Άποψη | Δέκα συν μία παρατηρήσεις για το θέατρο στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2024. Και αν κάποιος που ασχολείται με το θέατρο επισταμένως  και είναι αποδεσμευμένος από εξαρτήσεις (οικονομικές, επαγγελματικές ή και προσωπικές) και τα βάλει κάτω θα διαπιστώσει ότι τα τελευταία δέκα χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα άτυπο αλλά καθοριστικό τρίγωνο:

Η ανακοίνωση του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2024 η αλήθεια είναι ότι και πάλι δεν εξέπληξε κανέναν σε ό,τι αφορά το θέατρο. Θα εξηγήσουμε και παρακάτω τους λόγους, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, αν και νομίζουμε ότι ακόμα και ο κάθε ανυποψίαστος θεατής ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά μπορεί να τους έχει αντιληφθεί.

Παρατήρηση πρώτη. Πρόκειται σαφέστατα για ένα πιο σφιχτό πρόγραμμα από τις προηγούμενες χρονιές, πιο ισορροπημένο, πιο καλοσχεδιασμένο και καθόλου χαοτικό. Συνολικά θα δούμε 26 θεατρικές παραστάσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας εικαστικής performance που θα διεξαχθεί σε τρεις διαφορετικούς χώρους (πέρσι είχαμε παρακολουθήσει 33). Από αυτές οι 16 είναι Ελλήνων σκηνοθετών (πέρσι ήταν 25) ενώ θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε και 10 μετακλήσεις ή συμπαραγωγές,  ξένων σκηνοθετών  (πέρσι ήταν 8). Η Πειραιώς 260 θα φιλοξενήσει 14 (πέρσι 16), το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου θα υποδεχτεί 7 παραγωγές (8 είχε το 2023) και το Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου φέτος θα φιλοξενήσει 1 ενιαία παράσταση δύο μονολόγων (πέρσι είχε 4 παραστάσεις του κύκλου Contemporary Ancients). Μία παράσταση θα παιχτεί στο Κτήριο της Παλιάς Βουλής, μία στο Σύγχρονο Θέατρο, μία στο Παλλάς, και μία διαδοχικά σε τρία τοπόσημα, στο Νοσοκομείο Σωτηρία, στην Εθνική Βιβλιοθήκη και στην Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου 2024

Παρατήρηση δεύτερη. Ποιόν αφορά και ποιόν θα έπρεπε να αφορά το Φεστιβάλ; Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ δείχνει να έχει πάρει το δρόμο μιας ελιτίστικης προοπτικής. Ένα φεστιβάλ δημόσιο ενώ θα έπρεπε να έχει πρωτίστως σκοπό του την πολιτιστική επιμόρφωση και αναβάθμιση του λαού, ακολουθεί μια τιμολογιακή πολιτική που κάθε άλλο παρά φιλολαϊκή είναι. Αρκεί μια πρόχειρη ματιά στις τιμές των εισιτηρίων για να το αντιληφθεί κανείς.  Οι πόρτες του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου παραμένουν ερμητικά κλειστές στο σύνολο σχεδόν του εργαζόμενου κόσμου. Πόσες παραστάσεις από το φεστιβάλ μπορεί να παρακολουθήσει μια μέση ελληνική οικογένεια;  Και μην απαντήσουν οι υπερασπιστές του ακραίου φιλελευθερισμού, ότι αυτή είναι η αγορά, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης κλπ ευφυολογήματα. Γιατί ο πολιτισμός όταν υπακούει σε αυτά τα κελεύσματα παύει να είναι πολιτισμός αλλά κοινό εμπόρευμα.

Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά εδώ. Θα μπορούσαμε να πούμε για την οικειοθελή παράδοση και υποταγή (δυστυχώς, ακόμα και από τους ίδιους τους καλλιτέχνες κάτω από την πίεση της επιβίωσης) του πολιτισμού σε ιδιώτες. Όπου βέβαια, εκεί η λέξη κέρδος ποδοπατά οποιαδήποτε άλλη έννοια  και αντίληψη πολιτισμού μετατρέποντας τες σε κούφια λόγια. Το Φεστιβάλ από χρόνια έχει επιτρέψει με ήσυχη συνείδηση την άλωση του από ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής, σπόνσορες και χρηματοδότες, ελλείψει προφανώς κρατικής στήριξης. Τόσο, που ακούσαμε χτες στο πάρτι που διοργανώθηκε, τον πρόεδρο του, τον κ. Δημήτρη Πασσά, στον σύντομο χαιρετισμό του να θεωρεί άμεση προτεραιότητα να ευχαριστήσει  με θέρμη και σχεδόν με ραγιαδικό τρόπο να εκλιπαρεί για τη βοήθεια ιδιωτικών κεφαλαίων. Πως  λοιπόν να γίνει προσιτό το Φεστιβάλ στον εργαζόμενο κόσμο και πώς να μην απευθύνεται σε μια πολύ στενή κάστα ανθρώπων, φιλότεχνων, φιλάνθρωπων  και λοιπά φιλό- που άνετα μπορούν να καλύψουν τα σολντάουτ  διήμερων και τριήμερων παραστάσεων, αδιάφορώντας για τον τελικό αποδέκτη της Τέχνης, τον ‘Ανθρωπο; Εκτός αν κάνουμε Τέχνη για την Τέχνη… Και αν αυτός  ο βουβός αλλά ουσιαστικός αποκλεισμός στο όνομα πάντα της «εξωστρέφειας» και της «πολυσυλλεκτικότητας» δεν αποτελεί στίγμα  για το θεσμό του Φεστιβάλ, αναρωτιέμαι τι είναι…

Μάνος Καρατζογιάννης – «50 χρόνια, μια νύχτα»

Παρατήρηση Τρίτη. Ο ιδεολογικός προσανατολισμός του Φεστιβάλ. Και φέτος διαβάσαμε όμορφα λόγια. Για κόσμο που φλέγεται. Διαβάσαμε και πάλι για πρόγραμμα πολυφωνικό, μαχητικό, φέτος διατυπώθηκε και η έκφραση παρηγορητικό ενώ (είναι αλήθεια) διατυπώθηκε και ο χαρακτηρισμός πολιτικό, μια παραδοχή που γενικά αποφεύγεται επιμελώς από δημόσιους φορείς. Φέτος το φεστιβάλ μέσα από τις παραστάσεις του μιλά για τη Δημοκρατία, τη Δικαιοσύνη, τη συμπερίληψη, τη συμμετοχή στα κοινά. Όλα ωραία και όμορφα και πραγματικά χρήσιμα. Βέβαια ο προβληματισμός της προηγούμενης παραγράφου παραμένει ανοιχτός ως αντίφαση στον ιδεολογικό προσανατολισμό που περιγράφει στο σημείωμά της η καλλιτεχνική διευθύντρια, Κατερίνα Ευαγγελάτου, αλλά πραγματικά υπάρχει μια επίταση φέτος σε μια πολιτική αύρα, όσο βέβαια αυτή επιτρέπεται να φυσήξει στο Φεστιβάλ, και πάντα μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο ευλαλίας και τσιτάτων που δεν ενοχλούν. Αλλά αυτό, παρόλα αυτά και αναμφισβήτητα κατοχυρώνεται στα θετικά της φετινής διοργάνωσης.

Κατά τα άλλα, παραμένει μέγα ερώτημα γιατί υιοθετήθηκε να ενταχθεί στο προγραμματισμό του (και μάλιστα κάτω από το ιδεολογικό πρίσμα του, αυτό της «Δημοκρατίας») και στον κύκλο του show case, η παράσταση «Αmalia melancholia» που και παλιά είναι αλλά το κυριότερο αποτελεί  μέγα πλυντήριο του ξενόφερτου βασιλικού θεσμού στο νεοελληνικό κράτος, όπου χωρίς καμία κριτική αποτίμηση (και σε έξοχο εικαστικό περιβάλλον) παρατίθενται αποκλειστικά οι απόψεις της βασίλισσας Αμαλίας περί των ολέθριων αποτελεσμάτων της δημοκρατίας, πάντα στο όνομα μιας δικαιωματίστικης ανάδειξης του έμφυλου, της μητρότητας, της γυναικείας φύσης, της ιδιωτικότητας, της  «ευαιασθησίας» κλπ. Αλήθεια, αυτά θέλουμε να βγάλουμε προς τα έξω, την αναθεώρητική σύγχρονη τάση της ιστορίας και την ξεπλυματική αποκατάσταση ιστορικών προσώπων που έχουν κριθεί ιστορικά και πολιτικά στη συνείδηση μας από τα ίδια πεπραγμένα τους στο δημόσιο βίο;

