κείμενο: Αφροδίτη Ερμίδη

Ο «Γιωργάκης» (Zωρζ Σαρή) και το «Κούλι» (Άλκη Ζέη), όπως αποκαλούσαν η μία την άλλη, πέρασαν μαζί μια ζωή, από 12 χρόνων. Γεννημένες την ίδια χρονιά, το 1923, μόνο στο θάνατο δεν τα βρήκαν, παρά την ευχή της Ζέη να τις βρει μαζί «γιατί αλλιώς θα ήταν δύσκολα για αυτήν που θα έμενε πίσω».

Η Σαρή και η Ζέη δεν ήταν από τις συγγραφείς που ζούσαν στη γυάλα τους. Ήταν έξω στη ζωή, πάλεψαν, αγωνίστηκαν, μόχθησαν, έζησαν την Ιστορία και έκαναν τα βιώματά τους λέξεις. Λέξεις που βρήκαν αντίκρισμα στο νεανικό αλλά και ενήλικο κοινό για την αλήθεια τους, την αμεσότητα, το χιούμορ τους, για τη διεισδυτική ματιά και την κριτική τους σκέψη. Και οι δύο έγραψαν για ιστορικές στιγμές που καθόρισαν τις ίδιες αλλά και την Ελλάδα. Μετέτρεψαν τις προσωπικές τους εμπειρίες σε μυθιστορηματικές καταστάσεις, ακουμπώντας θέματα καθημερινά αλλά και πανανθρώπινα.

Γι’ αυτό τα βιβλία τους κατάφεραν να ξεχωρίσουν στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Με διάθεση να προβληματίσουν τον αναγνώστη χωρίς κανένα διδακτισμό. Φέτος οι δύο δια βίου φίλες θα συμπλήρωναν τον έναν αιώνα ζωής.

Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης

Πριν από λίγα χρόνια είχα την τύχη να βρεθώ στο σπίτι της Άλκης Ζέη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ένα σπίτι αστικό, γεμάτο μνήμες, φωτογραφίες και βιβλία. Η συζήτησή μας ξετύλιξε τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της: τα παιδικά της χρόνια και τη Νεολαία Μεταξά, την ενηλικίωση, την Κατοχή, τα «ωραία χρόνια» της ΕΠΟΝ, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο, την εξορία στη Χίο, τον πάντα συνοδοιπόρο της στη ζωή Γιώργο Σεβαστίκογλου, τη μετάβαση στην ΕΣΣΔ, τα πρώτα βιβλία που γράφτηκαν στο τραπέζι της κουζίνας, τον… μπέιμπει σίττερ του γιου της Αντρέι Ταρκόσφκσι. Τη Χούντα που ώθησε την οικογένειά της να εγκαταλείψει και πάλι την Ελλάδα, αυτή τη φορά για το Παρίσι, απ’ όπου θα επέστρεφαν τελικά μετά τη δικτατορία.

Το πρώτο της μυθιστόρημα για παιδιά, «Το καπλάνι της βιτρίνας», η Άλκη Ζέη το έγραψε το 1963 στην ΕΣΣΔ. Εμπνευσμένο από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, σχεδόν αυτοβιογραφικό, αποτελεί πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας με αλλεπάλληλες επανεκδόσεις από το 1963, πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό. Ακολούθησε μια σειρά βιβλίων για παιδιά που όλα αγαπήθηκαν. Ποια να ξεχωρίσει κανείς; Το καπλάνι της βιτρίνας (1963), τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» (1971), τον «Θείο Πλάτωνα» (1975), «Τα παπούτσια του Αννίβα» (1979)… Η Ζέη άργησε πολύ να γράψει για μεγάλους, σαν να μην ήθελε κι η ίδια να μεγαλώσει. Το πρώτο της βιβλίο ενηλίκων «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» ήρθε το 1987, ενώ ένα από τα πλέον σημαντικά βιβλία της είναι αναμφισβήτητα το αυτοβιογραφικό «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» (2013). Το τελευταίο της ωστόσο απευθυνόταν και πάλι στους αγαπημένους τις αναγνώστες, τα παιδιά.

