Γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

«Και μήπως είναι τίποτα άλλο από ένα όνειρο η ζωή μας;» Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ένα τραπέζι ή μήπως μια άμαξα ή ένα κάρο, σημασία έχει το βάρος, ψυχικό, ηθικό, θεολογικό, η φυσική υπόσταση του μεταφορέα, του Αλεξέι Ιβάνοβιτς που έχει φορτώσει σ’ έναν αραμπά όλη του τη ζωή και τον έχει καλά ζωσμένο πάνω του.
Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Ο Παίκτης» σε εξαιρετική μετάφραση του Μιλτιάδη Σαλβαρλή και σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη μεταφέρεται εξόχως στη σκηνή του θεάτρου 104.

Η ρωσική λογοτεχνία μοιάζει θαρρείς και κουβαλάει επάνω της μια κατάρα καταστροφής και αυτοκαταστροφής.
Για παράδειγμα οι μεγάλοι Ρώσοι ποιητές όπως ο Πούσκιν και ο Λέρμοντοφ σκοτώθηκαν σε ανόητες μονομαχίες, ο Γκόγκολ πέθανε από ασιτία που ήταν επιλογή του και φυσικά ο Ντοστογιέφσκι ο οποίος έπασχε από επιληψία, την οποία και θεωρούσαν ως «ιερή νόσο» που πλήττει τους «ιερούς τρελούς» τους «Εν Χριστώ σαλούς», απέδιδαν σ’ αυτή το μέγα τάλαντο του συγγραφέα, άλλοτε να φιλοσοφεί στον υπερβατικό κόσμο των ιδεών ωσάν προφήτης κι άλλοτε να βυθίζεται στα χαμερπή πάθη των ανθρώπων ρίχνοντας φως στις σκοτεινές πλευρές, τις σχεδόν νοσηρές της προσωπικότητάς τους, όπως στην προκειμένη περίπτωση στον « Παίκτη» όπου ο τζόγος αποτελεί την ύψιστη εξουσία της ζωής του Αλεξέι Ιβάνοβιτς.

•Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, γεννήθηκε στη Μόσχα το 1821, από πατέρα γιατρό στρατιωτικό τον οποίο και δολοφόνησαν εξαγριωμένοι δουλοπάροικοι στο μικρό του αγρόκτημα, ενώ η μητέρα του μόλις δύο χρόνια πριν τη δολοφονία του πατέρα του είχε πεθάνει από φυματίωση κι έτσι έμεινε ορφανός από πολύ μικρός

Ο Ντοστογιέφσκι σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών της Πετρούπολης, όπου και προσελήφθη σε στρατιωτική υπηρεσία, απ’ την οποία και αποχώρησε λόγω της μεγάλης αγάπης του για τη λογοτεχνία.
Ο Ντοστογιέφσκι ήθελε να γνωρίσει τη ζωή των φτωχών, στις εξαθλιωμένες συνοικίες της Πετρούπολης, γι’ αυτό και σύχναζε στις συγκεντρώσεις της ανατρεπτικής ομάδας του Πετρασέφσκι ο οποίος, ιδεαλιστής ων και επαναστάτης κύριος εκφραστής των ιδεών του Γαλλικού σοσιαλισμού και ουτοπισμού με στόχο την ανάπλαση της κοινωνίας επί το αγαθότερο και δικαιότερο, εναντιωνόταν στη σκληρή διακυβέρνηση του Τσάρου Νικολάου Α΄.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να συλληφθεί, να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε θάνατο, οδηγούμενος στο Πετροπαβλόσφκ μία εκ των φρικτότερων φυλακών της Τσαρικής Ρωσίας.
Κι ενώ γινόταν όλη η προετοιμασία της εκτέλεσης, τελευταία στιγμή ο Τσάρος του έδωσε χάρη μετατρέποντας την ποινή του σε τετράχρονα καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.

