Βασίλης Κρουστάλλης*

«54» – Μια ταινία για το πιο φημισμένο κλαμπ της Νέας Υόρκης των 70s, που μάλλον πέρασε στην αφάνεια ξαναγεννήθηκε από τα αρνητικά της.

Το κλαμπ Studio 54 με τους ιδιοκτήτες του Steve Rubell και Ian Schrager γνώρισε την αποθέωση στην ντίσκο εποχή των 70s (εκεί που η «πόρτα» ήταν τίτλος τιμής). Και με καλεσμένους από τους Άντι Γουόρχολ και την Λάιζα Μινέλι ως την Γκρέις Κέλι, θα έπρεπε να έχει και την κινηματογραφική του εκδοχή -και πολύ που άργησε το 1998.

Ο Αμερικανός Mark Christopher από την Αϊόβα έκανε την πρώτη φεστιβαλική κινηματογραφική του επιτυχία με την ταινία μικρού μήκους «Alkali, Iowa» (1995). Βραβείο Teddy (κουήρ ταινίας) στο φεστιβάλ Βερολίνου με μια ιστορία ενός παιδιού της αγροτικής επαρχίας και χαμένων μυστικών της προηγούμενης γενιάς. Στο «54», την πρώτη μεγάλου μήκους του ταινία, αναβαθμίζει τον πρωταγωνιστή του. Ένας νέος μπάρμαν, ο εκτυφλωτικός Shane (o Ryan Philippe σε ρεσιτάλ κινητικότητας, αισθησιασμού και επαρχιώτικης ευαισθησίας), αναζητά την τύχη του στην πολύβουη Ν. Υόρκη.

Η ιστορία της ταινίας είναι η άνοδος -και η πτώση;- του μπάρμαν και των φίλων του (ανάμεσά τους η Σάλμα Χάγιεκ) που απλώς αναζητούν χαρά και ευτυχία μέσα σε ένα περιβάλλον αρκετά ηδονιστικό, και σεξουαλικά ρευστό. Το οποίο επιπλέον παινεύεται για τη δημοκρατικότητα ανάμεσα στους πελάτες του, υψηλού και χαμηλού βεληνεκούς. (Μια περισσότερο ντοκιμαντερίστικη, πιο οικονομίστικη ματιά για το Studio 54 θα βρούμε στο πρόσφατο -και καλό- ‘Studio 54’ του Matt Tyrnauer από το 2018).

Ο Μark Christopher όμως έχει να αντιμετωπίσει τον (πασίγνωστο πλέον) παραγωγό Χάρβεϊ Γουάινσταϊν της Μiramax, που εμπλέκεται στην ταινία.

Ο Γουάινσταϊν διατάζει εκ νέου γυρίσματα για να αμβλυνθεί ο κουήρ χαρακτήρας της ταινίας και να ικανοποιηθεί το αμερικανικό φιλοθεάμον κοινό. To οποίο φιλοθεάμον κοινό ήταν συνηθισμένο (το ανεξάρτητο σινεμά εκείνης της περιόδου είναι άλλη ιστορία) να βλέπει ταινίες με γκέι άνδρες μόνο όταν αυτοί πεθαίνουν (βλ. ‘Philadelphia’ του Jonathan Demme του 1993). Με το κόψε ράψε, η ταινία απλώς βγήκε και ξεχάστηκε (η σελίδα της ταινίας στην Wikipedia αναφέρει όλες τις σχετικές λεπτομέρειες).

Γρήγορο κατ στο 2015, όπου στο φεστιβάλ του Βερολίνου παρουσιάζεται το Director’s Cut της ταινίας, όπως ακριβώς την ήθελε ο σκηνοθέτης -και εξοβελίζοντας τις ηθικοπλαστικές παρεμβάσεις του Γουάινσταϊν.

Το αποτέλεσμα; Μια σαγηνευτική ταινία που πατά σε δύο βάρκες. Από την μία, μια σχετικά οικεία ιστορία ενός επαρχιωτόπουλου που θέλει να γίνει «κάτι» στην μεγάλη πόλη -και μάλλον μαθαίνει ότι αυτή η πόλη δεν είναι τόσο ελκυστική όσο νόμιζε (έτσι κι αλλιώς, οι ιδιοκτήτες του Studio 54 εξαναγκάστηκαν το 1980 να μεταβιβάσουν το κλαμπ λόγω «προβλημάτων» φοροδιαφυγής). Από την άλλη, μια ατμόσφαιρα που όσο περνά η ώρα είναι όλο και πιο χαλαρή, και η ερωτική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα πρόσωπα όλο και πιο έντονη.

Ο Mark Christopher είναι πιο νηφάλιος σκηνοθετικά από τους ήρωες που περιγράφει, έχει μια στέρεα λήψη του περιβάλλοντος χώρου. Και χωρίς να πέφτει σε συντηρητικό διδακτισμό, φέρνει στην επιφάνεια τα αδιέξοδα μιας κατάστασης που εντέλει δεν είναι τόσο εξισωτικά δημοκρατική όσο δείχνει.

Βοηθιέται κι από τους ηθοποιούς του, κι εδώ κυρίως από τον Μάικ Μάγιερς στον (μη κωμικό) ρόλο του Steve Rubell (ο Rubell πέθανε από AIDS το 1989). Ικανός, συμφεροντολόγος, σε μια διαρκή κατάσταση αποχαύνωσης, ο Myers δίνει μια σύνθετη προσωπικότητα μέσα από πολύ αδρές κινήσεις.

Στο καστ βρίσκουμε επίσης έναν πολύ νέο Μαρκ Ράφαλο, μια μικρή Heather Matarazzo (η πρωταγωνίστρια του Todd Solondz στο «Welcome to the Dollhouse») έναν βετεράνο Michael York (η αναφορά στο αμφιφυλόφιλο ‘Cabaret’ εμφανής εδώ), και κάπου χωμένο έναν Ντόναλντ Τραμπ σε φωτογραφίες αρχείου -ευτυχώς για πολύ λίγο.

Είναι πλέον gay classic το «54»; Επενδύει λιγότερο χρόνο στις σχέσεις των νέων πρωταγωνιστών, θέλοντας να δώσει και την (μεγάλη) εικόνα του Studio 54 -και τις κάνει σχηματικές ως αποτέλεσμα. Από την άλλη οι ήρωές της που ‘πειραματίζονται’ (ακολουθεί spoiler) δεν πεθαίνουν μετά, δεν παντρεύονται σε συμβατικούς γάμους, και συνεχίζουν να είναι μαζί. Βλέπεται κι ακούγεται με Sylvester, Grace Jones, Thelma Houston, Chic, Blondie.

*Ο Βασίλης Κρουστάλλης είναι κριτικός κινηματογράφου και ερευνητής