόσο ζωντανό, όσο το είχα ακούσει εγώ πριν λίγη ώρα, η αλήθεια δεν έχει πια καμιά σημασία. 

glitch_sharefile-47