Εικόνες: Δημήτρης Βαβλιάρας, Δημήτρης Μακρής, Τάσος Καρακούλιας

Η συνέντευξη (πρωτο)δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτη

Ο Δημήρης Μυστακίδης μπορεί να σου μιλήσει για τη γεμάτη του ζωή στη μουσική, αλλά και έξω από αυτή, με μαγική απλότητα. Και μας αφήνει να μπούμε στα βαθιά των εμπειριών του με την ελευθερία του ανθρώπου που γνωρίζει να μοιράζεται.

Ο κιθαρίστας και τραγουδιστής, που μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ -με καινούργια τραγουδια- “Μόρσο”, που έχει πάρει τη διάδοση και την εξέλιξη της λαϊκής μουσικής τόσο προσωπικά, τις Παρασκευές του Φλεβάρη θα εμφανίζεται στον Σταυρό του Νότου.

Είναι η δεύτερη φορά που συναντιόμαστε στην Αθήνα.

Και είναι η πρώτη φορά που είμαι εδώ με ξεχωριστό τρόπο. Είναι το συνέδριο για την Αστική Λαϊκή Μουσική, είναι και οι παραστάσεις, όλο τον Φεβρουάριο, στον Σταυρό του Νότου. Πήρα την απόφαση να μείνω, για λίγο, εδώ. Το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη με κούρασε. Βέβαια είναι και κάτι ακόμα. Θέλω να πάρω μυρωδιά τι γίνεται στην πόλη, γιατί εμείς από “χωριό” είμαστε.

Είχα ανέβει πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη. Πέρασα τέλεια. Ένα από αυτά που θυμάμαι από το ταξίδι ήταν και, εκείνη, η σταθερή ερώτηση: “Είσαι από την Αθήνα; Το κατάλαβα από την προφορά, το στήσιμό σου”. Και όταν η κουβέντα άνοιγε ερχόταν και το: “Εμείς εδώ δεν έχουμε τα ίδια με σας”.

Σε ποιες περιοχές κινήθηκες;

Στο κέντρο.

Κοίτα, ο κομπλεξισμός για την Αθήνα υπήρχε πάντα. Από πιτσιρίκι το θυμάμαι να συμβαίνει αυτό. Μπορεί να είσαι από τη Θεσσαλονίκη, να κάνεις πράγματα και ο κόσμος να αδιαφορεί. Αν σε αποδεχτεί η Αθήνα, όταν γυρίσεις πίσω τότε αυτομάτως γίνεσαι παραδεκτός και εκεί. Καταλαβαίνεις τι λέω; Ο κομπλεξισμός πάντα υπήρχε, υπάρχει, θα υπάρχει. Ξέρεις όμως κάτι; Αυτή τη φορά είναι δικαιολογημένος.

Γιατί;

Γιατί η πόλη περνά την πιο μίζερη περίοδό της. Είμαι 53 ετών, πρώτη φορά το βλέπω τόση ανέχεια. Η Θεσσαλονίκη υπέστη μεγάλη φτωχοποίηση. Όλοι οι περιφερειακοί δήμοι έχουν φουσκώσει από την εσωτερική μετανάστευση. Υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν την τύχη τους στην πόλη, όχι από επιλογή, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης που παραμένει ενεργή. Ο πρωτογενής τομέας έχει εξαφανιστεί. Οι περιοχές πέριξ του κέντρου της πόλης πια είναι στα όρια της φτώχειας ή, αν θες, τα έχουν ξεπεράσει. Και δεν είναι μόνο αυτό. Η ακροδεξιά μέσα από τη διογκούμενη απελπισία είναι η μόνη κερδισμένη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι από απελπισία μετακινούνται προς τα εκεί, δεν είναι φασίστες από πεποίθηση. Στο φαινόμενο έχει μεγάλη ευθύνη και ο Σύριζα. Τα χρόνια που κυβέρνησε χάθηκε στο κεντρικό πρόβλημα, την οικονομική κρίση, τα μνημόνια, τη γραφειοκρατία. Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα δεξιόστροφη. Στο κέντρο ζουν οι παλιοί αστοί που δεν υπάρχει περίπτωση να μετακινήσουν την πολιτική τους άποψη ό,τι και να γίνει. Το ξαναλέω, όμως, η Θεσσαλονίκη ζει την πιο μίζερη περίοδο που έχω δει στη ζωή μου. Να φέρω ένα παράδειγμα από τη δική μου πλευρά; Ζήτημα είναι αν στην πόλη υπάρχουν δύο χώροι για live. Λίγοι δεν είναι για ένα μέρος που κατοικούν ένα εκατομμύριο άνθρωποι;

Έχεις νέο άλμπουμ, Μόρσο το λένε.