Εκεί σε πλήρη απομόνωση θα ζήσει εφιαλτικές στιγμές, βασανιστήρια, κακουχίες, εξευτελισμούς ώσπου αρχίζει να παθαίνει επιληπτικές κρίσεις οι οποίες τον καταδιώκουν σε όλη του τη ζωή και πλέον η οπτική του αλλάζει, αποκηρύσσει τις προοδευτικές- επαναστατικές του ιδέες και στρέφεται ολοκληρωτικά στην αλήθεια που κρύβεται στην αντίπερα όχθη, στη θρησκεία του Ρωσικού λαού, την Ορθοδοξία που αποτέλεσε τη μέγιστη των επαναστάσεων.

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι πιεζόμενος από τον εκδότη του Στελόφσκι να γράψει ένα μυθιστόρημα μέχρι την 1η Νοεμβρίου του 1866 ώστε να συμπεριληφθεί στα Άπαντά του, διαφορετικά το σύνολο των πνευματικών δικαιωμάτων των έργων του τόσο των προηγηθέντων όσο και των επερχόμενων θα εκχωρούνταν επί δεκαετίας στον εκδότη του, αυτό το γεγονός τον ανάγκασε να υπαγορεύσει μέσα σ’ ένα μήνα τον « Παίκτη» στη στενογράφο του Άννα Γκριγκόριεβνα με την οποία ήρθε σε δεύτερο γάμο, διακόπτοντας τη συγγραφή πάνω στο έργο του « Έγκλημα και τιμωρία». Αρχικά «Ο Παίκτης» ονομάστηκε «Ρουλέτενμπουργκ» αλλά εν συνεχεία κατόπιν διαφορετικής άποψης από τον εκδότη να δοθεί ένας πιο (Ρωσικός) τίτλος, μετονομάστηκε σε «Παίκτης».

Το έργο θα λέγαμε πως σε μεγάλο βαθμό είναι αυτοβιογραφικό, καθώς ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε ένας παθιασμένος τζογαδόρος και δη λάτρης της ρουλέτας, καθώς περιλαμβάνει εμπειρίες του από το ταξίδι του στις λουτροπόλεις Βισμπάτεν και Χόμπουργκ της Γερμανίας, που ουσιαστικά εκεί γνώρισε τον συναρπαστικό κόσμο της ρουλέτας και γοητεύτηκε από αυτόν, μάλιστα στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αλεξέϊ Ιβάνοβιτς αντικατοπτρίζονται πολλές από τις ψυχολογικές δοκιμασίες που υπέστη ο Ντοστογιέφσκι και στο πρόσωπο της Πωλίνας αντανακλάται η ψυχική και ηθική υπόσταση της τότε αγαπημένης του Πωλίνας Σουσλόβα.

Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας, όπου όλες οι κοινωνικές τάξεις αριστοκράτες, εύποροι, απατεώνες, απλοί λαϊκοί άνθρωποι, όλοι τζογάρουν, όλοι επιδίδονται με πάθος στο εύκολο και γρήγορο χρήμα κι αυτός ο στόχος που για όλους τους είναι κοινός τους εξομοιώνει, καταργεί τις κοινωνικές τους διαφορές, διότι όλοι τους γίνονται έρμαια του πάθους τους, της εξάρτησής τους, όλα πωλούνται κι όλα αγοράζονται ήθη, αξίες, αρχές, αξιοπρέπεια.

Εκεί σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας, όπου στην ουσία αποτελεί τη μικρογραφία της ζωής στην Ευρώπη, ο Αλεξέϊ Ιβάνοβιτς θα παρασυρθεί από τη δίνη του έρωτα και ως γνήσιος Παίκτης, θα παίξει ακόμα και τα χαρτιά της αξιοπρέπειάς του.