Πάρτυ στην Πειραιώς 260 – φωτο αρχείου Θωμά Δασκαλάκη

Παρατήρηση τέταρτη.  Και επειδή η προηγούμενη παρατήρηση τελειώνει με ερώτηση, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για τη νέα τάση που έχει εισαχθεί με τρόπο ύπουλο στις κρατικές πολιτιστικές δράσεις από τους δημόσιους καλλιτεχνικούς φορείς. Αυτήν που θέλει την κατάργηση των συνεντεύξεων τύπου (επομένως και των ερωτήσεων) και τη διοργάνωση πάρτι και ξεσαλώματος στο όνομα μιας κάποιας βαρεμάρας και ανίας αυτών. Συμφωνούμε. Όμως εδώ πρόκειται για έναν άτυπο αποκλεισμό υποβολής δημοσιογραφικών ερωτήσεων σχετικά με τους θεσμούς, που θα μπορούσαν να αφορούν καλλιτεχνικές ή οικονομικοκοινωνικές θεματικές και προβληματισμούς, και μία αγωνιώδη λύση πως να αποφεύγουμε τις δημόσιες ερωτήσεις για να μην ερχόμαστε στη δύσκολη θέση να τις απαντάμε. Πολύ ωραία τα πάρτι, καλοσχεδιασμένα, οργανωμένα, φιλόξενα και κεφάτα (όπως το χτεσινό), αλλά, πραγματικά, δεν κατανοούμε, γιατί δεν μπορούν να υπάρξουν δημόσιες ανοιχτές συζητήσεις με δημοσιογράφους παράλληλα με αυτά. Πώς και γιατί έρχεται το ένα σε αντίθεση με το άλλο; Μια πρακτική που εγκαινίασε το Εθνικό Θέατρο τα τελευταία δύο χρόνια που (μάλλον όχι τυχαία) συνέπεσε με την κατάρτιση από μεριάς του, του πιο αδιάφορου ρεπερτορίου, πράγμα που προσδοκούμε να μην έρθουμε σε επαφή με κάτι παρόμοιο στο Φεστιβάλ φέτος.

Παρατήρηση πέμπτη. Το δημιουργικό του Φεστιβάλ, η οπτική ταυτότητά του αποτελεί πραγματικά χάρμα οφθαλμών. Ζωντανό, κεφάτο, έχει ρυθμό. Έχει χρώμα και έχει άποψη η οποία «διαβάζεται» και επικοινωνείται με αμεσότητα, χωρίς να εμπεριέχει μια απρόσωπη, φορεμένη δηθενιά που συνήθως επιλέγεται (όπως πέρσι).  Το υπογράφουν οι Beetroot και πραγματικά μετέχουμε μέσα από αυτό σε όλα όσα το γέννησαν: τις αναμνήσεις μας από το Φεστιβάλ, το ελληνικό καλοκαίρι, τον ήλιο, τα κύματα, τις πευκοβελόνες, τα σκαλιά της Επιδαύρου, τον ήχο που μεταδίδεται, τη συνύπαρξη.

Θεόδωρος Τερζόπουλος – για πρώτη φορά συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο

Παρατήρηση έκτη. Οι επαναλήψεις και το Τρίγωνο. Την ελάχιστη επαφή να έχεις με το Φεστιβάλ, δεν μπορείς να μην αντιληφθείς στην πράξη αυτό που εδώ και χρόνια συζητείται στο δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό συνάφι για το περίφημο δόγμα των «ίδιων και ίδιων».  Δόγμα που όσο και αν ισχυρίζονται (οι προκριμένοι συνήθως) ότι αποτελεί μια αναίτια γκρίνια των απορριφθέντων και μια επαγγελματική διαστροφή καταγγελτικότητας των δημοσιογράφων (των όποιων το τολμούν τέλος πάντων), εθελοτυφλούμε εάν δεν αρχίσουμε να το παραδεχόμαστε ανοιχτά και  να το επισημαίνουμε.