Η καραντίνα φταίει.

Την πέρασες δημιουργικά;

Πολύ, πάρα πολύ. Στους μουσικούς ο χρόνος δε διαχωρίζεται. Δεν υπάρχει το “τώρα κάνω τη δουλειά μου”, μετά “κάνω τη ζωή μου” και μετά “πάω σπίτι”. Υπάρχει μόνο η μουσική στη σκέψη μας. Στη διάρκεια των λοκντάουν το έχασα τελείως. Δούλευα διαρκώς πάνω στα τραγούδια που έγραφα. Ο εγκλεισμός ήταν μια καλή δικαιολογία, το ακλόνητο άλλοθι να είμαι πάνω τους διαρκώς. Ήταν μια περίοδος που μπήκα στη μουσική με πρωτόγνωρους όρους. Έτσι και αλλιώς δεν είμαι κανένας πετυχημένος που τα λεφτά τού τρέχουν. Αγωνίζομαι για το μεροκάματο. Η καραντίνα έφερε τη σιωπή και τον χρόνο να συγκεντρωθώ στη μουσική με απόλυτο τρόπο.

Μπορεί να βρήκες τον προσωπικό σου παράδεισο αλλά όταν κοιτούσες έξω από το παράθυρο, τι έβλεπες; Από κάποια στιγμή και μετά η καραντίνα ονομάστηκε εγκλεισμός.

Θα σου πω το εξής, το Μόρσο, το νέο μου άλμπουμ, δεν είχε ως αφετηρία του τη μουσική, ξεκίνησε από το διάβασμα. Οι μουσικοί είμαστε αυτό που λέω “μονοκοτυλήδονα”. Από μικρός προσπαθούσα να γίνω καλός στο παίξιμο. Στη ζωή μου δε διάβασα. Την ποίηση την ανακάλυψα αργά. Σήμερα, όποτε βρω ευκαιρία διαβάζω, διαβάζω πολύ. Οπότε, αυτή τη φορά, σ’ αυτόν τον δίσκο όλη η ιστορία ξεκίνησε από τον λόγο, όχι τη μουσική. Αν δε διάβαζα ποίηση του Λειβαδίτη δεν θα έγραφα στίχους σε τραγούδια εκφράζοντας πράγματα που πάντα με ενοχλούσαν. Για χρόνια είμαι στο κομμάτι της μουσικής παραγωγής. Σαν μουσικός έχω παίξει κοντά στα 120 άλμπουμ. Η αίσθηση της επανάληψης με κούρασε. Κάποια στιγμή σκέφτηκα “δε βαριέσαι, δεν υπάρχει παρθενογένεση, θα γράψω στίχους σε δική μου μουσική και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.” Ήταν μια σπόντα τρελή το όλο σκηνικό. Είναι λες και ζω τη χρονική έναρξη μιας άλλης ζωής που με βρίσκει να διαβάζω, να ανοίγει το κεφάλι μου. Και ξέρεις κάτι; Χαίρομαι, επιτέλους βρήκα τρόπο να εκφραστώ με φυσικότητα, ως πολιτικό ον που είμαι, για όλα αυτά που με ενοχλούν ή με φτιάχνουν.

Πώς συστήθηκες στην ποίηση του Λειβαδίτη;

Νομίζω τυχαία. Διαβάζω ό,τι πέσει στα χέρια μου. Όταν βρίσκω χρόνο διαβάζω. Είδα τι καλό μου κάνει. Δηλαδή πριν ήμουν μονοκοτυλήδονο.

Το Μόρσο έχει έντονο το ηλεκτρονικό στοιχείο μέσα του. Πώς πάντρεψες τον λαϊκό ήχο μαζί του;

Πιστεύω πως λειτούργησα λίγο σαν παιδί. Με τον χρόνο που δόθηκε πειραματίστηκα με διάφορα πράγματα. Ήθελα να υπάρξει μια σύνδεση με το λαϊκό στοιχείο που έτσι κι αλλιώς είναι το πρωτογενές υλικό, με τον industrial ήχο. Σε ένα κομμάτι που το λένε Μονόλογος του Θεού κρουστά έπαιξε ο Βασίλης Μπαχαρίδης. Όταν πήγαμε στο στούντιο του είπα πως δε θα ήθελα να παίξει με παραδοσιακά όργανα. Θα ήθελα να δοκιμάζαμε κάτι διαφορετικό. Τι έκανε; Έφτιαξε κάτι σετ κρουστών από θερμοσίφωνες, σκόρπια σίδερα και μια αντλία πετρελαίου. Με αυτό το παιχνίδισμα στήθηκε όλη η δουλειά, αυτός ο δίσκος.

