Ο συγγραφέας Αντόν Τσέχωφ ήταν ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που κατάκτησε τις υψηλότερες κορυφές της λογοτεχνίας. Το έργο του δεν ήταν προϊόν της παιδείας ενός ευγενούς ούτε ενός αριστοκρατικού πολιτισμού. Αναδύθηκε από τη μαζική κουλτούρα της εποχής του και από τον κόσμο των εφημερίδων.

Ο Τσέχωφ αναγνώριζε ότι τον κατέτασσαν σε ένα όχι και τόσο υψηλό λογοτεχνικό είδος. «Η συγγραφή μυθιστορημάτων είναι μια ενασχόληση για ευγενείς», έγραφε στις επιστολές του.

Ο Αντόν Τσέχωφ γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1860 και έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιουλίου 1904

Άντον Τσέχωφ: Ήταν ιδιοφυΐα;
Και αυτή είναι η πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση που σχετίζεται με τον Τσέχωφ: Ήταν ιδιοφυΐα; Είναι δύσκολο να προφέρεις αυτή τη λέξη σε συνδυασμό με το όνομα του Τσέχωφ και είναι επίσης εύκολο να φανταστεί κανείς πώς θα προσελάμβανε τη λέξη ο ίδιος. Όταν ένας οξυδερκής θαυμαστής του τον αποκάλεσε «ποιητή», απάντησε γελώντας: «Ποιητής, αγαπητέ κύριε, είναι κάποιος που χρησιμοποιεί τις λέξεις «χορδή» και «ασημένιοι ορίζοντες».

Υπάρχει ένα ασυνήθιστο και απροσδόκητο άρθρο για τον Τσέχωφ που αποδίδεται στον ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Ωστόσο το περιεχόμενο μάλλον υπαγορεύτηκε από τον νεαρό και παθιασμένο κριτικό λογοτεχνίας Βίκτορ Σκλόφσκι, ο οποίος μόλις είχε εφεύρει τον όρο «φορμαλισμός». Το άρθρο του 1914 τιτλοφορείται «Δύο Τσέχωφ». Ακολουθεί ένα απόσπασμα: «Μιλάω για τον Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ», λέει ο συγγραφέας. “Φαντάσου! Σιγά το νέο”, σκέφτεσαι. «Και ένα παιδί γνωρίζει όλα αυτά».

Ο Τσέχωφ ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι ο συγγραφέας σχηματίζει απλώς ένα όμορφο βάζο, αλλά δεν έχει σημασία αν θα ρίξεις κρασί ή νερό σε αυτό. Ιδέες, πλοκές δεν υπάρχουν πια. Κάθε ανώνυμο γεγονός μπορεί να μπλέκεται σε ένα εκπληκτικό λεκτικό μοτίβο. Μετά τον Τσέχωφ, οι συγγραφείς δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να λένε ότι δεν υπάρχουν θέματα. «Σκεφτείτε απλώς», είπε ο Τσέχωφ, «κάθε εκφραστική λέξη, κάθε ακριβές όνομα, και η πλοκή θα έρθει από μόνη της».

Η ζωή του Τσέχωφ δεν του έδωσε ξεκάθαρα θέματα. Αυτό όμως του έδωσε τη δυνατότητα να επιλέξει τη λεκτική μαεστρία. Από αυτή την άποψη, μοιάζει με τον Γκιστάβ Φλομπέρ, ο οποίος ονειρευόταν να γράψει ένα μυθιστόρημα που δεν είχε πλοκή και ήταν καθαρά δικό του κατασκεύασμα. Δεν το κατάφερνε πάντα, αλλά επιδόθηκε σε αυτό από τη «Μαντάμ Μποβαρύ» στο «Σαλαμπό» και από την «Αισθηματική Αγωγή» στον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου». Ο Τσέχωφ είχε παρόμοιες εμπειρίες. Το βιβλίο του “Ο μαύρος μοναχός” δε σημείωσε επιτυχία και δε θεωρήθηκε αρκετά χαρακτηριστικό του ύφους του. Και άλλα έργα του ακολούθησαν μια πιο μέτρια πορεία. Ωστόσο, έγραψε για ένα βαθύ θέμα. Το θέμα του θανάτου. Μπορεί να το ανακαλύψει κανείς ακόμα και στη νουβέλα του “Η κυρία με το σκυλάκι”. Ο “Βυσσινόκηπος” επίσης αποτελεί ένα αυθεντικό δείγμα “χορού με το μακάβριο”.

Αυτό το σκοτεινό βάθος στον Τσέχωφ δε δηλώνεται ποτέ αλλά γίνεται αισθητό ως μεταφυσική λαχτάρα που μερικές φορές μεταμορφώνεται σε χαρμόσυνη ελπίδα. Όταν οι ήρωές του ονειρεύονται τη ζωή σε 200 χρόνια, ονειρεύονται τον θάνατο και τις αβέβαιες δυνατότητες που ανοίγει.

Παρεμπιπτόντως, δεν είναι εύκολο να αποκαλέσουμε αυτόν τον αναγνωρισμένο δάσκαλο «ιδιοφυΐα». Υπάρχει ένα ρητό που λέει «Κρίμα στη χώρα που χρειάζεται ήρωες». Το ίδιο μπορείς να πεις και για τις ιδιοφυΐες, που φέρνουν μια κάποια αποζημίωση μπροστά στα αφόρητα δεινά σε μια προσπάθεια να τα ξεπεράσεις. Όμως οι ιδιοφυΐες σβήνουν και οι δάσκαλοι έρχονται στο προσκήνιο. Και τότε είναι που εμφανίζεται η ελπίδα πως η ζωή μπορεί να γίνει καλύτερη — όχι μόνο σε εμπειρικό επίπεδο, αλλά στην πραγματικότητα.