Και αν κάποιος που ασχολείται με το θέατρο επισταμένως  και είναι αποδεσμευμένος από εξαρτήσεις (οικονομικές, επαγγελματικές ή και προσωπικές) και τα βάλει κάτω θα διαπιστώσει ότι τα τελευταία δέκα χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα άτυπο αλλά καθοριστικό τρίγωνο: Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και Στέγη Ωνάση (και από κοντά ίδρυμα Νιάρχου, ΚΘΒΕ, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά) αναθέτουν με χρονολογική σχεδόν σειρά  και εναλλάξ, παραστάσεις στα ίδια πρόσωπα.

Ανέστης Αζάς – και πάλι στην Πειραιώς 260 και στο show case “grape”

Δυστυχώς η Κατερίνα Ευαγγελάτου δεν έδειξε να ξεστρατίζει από την ίδια πρακτική.  Και βεβαίως, η τοποθέτηση αυτή δεν έχει να κάνει με τα ονόματα των δημιουργών (προς Θεού, αυτή είναι η δουλειά τους) αλλά με τις κοινές, επαναληπτικές, επιλογές των διοικούντων των φορέων. Για παράδειγμα, επαναλαμβάνω χωρίς αυτό να αποτελεί μομφή στα πρόσωπα και στη δουλειά τους, φέτος θα δούμε Θάνο Παπακωνσταντίνου στην Επίδαυρο από το Εθνικό όταν πέρσι είδαμε δουλειά του στην Πειραιώς 260 και δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από την «Ηλέκτρα» του και πάλι από το Εθνικό, και τη δουλειά του στη Στέγη. Ή, Ανέστη Αζά στην Πειραιώς 260, που αποτελεί την τρίτη συνεχόμενη εμφάνισή του στο φεστιβάλ, μετά και από τις δουλειές του σε Εθνικό και Στέγη.

 Και βεβαίως, η Στέγη Ωνάση είναι ιδιωτικό ίδρυμα και μπορεί να επιλέγει σε ποιους θα «επενδύσει», αλλά παραμένει το ερώτημα για αυτήν την αβάσταχτη επαναληπτικότητα των επιλογών δημόσιων φορέων. Αυτή η επαναληπτικότητα σκηνοθετών, οδηγεί μοιραία και στην επαναληπτικότητα ηθοποιών, μιας και λογικό είναι ο κάθε σκηνοθέτης να εμπιστεύεται συγκεκριμένη ομάδα ηθοποιών. Και κάπως έτσι, έχει δημιουργηθεί ένα φαύλος κύκλος πολλών αποκλεισμένων, λίγων εκλεκτών και πολλής γκρίνιας, μιας και πλέον δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα.

Και βεβαίως, έτσι, σε καμιά περίπτωση δεν προωθείται η ανανέωση του φεστιβάλ, η ανάδειξη νέων τάσεων και προσώπων που πρέπει να αποτελεί απαρέγκλιτο κανόνα του Φεστιβάλ. Το Φεστιβάλ δείχνει να «γερνάει» και να «βαλτώνει». Γιατί, για παράδειγμα, να μην υπάρχει υπό την αιγίδα του Φεστιβάλ ένα φεστιβάλ νέων δημιουργών και ομάδων; Γιατί συγκριμένοι σκηνοθέτες, με ένα βιογραφικό απόλυτα πετυχημένων και εμπνευσμένων παραστάσεων, λαμβάνουν μονίμως απορριπτικές απαντήσεις σε σημείο να έχουν απογοητευθεί και να αρνούνται να υποβάλλουν ξανά πρόταση, την ίδια ώρα που οι παραστάσεις τους εκεί έξω μετρούν σολντάουτ; Βοηθάει, άραγε αυτό το ελληνικό θέατρο; Δίνει κίνητρο για την ανάπτυξή του;  Εκτός αν συμφωνήσουμε πως δεν είναι αυτός σκοπός του Φεστιβάλ, οπότε ανοίγουμε μια άλλη συζήτηση. Και μέχρι πότε, αξιόλογες ομάδες οι οποίες μετρούν χρόνια θα αποτελούν το άλλοθι της συμμετοχής μιας «νέας γενιάς» στους κόλπους του Φεστιβάλ; Και τελικά ποιοί αποτελούν τη σύγχρονη πρωτοπορία; Ή μήπως τελικά δεν υπάρχει πρωτοπορία, αφού δεν ενισχύεται και δεν αναδεικνύεται θεωρώντας a priori πρωτοποριακό ό,τι έχει επιβληθεί «αμορικά» ως τέτοιο πριν τριάντα χρόνια, όταν όντως υπήρξε στην εποχή του πρωτοπορία αλλά σήμερα είναι γερασμένο και προβληματικό;