«Είμαι 53ων ετών πια. Δε με ενδιαφέρει το αυτονόητο και οι δεδομένες ηχητικές φόρμες. Θα κάνω αυτό που θέλω. Αν κάποιοι το δεχτούν έχει καλώς, αν όχι δεν πειράζει, πάμε παρακάτω.»

Αυτό που κάνεις είναι καλλιτεχνικά προκλητικό. Το κοινό που έχεις ίσως βρει το Μόρσο διαφορετικό από τις δουλειές σου. Φαντάζομαι πως οι άνθρωποι που σε ακούν αναζητούν συγκεκριμένες ηχητικές φόρμες.

Το ξέρω αυτό. Είμαι 53ων ετών πια. Δε με ενδιαφέρει το αυτονόητο και οι δεδομένες ηχητικές φόρμες. Θα κάνω αυτό που θέλω. Αν κάποιοι το δεχτούν καλώς, αν όχι δεν πειράζει, πάμε παρακάτω. Στους ανθρώπους που με έμαθαν από τις ταβέρνες να παίζω ρεμπέτικα ίσως ο ήχος του Μόρσο φανεί διαφορετικός, δυσνόητος. Το καταλαβαίνω αυτό, αλλά εδώ υπάρχει και η δική μου η ανάγκη. Σαν καλλιτέχνες προσπαθούμε και να βελτιωνόμαστε και να μη μένουμε στάσιμοι, να προχωράμε. Δυστυχώς, ο κόσμος δεν κάνει το ίδιο. Θα μου πεις πως ο κόσμος έχει τόσα προβλήματα για ν΄ ασχοληθεί με τον δικό μας νταλκά. Οι σχέσεις μας όμως πάντα ήταν αμφίδρομες. Θεωρώ ότι πρέπει να προχωράμε παρέα. Αν δεν το κάνουμε αυτό θα χαθούμε. Ξεκίνησα ως σέσιον μουσικός. Αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν είναι η πρώτη μου προτεραιότητα να προσελκύσω τον κόσμο.

Δεν είναι θέμα νοσταλγίας, είναι θέμα καταγραφής, ήσουν για χρόνια συνεργάτης του Νίκου Παπάζογλου. Όσα συνέβαιναν στο στούντιο του “Αγροτικόν” έχουν πάρει μυθικές διαστάσεις. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 το να ηχογραφήσουν συγκροτήματα και καλλιτέχνες εκεί ήταν, πώς να το πω, τιμή. Το όραμα του Παπάζογλου γύρω από τον χώρο που είχε δημιουργήσει ποιο ήταν;

Το “Αγροτικόν” ήταν το σημείο που μαζευόταν μια μεγάλη παρέα. Ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος που ζήσαμε μαζί κοντά στα δεκατέσσερα χρόνια. Θυμάμαι πως έκανε πολλά πράγματα με τα χέρια. Το λέω αυτό γιατί ήταν άνθρωπος που δεν έμενε μόνο στη θεωρία, αλλά μπορούσε και να την πλάσει. Ήταν 1991 και ήμουν πιτσιρικάς όταν χώθηκα σ’ αυτή την ιστορία. Η ανάγκη του Νίκου να δημιουργεί μέσα από την παρέα ήταν διαρκής και έντονη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ενασχόληση με τη δισκογραφική ετικέτα «Στρόγγυλοι Δίσκοι». Τα καλοκαίρια στις περιοδείες, του έδιναν υλικό καλλιτέχνες και σχήματα που θέλανε να το ηχογραφήσουν μαζί του. Το χειμώνα το άκουγε όλο. Μιλάμε για ατέλειωτες ώρες ακρόασης. Το Αγροτικόν ήταν ένας χώρος που έδωσε ευκαιρίες σε παρέες να δημιουργήσουν. Ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Σωκράτης Μάλαμας από εκεί βγήκαν. Ο Νίκος λάτρευε τη μουσική, παράλληλα ενσωμάτωνε ανθρώπους, δημιουργούσε παρέες, επιθυμούσε τον διάλογο, την ομαδική δημιουργία. Και έψαχνε διαρκώς τη μοναδικότητα ακόμα και στον ήχο που θα έβγαζε ο χώρος του. Στουντιακά στο Αγροτικόν έπλασε αυτό που λέμε: “Ήχος της Θεσσαλονίκης”. Ήταν εντελώς διαφορετικός από τον ήχο της Αθήνας.