Στο «Ένα παιδί από το πουθενά», σε ηλικία 96 χρόνων (!) η αειθαλής Άλκη Ζέη έγινε η φωνή του δεκάχρονου ήρωα της Ίκαρου που καλείται να αντιμετωπίσει -χωρίς μαμά και μπαμπά, σαν τον Χάρι Πότερ, όπως έλεγε η ίδια- πρόσωπα και καταστάσεις δύσκολες. Η συγγραφέας μέχρι και ένα χρόνο πριν από το θάνατό της (το 2020) έδινε συνεντεύξεις, μιλούσε σε παιδιά, αγωνιούσε πάντα να τους εμφυσήσει την αγάπη που είχε και η ίδια για το βιβλίο.

Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει κηρύξει το 2023 ως Λογοτεχνικό Έτος Άλκης Ζέη και στο πλαίσιο των εορτασμών διοργανώνονται δεκάδες εκδηλώσεις, όπως η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη με αρχειακό υλικό και σημαντικά ντοκουμέντα από τη ζωή της.

Οι εκδόσεις Μεταίχμιο με αφορμή το επετειακό έτος θα δωρίσουν όλα τα βιβλία της Ζέη σε 20 σχολικές βιβλιοθήκες Δημοτικών και Γυμνασίων ενώ παράλληλα επανεκδίδουν εμβληματικά της έργα σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με σκληρό εξώφυλλο και πρόλογο από σημαίνουσες προσωπικότητες του χώρου του βιβλίου. Οι δράσεις περιλαμβάνουν επίσης Λέσχες Ανάγνωσης με τα βιβλία της, διαγωνισμό συγγραφής για παιδιά και εφήβους, καθιέρωση ενός ετήσιου βραβείου σε πρωτοεμφανιζόμενο/η συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, μαραθώνιοι ανάγνωσης με τη συμμετοχή πάνω από 33.000 παιδιών από Ελλάδα και Κύπρο καθώς και ένα ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που είχε σχεδιάσει η μουσειολόγος – μουσειοπαιδαγωγός Καλλιόπη Κουτρουμπή σε συνεργασία με την ίδια την Άλκη Ζέη πριν από τον θάνατό της.

Ζωρζ Σαρρή: «θα ζήσω και με ένα χέρι και με ένα πόδι»

«Χιλιάδες μαθητές στερέωσαν μέσα από τα βιβλία της, μαζί με τα πρώτα τους γράμματα, τη σχέση τους με την Ιστορία και τον κόσμο. Έμαθαν ποιος είναι ο πόλεμος, ποια η ειρήνη. Πώς εννοείται ο αγώνας για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη χαρά της ζωής. Τι σημαίνει πίστη στον άνθρωπο και τις διαχρονικές αξίες του. Από το πρώτο της μυθιστόρημα, αυτοβιογραφούμενη πάντα η Ζωρζ Σαρή μεταποιεί τις εμπειρίες και τα βιώματά της σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις ικανές να συναρπάσουν μικρούς και μεγάλους. Με την ειλικρίνεια, το χιούμορ, την ευθύτητα απέναντι στη ζωή, παιδαγωγός χωρίς διδακτισμό, στην υπηρεσία του πραγματικού, του καθημερινού, του ανθρώπινου» έχει γράψει η Μάρω Δούκα για τη Ζωρζ Σαρρή. Δε θα μπορούσε άλλος να την περιγράψει καλύτερα.

Η Ζωρζ Σαρή (κατά κόσμον Γεωργία Σαριβαξεβάνη) έγραφε πάντα στη γραφομηχανή της και μόνο με το αριστερό χέρι. Το δεξί είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα από αγγλική οβίδα στη διάρκεια των Δεκεμβριανών.

Όταν οι φίλοι της, ανάμεσά τους και η Άλκη Ζέη, φοβούνταν ότι θα της ακρωτηριάσουν το χέρι και το πόδι, εκείνη μέσα στο νοσοκομείο είχε γράψει πάνω από το κρεβάτι της στον τοίχο: «Εγώ θα ζήσω και με ένα χέρι και με ένα πόδι».