Tiago Rodrigues στην Επίδαυρο με την Comédie-Française

Παρατήρηση έβδομη Την ίδια παρατήρηση έχουμε να κάνουμε, και για όλους τους κύκλους του Φεστιβάλ. Στο show case που λέγεται grape και όπως καταθέτει η Κατερίνα Ευαγγελάτου λειτούργησε με επιτυχία στο περσινό παρθενικό του άνοιγμα, θα συναντήσουμε τα ίδια ονόματα που συναντάμε σε αυτήν την κυκλική τροχιά.

Ακόμα και στις ξένες μετακλήσεις και δημιουργούς θα δούμε ονόματα που τα βλέπουμε σχεδόν χρόνο παρά χρόνο. Μεγάλα ονόματα, σπουδαίοι δημιουργοί είναι αλήθεια αλλά πλέον αποτελούν μια φεστιβαλική προβλέψιμη ρουτίνα. Και εδώ (και σε συνάρτηση πάντα με την προηγούμενη παρατήρηση) γεννάται το ερώτημα: Αποτελούν αυτές οι επιλογές μια δικλείδα εμπορικής ασφάλειας  για να μιλήσουμε στον απολογισμό για «γεμάτα θέατρα» και «αύξηση εσόδων» ή μήπως τελικά το θέατρο διεθνώς περνάει κρίση και δεν «παράγει», δεν «προωθεί και δεν «αναδεικνύει» νέους δημιουργούς μέσα σε αυτήν την ισοπεδωτική καπιταλιστική πραγματικότητά του; (να κάτι τέτοια ερωτήματα δεν μπαίνουν ανοιχτά για συζήτηση με την άτυπη απαγόρευση δημοσιογραφικών συναντήσεων)

Παρατήρηση όγδοη. Πονάει μάτι,-κόψε κεφάλι. Κάπως έτσι δείχνει πως λειτούργησε η απόφαση φέτος να περιοριστεί δραματικά (και δραματουργικά) ένας από τους πιο σημαντικούς κύκλους που εισήγαγε η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο θεσμό, τον κύκλο του Contemporary Ancients (Σύχρονοι Αρχαίοι), όπου νέα έργα τοποθετούνται και αναφέρονται στο Αρχαίο Ελληνικό Δράμα. Ένας κύκλος που θα μπορούσε να είναι δυναμίτης πυροδότησης και προώθησης της νεοελληνικής δραματουργίας, σπαταλήθηκε σε ημέτερες αναθέσεις με αμφίβολο καλλιτεχνικό αποτύπωμα (για να είμαστε επιεικείς). Έργα που δεν αφορούν κανέναν,  τα περισσότερο με έντονο το στοιχείο της συγγραφικής αυτοαναφορικότητας και το βάρος της  ανέμπνευστης,  χρηματοδοτούμενης, «ανάθεσης εργολαβίας» που πιθανότατα δεν πρόκειται να ξαναπαιχτούν ποτέ ξανά, και ούτε ποτέ κάποιος στο μέλλον θα έχει να θυμηθεί και να πει κάτι για αυτά, περιόρισαν τον κύκλο αυτό φέτος σε μία και μοναδική παράσταση δύο έργων, τα οποία γράφτηκαν όπως φαίνεται και πάλι κατά παραγγελία και σε συνάρτηση με τις δύο παραστάσεις των ξένων μετακλήσεων στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Το ότι αυτή η παράσταση, εντάσσεται φέτος και σε έναν άλλο εφευρεμένο κύκλο «Μονόλογοι»(που μάλλον δεν προσφέρει τίποτα ως ξεχωριστή ενότητα), μας βάζει στη διαδικασία να σκεφτόμαστε το (αμφίβολο) μέλλον του…

Παρατήρηση ένατη. Δεν μπορούμε να μην εξάρουμε και να μην σταθούμε σε δύο πολύ σημαντικές στιγμές του φετινού Φεστιβάλ. Στο αφιέρωμα για τον Λευτέρη Βογιατζή όπου θα προβληθεί μαγνητοσκοπημένη η ιστορική παράσταση του «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου το 2006 και βεβαίως η παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη «50 χρόνια, μια νύχτα» στην Πειραιώς 260, επιλογή της Κατερίνας Ευαγγελάτου η οποία περισώζει την τιμή των κρατικών σκηνών μας, που επιδεικτικά και προς μεγάλη τους ντροπή και αναίδεια στην ελληνική ιστορία, αγνόησαν τη μεγάλη ιστορική στιγμή του Νοέμβρη του 73.