Πώς εντάχθηκες σε όλη εκείνη την παρέα τότε;

Αρχές δεκαετίας 1990 δούλευα σ’ ένα μαγαζί μαζί με τον Παναγιώτη Κουτσούρα, που έπαιζε μπουζούκι και τον κοντραμπασίστα Γιάννη Κολοβό. Εκείνοι τα καλοκαίρια περιόδευαν με τον Νίκο και τον χειμώνα έπαιζαν σε μαγαζιά, που τότε υπήρχαν άφθονα, της Θεσσαλονίκης. Η σπόντα που έγινε τότε έχει ενδιαφέρον. Ο Σωκράτης Μάλαμας, που έπαιζε κιθάρα, είχε φύγει από την μπάντα του Παπάζογλου για να ξεκινήσει τη δική του προσπάθεια με τα δικά του κομμάτια. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, που έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα στις Τρύπες αλλά και στο γκρουπ του Νίκου, έπαιξε για ένα φεγγάρι ακουστική κιθάρα αλλά το πράγμα δεν έβγαινε επειδή έλειπε η ηλεκτρική. Τα παιδιά είπαν στον Νίκο να με ακούσει γιατί μπορεί να του έκανα. Ήρθε, με άκουσε, έτσι μπήκα στη φάση.

«Ο Νίκος (σ.σ. Παπάζογλου) είχε το χάρισμα να μαζεύει δίπλα του ετερόκλητους ανθρώπους. Μπορεί να ήταν ένας ψαράς από την Ικαρία ή ένας βοσκός από την Κρήτη. Αυτοί οι άνθρωποι με μάγευαν. Ζούσαν στη φύση, μιλούσαν και άκουγα τη σοφία της ζωής στα λόγια τους, αντιλαμβανόμουν μια λαϊκότητα θαυμαστή. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κέρδος, αυτή ήταν η μεγάλη προίκα από τα ταξίδια μας με τον Νίκο. Το φευγιό και οι άνθρωποι.»

Το γεγονός άνοιξε έναν ολόκληρο νέο κόσμο για σένα;

Ήταν και νέος, ήταν και τεράστιος. Η γενιά μου μεγάλωνε με disco και rock και εγώ μεγάλωνα με λαϊκή μουσική. Εκείνα τα χρόνια κουβαλούσα, πώς να το πω, το κόμπλεξ της επιλογής μου. Ξέρεις, είμαι από αυτούς που αν κολλήσουν με κάτι θα σταθούν δίπλα του μέχρι τέλους. Όταν άκουσα την Εκδίκηση της Γυφτιάς απενοχοποιήθηκα, απελευθερώθηκα. Ήταν σαν να σπάει η μοναξιά μου. Ο δίσκος είχε τα πάντα. Πάντρευε διαφορετικά ακούσματα. Καπάκι ήρθε και η συνεργασία με τον δημιουργό του, τον Νίκο, που για εμάς στη Θεσσαλονίκη ήταν κάτι σαν φάρος. Το γεγονός με ενθουσίαζε. Με την παρουσία του ήταν σαν να σου έλεγε πως μπορείς να πετύχεις με αυτό που κάνεις. Και το πιο ουσιαστικό από εκείνη την εποχή ήταν τα ταξίδια που κάναμε. Σκέψου, ήμουν μόνο ένα παιδί από τον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης που ξαφνικά άρχισα να ταξιδεύω σε όλη την Ευρώπη και όλη την Ελλάδα για συναυλίες. Ο Νίκος είχε το χάρισμα να μαζεύει δίπλα του ετερόκλητους ανθρώπους. Μπορεί να ήταν ένας ψαράς από την Ικαρία ή ένας βοσκός από την Κρήτη. Αυτοί οι άνθρωποι με μάγευαν. Ζούσαν στη φύση, μιλούσαν και άκουγα τη σοφία της ζωής στα λόγια τους, αντιλαμβανόμουν μια λαϊκότητα θαυμαστή. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κέρδος, αυτή ήταν η μεγάλη προίκα από τα ταξίδια μας με τον Νίκο. Το φευγιό και οι άνθρωποι.

Υπάρχει μια ιδέα. Και αφορά την τέχνη στον καιρό μας. Απ’ όλες τις τέχνες η μουσική μοιάζει να μένει έξω από την επέλαση της παγκοσμιοποίησης.