Η Ζωρζ Σαρρή ήταν πάντα μια δυναμική γυναίκα. Η -Γαλλίδα από τη Σενεγάλη- μητέρα της ήταν αυτή που έθεσε τους θεμέλιους λίθους ώστε να μεγαλώσει με ελεύθερο πνεύμα, ανεξαρτησία, δύναμη και πείσμα στη συντηρητική ελληνική κοινωνία του 1930. Από την άλλη, ο Αιβαλιώτης πατέρας της αυστηρός, συντηρητικός, χωμένος στα βιβλία του, της απευθυνόταν μέσα στο σπίτι τους, με επιστολές γεμάτες παρατηρήσεις για «το θέατρο, τον έρωτα και τον κομμουνισμό». Τις τρεις αγάπες τις, όπως έλεγε η ίδια. Η πρώτη μεγάλη αγάπη της ωστόσο δεν ήταν η συγγραφή, αλλά το θέατρο με το οποίο ασχολήθηκε ενεργά στην Ελλάδα αλλά και στο Παρίσι αυτοεξόριστη πια, από το 1947 και μετά. Εκεί γνώρισε την ελληνική και παριζιάνικη διανόηση αλλά και τον άντρα της Μαρσέλ Καρακώστα με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1969 το πέρασε στην Αίγινα, απέχοντας από το θέατρο ως αντίδραση στο χουντικό καθεστώς. Τότε ήταν που μπήκε, σχεδόν συμπτωματικά, στη ζωή της το γράψιμο. «Ο Θησαυρός της Βαγίας» ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά της και τους φίλους τους και κατέληξε να είναι ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία της. Έκτοτε η Σαρή αποφάσισε να αφιερωθεί στο γράψιμο και σήμερα η θεματολογία των έργων της έχει σφραγίσει τη σύγχρονη ελληνική παιδική λογοτεχνία.

Τα βιβλία της αγαπήθηκαν όσο λίγα: «Το ψέμα» (1970), «Όταν ο ήλιος…» (1971), «Τα γενέθλια» (1977), «Νινέτ» (1993), «ΕΠ», με πρόλογο από την Άλκη Ζέη (1995). Τα περισσότερα βιβλία της Ζωρζ Σαρή ήταν αυτοβιογραφικά και μέσα στις σελίδες τους υπάρχουν γεγονότα, πρόσωπα, βιβλία και απόψεις που επαναλαμβάνονται. Ακόμη και η ίδια βρίσκεται μέσα σε αυτά αλλάζοντας προσωπεία και ονόματα (Ζωή, Χριστίνα, Ζωρζ, Λέα, Βίργω). Όπως έλεγε και η ίδια χαρακτηριστικά: «και για τον σκύλο μου να γράψω, μέσα στον σκύλο μου θα είμαι». Το τελευταίο βιβλίο της «Το προτελευταίο σκαλοπάτι» το έγραψε 2009 ως φόρο τιμής στη μητέρα της, Ορτάνς, που ζούσε για χρόνια με άνοια.

Ο «Γιωργάκης» άφησε το «Κούλι» μόνο του για οκτώ χρόνια. Έφυγε από τη ζωή το 2012 σε ηλικία 87 χρόνων. Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή της οι Εκδόσεις Πατάκη τιμούν τη συγγραφέα με μια σειρά δράσεων και εκδηλώσεων ενώ δημιούργησαν ένα επετειακό έντυπο, σε επιμέλεια Χρύσας Κουράκης και Τζελίνας Βογιατζόγλου, το οποίο διαθέτουν δωρεάν στους αναγνώστες.

Από τη μεριά της η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας διοργανώνει Καλοκαιρινή Εκστρατεία Ανάγνωσης και Δημιουργικότητας με τίτλο «100 ακριβώς! Θησαυροί της Άλκης και της Ζωρζ…» με δράσεις που συνδέονται με τα έργα των δύο συγγραφέων και οδηγούν σε δημιουργικές και παιγνιώδεις δραστηριότητες. Παιδιά από όλη τη χώρα μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή στις δράσεις που θα υλοποιούνται στις βιβλιοθήκες του Δικτύου Ελληνικών Βιβλιοθηκών έως τις 9/9.