•Η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη έχει μια εξαιρετική ικανότητα να εμβαθύνει ενδελεχώς με διεισδυτική ματιά και ως σκαπανέας να φέρνει στο φως και τις πιο κρυφές συμβολικές πτυχές του έργου κάθε συγγραφέα κι αυτό έγινε εμφανές και στη προηγούμενη δουλειά της στο μεσαιωνικό έργο: « Ο Διγενής Ακρίτης». Αυτό κατορθώνει και στον « Παίκτη» αποκωδικοποιεί πλήρως το Ντοστογιέφσκι. Σ’ έναν αραμπά ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς κουβαλά όλη του τη ζωή, όσα έζησε κι όσα πρόκειται να ζήσει τα συνδέει αυτός ο αραμπάς.

Ο μεγάλος στοχαστής Νικολάι Μιχαηλόβσκι στο άρθρο του με τίτλο: «Σκληρό ταλέντο» έλεγε για τον Ντοστογιέφσκι πως: «…. Διακρίνουμε σ’ αυτόν όχι μόνο τον πόνο που βιώνει για τους ταπεινωμένους και καταφρονημένους, αλλά απεναντίας βλέπουμε και μια ενστικτώδη επιδίωξή του να προκαλέσει πόνο σ’ αυτούς τους ταπεινωμένους και καταφρονημένους».

Έχοντας λοιπόν βρει το μίτο του Ντοστογιέφσκι η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη, κατορθώνει να ξεδιπλώσει με χειρουργική ακρίβεια τη φθοροποιό δύναμη του τζόγου πάνω στους ανθρώπους με τη μορφή της εξάρτησης, αφού Θεός τους γίνεται το εύκολο και γρήγορο χρήμα, επιτυγχάνοντας παράλληλα τις αντίστοιχες αναγωγές με την αγοραστική δύναμη, την καθαρά δημοπρατική των αξιών, των υπολήψεων, της αγάπης, του έρωτα, των ονείρων, όλοι πωλούνται και αγοράζονται στο βωμό της ύψιστης εξουσίας του χρήματος.

Πόσο ευρηματικές οι μάσκες, ένα πρόβατο, ένας γάιδαρος, ένας σκύλος, ένα γουρούνι και βαλίτσες, όλη η ζωή πακεταρισμένη, μαζί με τα ζωώδη ένστικτα που καθοδηγούν τους ανθρώπους που τους κάνουν κύμβαλα αλαλάζοντα των παθών τους και ταυτόχρονα η επιλογή των ζώων από τη Σοφία Καραγιάννη διόλου τυχαία, τέσσερα ζώα αγνά τόσο το πρόβατο, όσο ο γάιδαρος, το γουρούνι όσο και ο σκύλος που έχασαν τη διαδρομή που οι Σειρήνες της ρουλέτας τα απομάκρυναν από αυτό που πραγματικά ήταν, απ’ αυτό που αρχικά είχαν ως στόχο στη ζωή κι η εσωτερική-φυσική τους αγνότητα τα έκανε έρμαια των καταστάσεων, μόνο όταν πέφτουν οι μάσκες γίνονται πάλι έλλογα όντα με βούληση, κριτική σκέψη και γνώμη- επίγνωση των καταστάσεων της φυλακής τους.
Αλλά και ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι μέσα στο έργο του, στο Γερμανό βαρόνο του προσδίδει χαρακτηριστικά προβάτου.

•Η Σοφία Καραγιάννη αποκαλύπτει πλήρως το Ντοστογιέφσκι, οι ήρωες του δεν εμφανίζουν ίχνος κοινωνικής διαμαρτυρίας, είναι θύματα της υποτέλειας των παθών τους, δρουν μέσα σε μια περιρρέουσα πραγματικότητα χωρίς συνειρμική διάσταση και αλληλουχία λόγων και έργων, αποστασιοποιημένοι από το βάθρο των ηθικών αρχών, βουλιάζουν συνεχώς σε μια κινούμενη άμμο αυτή των ενστίκτων, των παρορμήσεων και του χαοτικού ψυχισμού τους.