Πρέπει να διαχωρίσουμε την έννοια της τέχνης από τη λαϊκή τέχνη. Δηλαδή θεωρώ πως η λαϊκή τέχνη δεν επηρεάζεται από αυτό που είπες, την παγκοσμιοποίηση. Αν προσπαθείς ως καλλιτέχνης να είσαι μέρος ενός παγκόσμιου κοινού αναπόφευκτα θα ομογενοποιηθείς, θα ενσωματωθείς με αυτό που συμβαίνει στον υπόλοιπο πλανήτη. Αν κατασκευάζεις, για παράδειγμα, καρεκλάκια στη Σκύρο δεν έχεις κανένα λόγο να αλλάξεις την τέχνη σου. Από αυτή ζεις. Κάπως έτσι γίνεται και στη μουσική. Εγώ δεν μπορώ να κάνω το ρεμπέτικο να μοιάζει με την ποπ μουσική που ακούει ένας Ολλανδός. Η ιστορία και η εμπειρία δείχνει πως όταν κάνεις αυτό που γνωρίζεις, αυτό που νιώθεις, θα βρεις τον δρόμο σου προς τα έξω. Δε μιλώ για το φολκλόρ, τις φορεσιές και τα μουστάκια. Γνωρίζω πως όταν παίζεις μουσική της λαϊκής σου παράδοσης μεταφέροντάς τη σωστά και επικαιροποιημένα στον κόσμο, γιατί ζούμε στο 2023, μπορείς να αγγίξεις τους άλλους. Άλλους λαούς, άλλες κουλτούρες.

Αυτό που λες το ένιωσες έντονα το 2017 στο Womex της Πολωνίας;

Σωστά. Εκεί πήγαμε με το Amerika, ένα άλμπουμ με τσιμπητή κιθάρα που τραγούδαγα εγώ. Ήταν ένα δύσκολο ηχητικό εγχείρημα που το διάλεξε η Womex ως μια από τις επίσημες παρουσιάσεις που θα γίνονταν στο φεστιβάλ. Ξέρεις πώς δουλεύει η Womex; Καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο στέλνουν τις προτάσεις τους. Εκείνες που επιλέγονται παρουσιάζονται ζωντανά σε θεατράρες που το κοινό είναι επαγγελματίες της μουσικής. Όλοι αυτοί συνήθως παρακολουθούν δέκα – δεκαπέντε λεπτά κάθε συναυλίας και φεύγουν γιατί υπάρχουν τόσα παράλληλα live που είναι αδύνατον να παρακολουθηθούν όλα. Πήγαμε στο Κατοβίτσε, έπαιζα την τρίτη μέρα του φεστιβάλ. Την πρώτη και τη δεύτερη μέρα παρακολουθούσα τους άλλους καλλιτέχνες που εμφανίζονταν και έλεγα στον εαυτό μου: “Πού πας ρε Καραμήτρο;” Στη σκηνή ανέβαιναν μπάντες με δέκα άτομα, με κρουστά, με Αφρικανούς που τα έδιναν όλα. Και εγώ; Εγώ αναρωτιόμουν αν με χωρούσε όλο αυτό το σκηνικό. Θα ανέβαινα στη σκηνή με μια κιθάρα και τις συνθέσεις των Γιώργου Κατσαρού και Κώστα Δούσα. Η ημέρα που θα έπαιζα σε ένα θέατρο χωρητικότητας δύο χιλιάδων ατόμων έφτασε. Ήταν μεσημέρι όταν ανέβηκα στη σκηνή. Ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Άρχισα να παίζω, η ώρα περνούσε, δεν έφευγε κανείς. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό όλο αυτό. Όταν τέλειωσε η εμφάνισή μου, ήρθε η Θεοπούλα που κλείνει τις συναυλίες μου ενθουσιασμένη και λέγοντας πως μόνο στη διάρκεια του live είχαμε κλείσει 8 εμφανίσεις στην Ευρώπη. Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνη τη συναυλία στο Womex. Έρχονταν άνθρωποι που κλαίγοντας με αγκάλιαζαν. Ξέρεις γιατί συνέβη αυτό; Τις ιστορίες που τραγούδησα τις έχουν ζήσει όλοι οι λαοί της Ευρώπης, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Ήταν κάτι που τους υπενθύμιζε την ιστορία τους χωρίς γκροτέσκο τρόπο. Εκεί και τότε κατάλαβα πόσο ισχυρό είναι αυτό το πράγμα που έχουμε στα χέρια μας. Η λαϊκή μουσική είναι πανίσχυρη όταν αποχωρίζεται το φολκλόρ.