Παρατήρηση δέκατη. Το πρόγραμμα της Επιδαύρου, και αυτό φέτος χωρίς σημαντικές εκπλήξεις (είχαμε αναφερθεί σε προηγούμενο ρεπορτάζ μας), αν εξαιρέσεις την για πρώτη φορά συνεργασία του μέγιστου Θεόδωρου Τερζόπουλου με το Εθνικό Θέατρο, στην εμβληματική τριλογία «Ορέστεια». Μια συνεργασία που έπρεπε να είχε επιτευχθεί εδώ και χρόνια, μια ήδη δικαιωμένη επιλογή του Γιάννη Μόσχου (που οφείλουμε με εντιμότητα να του αναγνωρίσουμε παρά τις διαπιστωμένες αδυναμίες της τριετούς θητείας του στο Εθνικό).  Θάνος Παπακωνσταντίνου (Ηλέκτρα 2018) και «Βάκχες», όπως ήδη αναφέραμε είναι η δεύτερη επιλογή του Εθνικού Θεάτρου ενώ το ΚΘΒΕ επιτέλους «παίρνει» μια πιο καλή ημερομηνία στον προγραμματισμό με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη από τον Γιάννη Κακλέα (Ορέστης 2021). Δύο σημαντικές ξένες μετακλήσεις σημαδεύουν τις αυτούσιες παραγωγές του Φεστιβάλ, ο Ρώσος Τιμοφέι Κουλιάμπιν  και η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με απολύτως ελληνική διανομή και ο Tiago Rodrigues με την περίφημη Κομεντί Φρανσέζ σε μια μεταγραφή της «Εκάβης» του Ευριπίδη. Η Μαριάννα Κάλμπαρη (Μήδεια 2017) επιστρέφει στην Επίδαυρο με τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, εξήντα χρόνια μετά την παρουσίασή του έργου από τον Κάρολο Κουν, μια συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν με το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ο Άρης Μπινιάρης (Πέρσες 2017, Προμηθέας Δεσμώτης 2021) φέρνει τη δική του ανάγνωση στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε παραγωγή της Τεχνηχώρος.

Τα επικίνδυνα πεζοδρόμια στην είοοδο της Πειραιώς 260 παραμένουν…

Παρατήρηση ενδέκατη. Η Πειραιώς 260, δυστυχώς παραμένει ίδια. Υποφωτισμένη, με τα χωμάτινα στενά πεζοδρόμια στην είσοδό της,  με σίδερα να παραμένουν απειλητικά για τον κόσμο (μέχρι να συμβεί κάποιο οδυνηρό ατύχημα), σε μια Πειραιώς που παραμένει μια σκοτεινή χωρίς σήματα και ενδείξεις  λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας οχημάτων. Ελπίζουμε, τώρα που οι εγκαταστάσεις περιήλθαν οριστικά στην ιδιοκτησία του Υπουργείου Πολιτισμού και πρόκειται εκεί να μεταστεγαστούν τα γραφεία του Φεστιβάλ, να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες φωτισμού, πεζοδρόμησης και σήμανσης για την ασφάλεια των εργαζομένων και των θεατών.

Ωστόσο, αρκετά με τις επισημάνσεις. Τα ζητήματα αυτά δεν αφορούν προφανώς και μόνο το Φεστιβάλ, αλλά απότελούν γενικότερους προβληματισμούς για τις παθογένειες του ελληνικού θεάτρου. Και γι αυτό, πρέπει να στεκόμαστε όλοι κριτικά και ανοιχτά απέναντί τους, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς. Το χρωστάμε όλοι στο ελληνικό θέατρο, από όποια θέση το υπηρετούμε. Καλό θεατρικό, φεστιβαλικό, καλοκαίρι!

Διαβάστε το αναλυτικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2024 ΕΔΩ.