Ωστόσο παρότι η Σοφία Καραγιάννη κάνει διειδή τα ερεβώδη ένστικτα των ανθρώπων και την παρασκηνιακή λειτουργία του υποσυνειδήτου, ταυτόχρονα διαβλέπει τις πρωτογενείς παρορμήσεις των ηρώων πως και από πού κινούμενοι εφορμούν για να υπερκεράσουν τα πλαίσια της λογικής και να καταλήξουν στην αλαζονεία, στη σκληρότητα, την καταπίεση, την κυριαρχία όπως και κυριάρχησαν με τις μορφές των ανελέητων ολοκληρωτισμών στα καθεστώτα.

Η σκηνοθέτης Σοφία Καραγιάννη μέσα στον Παίκτη μας ανοίγει διάπλατα το παράθυρο προς ποικίλες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Σχολιάζει την κοινωνική διαφορά ανάμεσα στον Γερμανικό τρόπο ζωής, ενός άκρατου και αδηφάγου πλουτισμού, εκεί ο Αλεξέϊ Ιβάνοβιτς θεοποίησε τη ρουλέτα σε αντίθεση με την τρυφηλή ζωή του Παρισιού, όπου οι διασκεδάσεις και οι ηδονές της σάρκας κυριαρχούν στη Γαλλική κοινωνία, μ’ αυτόν τον τρόπο καυτηριάζει τα ήθη των Δυτικοευρωπαίων, την ηθική έκπτωση της Γαλλίας, παραθέτοντας τον ηθικό αντίποδα της Ρωσικής κοινωνίας που υπερέχει ( και των ηρώων που χτίζει έστω και ξεπεσμένων).
Μέσα από τον « Παίκτη» η κοινωνική μομφή κατακεραυνώνει τη γυναικεία υπόσταση όταν λέει πως: « Όλες οι γυναίκες ίδιες είναι και οι πιο ελεύθερες γίνονται οι πιο υποταγμένες», δίνοντας στίγμα της γυναικείας μορφής μέσα σε μια κοινωνία που θέλει όλους τους ανθρώπους υποτελείς και ετεροελεγχόμενους κι όχι αυτόβουλους και αυτάρκεις.

Για να καταλήξει στη θεολογική αποδόμηση της έκπτωτης ηθικής των ηρώων δια στόματος της γιαγιάς: «….τελικά ο Θεός τιμωρεί νέους και γέρους για την αλαζονεία τους», καθώς ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι είχε πει: «Χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται», έτσι εδώ επισημαίνει τη Νέμεσι, το Θεϊκό στοιχείο, το υπερβατικό της ανθρώπινης φύσης και της εξουσίας του χρήματος.

Ο Ντοστογιέφσκι στα έργα του απ’ τη μια σκιαγραφεί χαρακτήρες που ουσιαστικά τους εξευτελίζει, τους ταπεινώνει, απ’ την άλλη όμως τα θύματά του τα βλέπει με συμπόνια, αυτή τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανέδειξε μέσα από τη σκηνοθετική της προσέγγιση η Σοφία Καραγιάννη, δίνοντας άφεση αμαρτιών καθώς ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, όλοι μπορούν να υποπέσουν σε αμάρτημα, όλοι είμαστε τόσο εν δυνάμει, όσο και επί της ουσίας αμαρτωλοί, αυτό καθιστά το θεατή συνδημιουργό, πάσχοντα, δίνοντας λυτρωτική κάθαρση στα προσωπικά του πάθη.

«Είμαι ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς κι ίσως βγω απ’ αυτή τη δίνη αν ανακεφαλαιώσω με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα γεγονότα» άμεση χωροχρονική διάσταση και το όνομα αυτού « Παίκτης» κατά κόσμο Ιωσήφ Ιωσηφίδης.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αλεξέι Ιβάνοβιτς του Παίκτη, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης για άλλη μια φορά συγκλονιστικός.

•Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης έχει μια μοναδική ικανότητα στον κάθε ρόλο που ενσαρκώνει, όπως στο Διγενή Ακρίτη, έτσι κι εδώ να ενδύεται απόλυτα τον χαρακτήρα και με την ερμηνευτική του δεινότητα να τον αποκαλύπτει ψυχαναλυτικά.