Ένα από τα μαγαζιά που κουβαλούν το δικό τους μύθο γύρω από τη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης είναι η “Πριγκιπέσα”. Είχες πάρει μέρος στο άνοιγμά της. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;

Κοίτα, με τον Δημήτρη τον Σφίγγο, που συνεχίζει να έχει την Πριγκιπέσα, δουλεύαμε πολλά χρόνια σε ορχήστρες. Και πάντα στις κουβέντες μας, πριν ανοίξουμε το μαγαζί, λέγαμε πως έπρεπε να κάνουμε τον δικό μας χώρο έτσι όπως το φανταζόμασταν. Η στιγμή που εκείνη η ιδέα θα γινόταν πραγματικότητα ήρθε στη χειρότερη στιγμή και για τους δυο μας. Τι εννοώ; Εμένα τότε η μάνα μου είχε πάθει εγκεφαλικό, είχε μείνει ημιπληγική, ήμασταν στο νοσοκομείο διαρκώς. Την ίδια περίοδο, ο πατέρας του Δημήτρη είχε καρκίνο σε προχωρημένη φάση. Ένα βράδυ ο ο Δημήτρης με πήρε τηλέφωνο λέγοντας: “Βρήκα μαγαζί, έλα να το δεις”. Του απάντησα: “Τι λες ρε Μήτσο, εδώ χανόμαστε, είμαστε τώρα για τέτοια πράγματα;” Εκείνος επέμενε: “Έλα να το δεις σου λέω”. Έφυγα από το νοσοκομείο 11 το βράδυ. Συναντηθήκαμε με τον δικηγόρο που διαχειριζόταν τον χώρο και επειδή δεν είχε ρεύμα είδαμε όσα είδαμε με φακό. Ο Δημήτρης είχε δίκιο. Πείστηκα εύκολα πως εκεί θα μπορούσαμε να στήσουμε το μαγαζί μας. Θέλαμε να φτιάξουμε κάτι το οποίο θα γουστάραμε εμείς σαν πελάτες. Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι δεν είχαμε μία. Με δανεικά το φτιάξαμε. Η Πριγκιπέσα άνοιξε το 2007.

Και μουσική παίζατε εσείς; Οι δημιουργοί της;

Ναι, δεν είχαμε λεφτά να φωνάξουμε κάποιον άλλο. Σφουγγαρίζαμε, πλέναμε και κάναμε όλα τα λάθη που κάνουν οι πρωτάρηδες μιας δουλειάς. Δεν είχαμε ιδέα πώς κρατιέται ένα μαγαζί. Θυμάμαι πηγαίναμε για ψώνια και όταν συναντιόμασταν ανακαλύπταμε πως είχαμε αγοράσει τα ίδια πράγματα. Στη συνέχεια βρήκαμε τα πατήματά μας και το πράγμα πήρε μορφή. Τα χρήματα που είχαμε για να φτιάξουμε την Πριγκιπέσα ήταν όλα και όλα 7000 ευρώ. Το μαγαζί κόστισε 17 χιλιάρικα. Ξεκινήσαμε καταχρεωμένοι μέχρι τα μπούνια. Δεν μπορούσαμε να έχουμε δυνατή μουσική αλλά έστω και έτσι θέλαμε να ακούγεται σωστά. Μέσω γνωριμιών που είχαμε αγοράσαμε πολύ καλό ηχοσύστημα. Η Πριγκιπέσα πήγε πολύ καλά από την αρχή. Δε χρειάστηκε να κάνουμε πολλά. Ήταν σαν ο κόσμος να περίμενε το άνοιγμά της. Και εμείς; Εμείς παίζαμε κάθε βράδυ και όταν φτάσαμε στα όρια των αντοχών μας αρχίσαμε να φωνάζουμε άλλους καλλιτέχνες και μουσικά σχήματα να εμφανιστούν στον χώρο. Εκμεταλλεύτηκα τις γνωριμίες που είχα κάνει. Στην Πριγκιπέσα ήρθαν και παίξανε ξανά και ξανά ο Θανάσης (Παπακωνσταντίνου), οι Χειμερινοί Κολυμβητές. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να φωνάζουμε σχήματα από την Αθήνα. Δηλαδή κάναμε αυτό που γίνεται στην Ευρώπη εδώ και χρόνια. Ο κόσμος εμπιστεύεται τον θεσμό. Όταν φέραμε για πρώτη φορά τους Swing Shoes το μαγαζί γέμισε. Δεν τους γνώριζε κανείς αλλά ο κόσμος είχε εμπιστοσύνη στις επιλογές μας. Σου έλεγαν “αφού τους έφεραν αυτοί καλοί θα είναι”. Μετά από πέντε χρόνια στην Πριγκιπέσα αποχώρησα. Διορίστηκα στο πανεπιστήμιο. Δεν μπορούσα να έχω άλλη επαγγελματική δραστηριότητα και έφυγα.

Και εκεί; Πώς ήταν να μπαίνεις εκεί;

Εκεί συναντήθηκα με νέα παιδιά, με συναδέλφους, καθηγητές από άλλα πεδία που έχουν άλλες καταβολές.

Φαντάζομαι πως αυτό έχει τη δική του μαγεία.

Εννοείται.

