του Γιάννη Παναγόπουλου //

Φινάλε δεκαετίας του 2000. Θυμάμαι τα βράδια στην εφημερίδα. Μούτρα κολλημένα στην οθόνη. Δάχτυλα που πατούσαν πληκτρολόγια. Μισθοί στην τύχη. Μια φυτεία ρεπορτάζ για τις ανειλημμένες υποχρεώσεις των εκδοτών και των φίλων τους. Καμία πλάκα. Σου επιτρεπόταν να είσαι δημοσιογράφος στην ταυτότητα, στα πασχαλινά μπάρμπεκιου, τα βράδια όταν τα ουισκοπότηρα πηγαινοέρχονταν σβέλτα από την μπάρα στο στόμα. Καμία νοσταλγία. Η εποχή άλλαξε. Οι εφημερίδες πέρασαν στο παρελθόν. Τα αφεντικά ανακατεύτηκαν. Άλλα παροπλίστηκαν, άλλα χρεοκόπησαν, άλλα αντέχουν ακόμα.

Το μόνο που δεν άλλαξε είναι το δημοσιογραφικό σέρβις. Ταγμένο στους εργοδότες παραμένει. Ελευθερία του τύπου, ευτυχώς μια μετρήσιμη αξία. Στην ετήσια έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (στοιχεία 2020) για τον παγκόσμιο δείκτη ελευθερίας του τύπου η χώρα μας έχει τη θέση που της αξίζει. Ανάμεσα στις 180 χώρες που έχουν μπει στο “μάτι” της έρευνας η Ελλάδα βρίσκεται στην 65η θέση και κατατάσσεται 24η στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, με 28.80 βαθμούς, ξεπερνώντας μόνο Μάλτα (30,16), Ουγγαρία (30,84) και Βουλγαρία (35,06). Νομίζω πως δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω. Βέβαια είναι λυπηρό να συγκρινόμαστε, ως κλάδος και ως κοινωνία, με την Ουγγαρία του Όρμπαν. Εκεί που η πολιτική και η διαπλοκή μέσων ενημέρωσης κοντεύουν να γίνουν, εκτός και αν το έχουν ήδη κάνει, ένα. 

Για πού το πάει το ρεπορτάζ

Είναι φορές που αναρωτιέσαι αν οι μοναδικές ανεπεξέργαστες ειδήσεις που δημοσιεύονται στη χώρα είναι το δελτίο πρόγνωσης του καιρού και οι αριθμοί κλήρωσης του Τζόκερ. Κατά τα αλλά η ερευνητική δημοσιογραφία έχει συρρικνωθεί δραματικά. Ποιος θα μπορούσε να εμπιστευθεί μια δημοσιογραφική έρευνα φτιαγμένη στα εργαστήρια του Σκάι ή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, που έχει πια περάσει ευθέως στον έλεγχο του Μεγάρου Μαξίμου;
Η καταχρηστική πρωθυπουργική περατζάδα από την Ικαρία θα είχε γίνει η είδηση που γνωρίζουμε, αν δεν είχε γίνει πρώτα viral; Ξαφνιαστήκατε; Ένα ποστ όρισε την επικαιρότητα εκείνης της μέρας. Ας μην ξεχνάμε, όμως, πως τότε και εκεί – στην πρωθυπουργική επίσκεψη – υπήρχαν και δημοσιογράφοι, μέλη της ΕΣΗΕΑ, αδύναμοι, απρογραμμάτιστοι να καταγράψουν, να προβάλουν το πρωθυπουργικό ατόπημα. Μιλάμε για επαγγελματίες ρεπόρτερ που πήγαν να καλύψουν το γεγονός. Βέβαια υπάρχει και το πρόσφατο παράδειγμα της Νέας Σμύρνης. Εκεί δεν έχουμε να κάνουμε με δημοσιογραφική αδράνεια αλλά με σκόπιμη επικοινωνιακή “δημιουργική” κακοποίηση. Ένα γεγονός, με πρωταγωνιστές όργανα του νόμου, διαστρεβλώθηκε από τηλεοπτικό δίκτυο που έχει άδεια πανελλαδικής εμβέλειας (υπάρχει βέβαια και το παράδειγμα Γρηγορόπουλου και η προβολή του στο Mega). Το Star, το κανάλι, άλλαξε μέρος από διάλογο που είχαν όργανα της τάξης γύρω από περιστατικό βίας. Και στις δύο περιπτώσεις τη διασπορά των αληθινών περιστατικών ανέλαβαν χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τα σάιτ μικρών αυτοχρηματοδοτούμενων δημοσιογραφικών ομάδων που πια κυκλοφορούν ανάμεσά μας επανακαθορίζοντας την αξία του ρεπορτάζ και ίσως σώζουν την λοβοτομημένη τιμή της δημοσιογραφίας.

Ο ποιοτικός έλεγχος

Fake News. Ο δημοσιογραφικός ενεστώτας ξεκινά από μια καθόλου τιμητική βάση. Κάποτε ντροπή της δημοσιογραφικής δημοσίευσης ήταν η αδιασταύρωτη είδηση. Σήμερα είναι κάτι χειρότερο, η συνειδητή δημοσίευση από δημοσιογραφικά μέσα ψεύτικων ειδήσεων με σκοπό την παραπλάνηση του κοινού. Πιο ηττοπαθής όρος για να περιγράψουμε την κατάσταση που έχει περιέλθει η δημοσιογραφία παγκοσμίως δεν υπάρχει, αλλά να που μοιάζει να επικρατεί δίνοντας απόχρωση στο παρόν του τύπου. Ποια θα μπορούσε να είναι η επόμενη μέρα των fake news; Το σίγουρο είναι πως οι μελλοντικές έρευνες των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα γύρω από την επάρκεια της δημοσιογραφίας και τη σχέση της με την πραγματικότητα θα έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από ποτέ στο παρελθόν.