Ένας άνθρωπος κατακερματισμένος από το πάθος του για τη ρουλέτα, που εμφανίζει τόσα πολλά διαφορετικά προφίλ, ήρεμος, ήσυχος, καλλιεργημένος, ευγενικός, ταπεινός που μεταμορφώνεται σε μέγιστο τζογαδόρο: « δεν μπορώ να δω τίποτα βρώμικο στην επιθυμία να κερδίσει κανείς λεφτά όσο πιο γρήγορα γίνεται. Για ποιο λόγο ο τζόγος είναι χειρότερο μέσο από κάθε άλλο όπως το εμπόριο για παράδειγμα;» κατορθώνει να χτίσει μια άλλη ηθική που να δικαιολογεί τις πράξεις του, αποκτά ανήθικη υπόσταση-ηθικά δομημένη.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης φυσικός, αληθινός, άπεφθος επί σκηνής συγκλονίζει με το πώς βιώνει το προσωπικό του πάθος, για τη ρουλέτα και για τον έρωτα προς την Πωλίνα τόσο αδίστακτη στον έρωτα, όσο εκείνος στο τζόγο, ζητά αποδείξεις συνεχώς του έρωτά του, μέσα από τα κέρδη από το καζίνο κι εκείνος γι’ αυτό και λέει;» Όλοι οι άνθρωποι είναι δεσποτικοί, δήμιοι από τη φύση τους» έτσι βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στο τέναγος της προσωπικής του μοναξιάς, του αέναου αδυσώπητου αγώνα για κέρδος, ένας αγάπης αγώνας άγονος, μεταμορφώνεται σ’ έναν αγχωτικό παίκτη, με τη φλογάτη οξυδερκή ματιά του για επιβίωση που νιώθει ότι η δαμόκλεια σπάθη επικρέμαται από πάνω του, υποτελής των ενστίκτων.
Κάθε κίνησή του είναι τόσο καλά και λεπτομερειακά προσεγμένη για να δηλώνει κάθε εξέλιξη ,όπως και στοιχεία του χαρακτήρα που υποδύεται και κάθε βλέμμα του ευέλικτο και μοναδικό, καθοριστικό της όποιας στιγμής που βιώνει με πάθος.

Η ρουλέτα γίνεται το πάθος του που κατορθώνει να εξοβελίσει ακόμα και τον έρωτά του για την Πωλίνα, η αρτιότητα και εναλλαγή των εκφραστικών του μέσων καθηλωτική, θαρρείς και μεταμορφώνεται όταν βρεθεί πάνω απ’ τη ρουλέτα σ’ ένα αδηφάγο τέρας της μπίλιας κραυγάζοντας νούμερα και χρώματα κόκκινο- μαύρο με μια παθιασμένη φλόγα στα μάτια και μια δυναμική χροιά στη φωνή αγωνιώδη-κερδοφόρα και επαναστατική κι η εσωτερική φωνή να ενδυναμώνει και να φωνάζει ακατάπαυστα « Παίξε- παίξε-παίξε», θαρρείς και μια μαγική δύναμη την υποκινεί.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης κατεβαίνει κάτω από τη σκηνή, πλησιάζει τους θεατές, τους συγκλονίζει και συνάμα τους εμπλέκει στο δράμα του, στο ατέρμονο αδιέξοδο που βιώνει και στο εσωτερικό του όνειδος που τον συνθλίβει.

« Στα χρήματα δεν αντιστέκεται κανείς» και η φράση αυτή του Παίκτη αρκεί για να χτιστεί ένα ολόκληρο οικοδόμημα αθεϊσμού, που εξυψώνει την ύλη κι ισοπεδώνει το πνεύμα, που εξαγοράζει συνειδήσεις και ευτελίζει αξιοπρέπειες.

•Στο ρόλο της Πωλίνας η Κορίνα Θεοδωρίδου με μια ερμηνεία καθαρά ψυχαναλυτική καθώς στο πρόσωπό της αντικατοπτρίζεται ο ψυχικός κόσμος της τότε ερωμένης του Ντοστογιέφσκι όπως έχω προαναφέρει της Πωλίνας Σουσλόβα.