Τι ανακάλυψες μέσα από τη σχέση σου με το πανεπιστήμιο;

Παρά πολλά. Κατ’ αρχάς σαν μουσικός έγινα καλύτερος. Με κάλεσαν να διδάξω Λαϊκή Κιθάρα. Βρέθηκαν εμπνευσμένοι άνθρωποι που πριν 22 χρόνια την έβαλαν στο οργανολόγιο της μουσικής. Το αντιφατικό ήταν πως η Λαϊκή Κιθάρα εγγράφηκε επίσημα στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς μόλις πέρσι. Τι να πω; Μόλις πέρσι αναγνωρίστηκε ένα όργανο που διδασκόταν χρόνια στο πανεπιστήμιο. Η σχέση μου με την εκπαιδευτική κοινότητα με διαμόρφωσε πολλαπλώς. Αφενός όταν υπεραναλύεις ένα πράγμα που κάνεις έχεις την ευκαιρία να το κατανοείς πολύ καλύτερα, σε βοηθά να πας λίγο παρακάτω στο παικτικό κομμάτι. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν και είναι η συνύπαρξη με ανθρώπους από άλλα πεδία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ο διάλογος που άνοιξα με ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους, ιστορικούς της τέχνης, εθνολόγους, μουσικολόγους όχι μόνο στο ακαδημαϊκό πεδίο, αλλά και στο προσωπικό όταν τα βράδια βγαίνουμε όλοι μαζί για τσίπουρο και κουβέντα, μου έδωσε την ευκαιρία να ανακαλύψω πράγματα που με κάποιον τρόπο συνδέονται. Η μουσική έχει τεράστιο εύρος. Όταν προχωράς κατανοώντας τη, ξετυλίγεται μπροστά σου ένας νέος κόσμος. Δεν θα έκανα τίποτα απ΄ όσα έχω κάνει σήμερα αν δεν είχα συνυπάρξει με όλους αυτούς τους ανθρώπους.

Η μουσική που αποκόβεται από την κοινωνία πόσο μουσική είναι; Τι λες για το τρίγωνο κοινωνία, μουσική, πολιτική;

Είπες τρία πράγματα που για μένα είναι δύο. Είπες μουσική, κοινωνία, πολιτική ενώ η πολιτική με την κοινωνία δεν ξεχωρίζουν. Δεν μπορείς να είσαι μέλος μιας κοινωνίας χωρίς να είσαι πολιτικό όν. Βέβαια είναι πολύ πιο ασφαλές να μένεις αποστασιοποιημένος, ειδικά αν είσαι σε φάση που εξαρτάσαι με τη συνδιαλλαγή σου με το κοινό. Είναι πολύ πιθανό ο τρόπος που λειτουργώ να διώχνει κόσμο από τις παραστάσεις μου. Αλλά έτσι είμαι. Ο τρόπος που λειτουργώ είναι συνειδητή απόφαση.

Όπου και αν βρεθείς αναφέρεις τον όρο αστική λαϊκή μουσική.

Το λέω γιατί το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι είναι γεννήματα των αστικών κέντρων.

Ξέρεις για χρόνια, ίσως και σήμερα, δεν ήθελα να έχω σχέσεις με το ρεμπέτικο. Δε μιλώ για τη μουσική. Μιλώ για την ιδέα. Συστήθηκα μαζί του τη δεκαετία του 1980 όταν ξεφύτρωναν μαγαζιά και κομπανίες που ουσιαστικά “αναπαριστούσαν” μια άλλη εποχή. Εκείνο το μασκάρεμα, όσο κράτησε, δε μου άρεσε ποτέ.

Έχεις απόλυτο δίκιο. Συνάντησα αυτές τις συμπεριφορές την περίοδο που ξεκινούσα στη μουσική. Το έχω πει και αλλού αυτό: “Αυτή η μουσική, το ρεμπέτικο, υποφέρει από τους ανθρώπους που την αγαπούν πάρα πολύ”. Στη δική μου γενιά υπήρξε πολύς κόσμος που ετεροπροσδιοριζόταν. Αν έπαιζες ρεμπέτικα έπρεπε να είσαι σκατόμαγκας, να την πίνεις όλη τη μέρα. Μιλάμε για μίμηση που δεν προσέφερε τίποτα. Δε σε άφηνε να εξελιχθείς προσωπικά. Οι νέοι άνθρωποι που παίζουν μουσική έχουν μελετήσει την ουσία του πράγματος. Είναι καταπληκτικοί παίχτες και αισθητικά έχουν ξεφύγει από την παγίδα της αναπαράστασης. Το ρεμπέτικο, για μένα, αυτή τη στιγμή είναι στην καλύτερή του φάση. Το ρεμπέτικο, έτσι όπως μας συστήθηκε, έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο, δεν είναι όμως νεκρό. Κοίτα πώς αντιμετωπίζουν στο εξωτερικό της λαϊκές μουσικές τους. Γιατί γράφονται “Φάντο” ακόμα; Γιατί Φλαμένκο; Γιατί Τάνγκο; Μπορεί να γραφτεί ρεμπέτικο που να περιέχει τις αξίες και τα προβλήματα που εξέφρασε κάποτε με άλλον τρόπο, με άλλο οργανολόγιο. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν λαϊκή μουσική, καλή μουσική σήμερα. Ένα παράδειγμα είναι ο Βαγγέλης Κορακάκης που γράφει όμορφα ρεμπέτικα τραγούδια.