Η Κορίνα Θεοδωρίδου αναδεικνύει τη διαταραγμένη προσωπικότητα της Πωλίνας, σκληρή, απαιτητική γεμάτη πάθος και ένταση, εξουσιαστική κι άλλες φορές γλυκιά γεμάτη έρωτα και φλόγα, τόσο ανασφαλής που θέλει να εξουσιάζει τους πάντες και τα πάντα ακόμα και τη μπίλια της ρουλέτας, μα πιο πολύ τον Αλεξέι Ιβάνοβιτς καθιστώντας τον υποχείριο των επιθυμιών της.

Ωστόσο κι αυτή είναι δέσμια της κοινωνικής της θέσης, ως προγονή του στρατηγού, οδηγείται σε μια λύση ανάγκης το γάμο από συμφέρον κι ο έρωτας για τον Αλεξέι Ιβάνοβιτς και σ’ αυτόν ακόμα αρνείται να υποταχθεί με μια άλογη συμπεριφορά σχεδόν παρανοϊκή αρχικά μα κατανοητή σύμφωνα με τα όσα βιώνει.
Αδίστακτη ξεπουλά ακόμα και την ψυχή της η Κορίνα Θεοδωρίδου σκιαγραφεί με αριστοτεχνική ακρίβεια κάθε μέρος του χαρακτήρα που υποδύεται, κομμάτι- κομμάτι ως την τελική αποκάλυψη της εικόνας του παζλ κι όταν ενδύεται τη μάσκα ζώου η ψυχοσύνθεσή της αλλάζει σε κοκότα πολυτελείας ή σε κρουπιέρισσα.

•Ο Αλέξανδρος Τούντας ως απόστρατος Ρώσος στρατηγός, ως Άγγλος τζέντλεμαν επ’ ονόματι Άσλεϊ και ως κόμης Ντε Γκριέ που έχει δανείσει ένα τεράστιο ποσό στο στρατηγό υποθηκεύοντας όλη την περιουσία του μέχρις ότου ο στρατηγός κατορθώσει να αποδώσει τα χρέη του, υπήρξε τόσο άρτιος ερμηνευτικά καθώς οι συχνές εναλλαγές στο τρίπτυχο αυτό ρόλων, οι αδιάκοπες αυτές μεταμορφώσεις του υπήρξαν ιδιαιτέρως απαιτητικές κι όμως η κινησιολογική και εκφραστική του ευχέρεια και ευελιξία ήταν αποκαλυπτική.

Τη Μπλάνς υποδύεται η Βασιλική Διαλυνά, αέρινη, θηλυκή παρουσία επί σκηνής, η προσωποποίηση του έρωτα, γοητευτική ύπαρξη, το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα των ηδονών της σάρκας και των απολαύσεων του συβαριτισμού της Γαλλικής κοινωνίας.

 

Δυο κόκκινα βελούδινα μποτάκια να λικνίζονται σαγηνευτικά στον αέρα, ευρηματικό και κατάφορο ερωτικό κάλεσμα.

Ωστόσο οφείλει κανείς να πλέξει πραγματικά το εγκώμιο για τη μοναδική, συγκλονιστική ερμηνεία της στο δεύτερο ρόλο της γριάς θείας του στρατηγού της Αντωνίνα Βασίλιεβνα το θάνατο της οποίας περιμένει απελπισμένα για να μπορέσει να πληρώσει τα χρέη του λόγω της μεγάλης περιουσίας, στέλνοντας συνεχώς τηλεγραφήματα στη Ρωσία προκειμένου να πληροφορηθεί για την υγεία της, αλλά εκείνη σε πείσμα όλων δεν το βάζει κάτω αντίθετα αποφασίζει να τους επισκεφθεί.

Παρότι φαινομενικά ο ρόλος της πλούσιας γηραιάς κυρίας από μια κοινωνική με ευμάρεια άρχουσα τάξη μοιάζει αβανταδόρικος, επί της ουσίας κινείται επί ξηρού ακμής προκειμένου να μην μετατραπεί από ρόλος σε καρικατούρα.

•Η Βασιλική Διαλυνά χρησιμοποιώντας στοιχεία από το στυλ του Ρωσικού χιούμορ, (περίτεχνα εκλεπτυσμένο), οικοδομεί την προσωπικότητα της γηραιάς κυρίας με πληρότητα, μιας γυναίκας που θέλει να ζήσει, να ρουφήξει τη ζωή, γνωρίζει τη ρουλέτα, μαγεύεται, κι αυτή ως άελλα, ο τροχός της ρουλέτας την παρασύρει στη δίνη του, παίζει σαν μικρό παιδί κερδίζει και χαίρεται, εύκολο χρήμα (πλουτισμός), εμπλέκεται στο ίδιο γαϊτανάκι που είναι μπλεγμένες οι ζωές όλων, χάνει και βυθίζεται στο σκοτάδι.

« Όποιος φοβάται το λύκο δεν πάει στο δάσος» λέει με περισσή αλκή, η ζωή είναι ρίσκο, όποιος δεν μπει σ’ αυτό δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τι θα μπορούσε να του συμβεί, το δάσος κρύβει πολλές εκπλήξεις, πολλούς φόβους και πολλούς κινδύνους.

Παρότι φοράει συνεχώς μαύρα γυαλιά ως γηραιά, η δυναμική των εκφράσεων του προσώπου της και η στιβαρή με ξεχωριστό γρέζι ( άρτιο τεχνικά) της φωνής της, την καθιστούν αποκαλυπτική εκφραστικά και συνάμα απολαυστική.

Ενσαρκώνει το ρόλο της γηραιάς θείας Βασίλιεβνα η Βασιλική Διαλυνά μοναδικά και συναρπαστικά αναδεικνύοντας και την άλλη πλευρά του ρόλου, την πιο φωτεινή το υπομόχλιο της ζωής, η ζωηφόρος δύναμη το κυνήγι του ονείρου, το « Ρίσκο».

Την ευθύνη της εξαιρετικής δραματουργικής επεξεργασίας του κειμένου και προσαρμογής του μοιράζονται από κοινού οι Σοφία Καραγιάννη, Ιωσήφ Ιωσηφίδης και η Βάσια Μίχα.

Η Κωνσταντίνα Κρίγκου ήταν υπεύθυνη τόσο για το σκηνογραφικό όσο και για το ενδυματολογικό μέρος της παράστασης.

Τα σκηνικά της Κωνσταντίνας Κρίγκου ήταν λιτά, αλλά ιδιαιτέρως ευφυή και ευρηματικά καθώς ο αραμπάς που αποτελούσε το βαρύ φορτίο της ζωής του Αλεξέι Ιβάνοβιτς, τα πάθη του, τις εξαρτήσεις του, το δικό του σταυρό, μετατρεπόταν σε τραπέζι ρουλέτας που έδενε τις ζωές όλων, σε τραπέζι συζητήσεων, σε ερωτικό βωμό, μαζί λίγες καρέκλες, ένα αναπηρικό καροτσάκι και μια βαλίτσα με τα απαραίτητα για τις αλλαγές των προσώπων.
Τα κοστούμια επίσης της Κωνσταντίνας Κρίγκου υπήρξαν αντιπροσωπευτικά τόσο της εποχής, όσο και της κοινωνικής θέσης κάθε ήρωα.

Έτσι ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς μ’ ένα μπλε πενιχρό κοστούμι κι ένα μπεζ πουκάμισο δίνοντας μια εικόνα φθοράς, ο στρατηγός με το αντίστοιχο στρατιωτικό σακάκι, η Πωλίνα δηλώνει την αριστοκρατική καταγωγή της μ’ ένα άσπρο σακάκι και μια στολή ιππασίας, η Μπλάνς μ’ ένα θηλυκό κόκκινο φόρεμα και ως γηραιά κυρία αριστοκρατικής και εύπορης γενιάς ένα μαύρο φόρεμα δαντέλα και οργάντζα , με άσπρα σουρωτά τριαντάφυλλα, γούνα, τυρμπάν με χρυσοποίκιλτη καρφίτσα και μεγάλα μαύρα γυαλιά.