Πέρασες το περασμένο καλοκαίρι περιοδεύοντας με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Στις συναυλίες του έγινε χαμός έτσι;

Πανικός.

Εκείνη η τουρνέ πήρε έντονη πολιτική χροιά.

Ο Θανάσης θεωρώ πως είναι άκρως πολίτικο ον. Εκφράζει την άποψή του χωρίς να τον νοιάζει τι αντίκτυπο θα έχει. Αυτό που συνέβη στην περασμένη του περιοδεία δεν το έχω ξαναζήσει. Έκανε τέσσερα sold out στην Αθήνα. Απίστευτο έτσι; Είμαι με τον Θανάση εδώ και είκοσι χρόνια, πολλά από τα παιδιά που ήρθαν στις συναυλίες δε γνωρίζουν το έργο του, ίσως το όλο πράγμα να έχει γίνει τάση, μόδα. Βλέπω κόσμο που χρησιμοποιεί γηπεδική έκφραση στις συναυλίες του αλλά πιστεύω πως αυτό έχει τη δική του αξία. Γιατί και αυτά τα παιδιά σε λίγο χρόνο κάτι θα νιώσουν, κάτι θα καταλάβουν, κάτι θα βρουν μέσα από τις λέξεις και τη μουσική του. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάρουν κάτι.

Ο Δημήτρης Μυστακίδης, τις Παρασκευές του Φεβρουαρίου, ανεβαίνει στη σκηνή του Σταυρού του Νότου για να παρουσιάσει  τα τραγούδια από τον νέο του δίσκο «Μόρσο»

Συνοδοιπόροι του, ο Μιχάλης Ατσάλης στις κιθάρες, ο Γιώργος Μακρής στη γκάιντα, την τσαμπούνα και το καβάλ, ο Πέτρος Λαμπρίδης στο ακουστικό και το ηλεκτρικό μπάσο και ο Πρόδρομος Μυστακίδης στα τύμπανα.

Μαζί του στο τραγούδι, η Νεκταρήλια Τσομπάνογλου.

Λίγα λόγια για τον καινούργιο δίσκο «Μόρσο»:

Στο νέο του άλμπουμ με τίτλο «Μόρσο», την πρώτη ολοκληρωμένη κυκλοφορία με καινούργια τραγούδια, ο Δημήτρης Μυστακίδης μπολιάζει την κληρονομιά του ρεμπέτικου και της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, επαναπροσδιορίζοντας μια ολόκληρη παράδοση. Η λαϊκή ραχοκοκαλιά του άλμπουμ συνδυάζεται με τα industrial κρουστά, τις ψυχεδελικές ηχητικές υφές και τα ηλεκτρικά όργανα, δημιουργώντας ένα μουσικό καλειδοσκόπιο, που ταξιδεύει από τις υπόγειες ταβέρνες στους πολύβουους δρόμους της πόλης.

Στον δίσκο περιλαμβάνονται επτά συνθέσεις του Δημήτρη Μυστακίδη και τέσσερις του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη, ενώ τους στίχους υπογράφουν οι Δημήτρης Μυστακίδης, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, Θάνος Παπανικολάου και Γιάννης Τσιαντής. Συμμετέχουν, ερμηνεύοντας από ένα τραγούδι, η Ελένη Βιτάλη και η Μάρθα Φριντζήλα. Φωνητικά στο «Τι τρέχει στο Παγκράτι;» κάνει η Αυγερινή Γάτση.

Το «Μόρσο» κυκλοφορεί από την Fishbowl Music Tank σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες και προσεχώς σε βινύλιο και CD.

Δημήτρης Μυστακίδης
Σταυρός του Νότου Club

Σάββατο 22 & 29 Απριλίου

Ώρα Έναρξης: 22.00
Ώρα Προσέλευσης: 22.30

Γενική Είσοδος: 14€

Για κράτηση θέσης σε τραπέζι επικοινωνείτε στο τηλ. 210 9226975