Όσο για τις μάσκες υπήρξαν εξαιρετικές.
Την κινησιολογική επιμέλεια είχε αναλάβει η Μαργαρίτα Τρίκκα.

Από τις χορογραφίες των ηθοποιών που θύμιζαν κάτι από καμπαρέ, μέχρι την κίνηση της ρουλέτας, που έκαναν τη περιστροφή της μπίλιας με τα σώματά τους δηλώνοντας πόσο τους είχε κατακυριεύσει αυτή η εξάρτηση, ως τα ερωτικά καλέσματα της Μπλάνς και τη δυναμική παρουσία της θείας Βασίλιεβνα, κάθε κίνηση ήταν τόσο καλά μελετημένη, απόλυτα ολοκληρωμένη, άρτια τεχνικά και με μια φυσική ροή, θαρρείς και ήταν αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας κάθε ηθοποιού κι όχι ρόλος.

Σημαντικό ρόλο στο κινησιολογικό μέρος έπαιξε και η μουσική του Στάθη Δρογώση, απλά υπέροχη. Έδινε ροή στην εξέλιξη, έσπαγε το στυλιζαρισμένο Ρωσικό πρόσωπο με μελωδίες που θύμιζαν καμπαρέ, άλλες φορές πάλι τα μελωδικά μοτίβα μας ταξίδευαν σε ποιο νοσταλγικούς τρυφερούς και αφηγηματικούς δρόμους, ενώ οι μουσικές εκρήξεις ενίσχυαν άλλοτε τις δραματικές κι άλλοτε τις κωμικές σκηνές.

Οι φωτισμοί από το Νίκο Βλασόπουλο ολοκλήρωναν το αισθητικό αποτέλεσμα, κινήθηκαν σε τόνους κυρίως λευκούς, παγερούς, θέλοντας να δώσουν έμφαση σε κάθε σκηνή με μια καθαρή οπτική και δημιουργώντας εξαιρετικά gros plan λες κι ο φωτισμός λειτουργούσε ως κάμερα πάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών όπως σ’ εκείνο το διάλογο ανάμεσα στο στρατηγό και τον Αλεξέι Ιβάνοβιτς αναδεικνύοντας και τη παραμικρή έκφραση των προσώπων τους.

Ξεπεσμένος αριστοκράτης, φυλακισμένος, μελλοθάνατος, εξόριστος, διάσημος συγγραφέας ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, με κρίσεις επιληψίας, ένας ταλαπείριος άνθρωπος που υποστηρίζει πως: « Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» δεν θα μπορούσε παρά να πρόσκειται με συμπόνια μπροστά στον άνθρωπο, στις αδυναμίες του, τα πάθη του, τα εσωτερικά του εγκλήματα, τις ενοχές, τους φόβους που τον καταδιώκουν, κατορθώνει να διαμορφώνει το ψυχαναλυτικό οικοδόμημα των ηρώων του τόσο βαθειά, με τέτοια εμβρίθεια να αναγνωρίζει το τεράστιο μεγαλείο της ψυχής, ώστε δικαίως να ονομάζεται: « Μέγας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής».

Η γη είναι στρογγυλή, η ρουλέτα επίσης, το ίδιο και η μπίλια, το μόνο άγνωστο είναι το που θα σταματήσει σ’ αυτό το αέναο γύρισμά της, σε ποια ψυχή θα δώσει τη θέση για χορό, για το βαλς της ζωής ή το ταγκό του θανάτου, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς πόνταρε χαμένος ή κερδισμένος όλα είναι πολύ σχετικά….
Σειρά σας!!

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι Εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου