Το στούντιό του ήταν στο κέντρο των Εξαρχείων. Στον δεύτερο όροφο νεοκλασικού κτηρίου χαραγμένου από ρωγμές σκασμένου τσιμέντου. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, καθημερινά ο φωτογράφος Τάκης Σπυρόπουλος, πριν φτάσει στο χώρο εργασίας του, περνούσε από έναν δημόσιο πίνακα ανακοινώσεων. Ήταν φορτωμένος με μότο κοινωνικής οργής, πουσαρισμένης καψούρας, ανείπωτης λύπης, εξωφρενικού έρωτα. Το βιβλίο του με τίτλο «X-ΑΡΧΕΙΑ uncensored» (που κυκλοφόρησε το 2013) ήταν ένα λεύκωμα φωτογραφημένων συνθημάτων, γκράφιτι, στένσιλ, που αναρτήθηκαν από το 2009 έως σήμερα σε τοίχους των Εξαρχείων. Ο Σπυρόπουλος άρχισε να φωτογραφίζει, να καταγράφει κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε ιδέα που γράφτηκε σε δημόσιο χώρο των Εξαρχείων λίγες εβδομάδες μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου (6 Δεκεμβρίου 2008). Του παιδιού που δολοφόνησε αστυνομικός.

“Υπήρξε εκείνη η μέρα που κατεβαίνοντας τις σκάλες του στούντιο, ανοίγοντας την πόρτα να επιστρέψω σπίτι, αντίκρισα στον απέναντι τοίχο δύο συνθήματα. Το ένα έγραφε «Φτάνει πια». Κάτω του, το δεύτερο, με άλλο γραφικό χαρακτήρα, έγραφε: «Η δράση αντικαθιστά τα δάκρυα». Ήταν υπέροχο ότι δύο φράσεις με ελάχιστες λέξεις, που έβλεπα καθημερινά δύο-τρεις ή και περισσότερες φορές τη μέρα, ήταν αρκετές να περιγράψουν όσα, ανάμεσα σε άλλους, και εγώ ένιωθα την εποχή της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Αυτά τα δύο συνθήματα μου τριβέλιζαν το μυαλό για καιρό. Τότε ήταν Δεκέμβρης του 2008. Στα μέσα του 2009 είπα πως θέλω να φωτογραφίσω τους τοίχους των Εξαρχείων.

Ο Τάκης Σπυρόπουλος μας έχει πει: “Υπήρξε εκείνη η μέρα που κατεβαίνοντας τις σκάλες του στούντιο, ανοίγοντας την πόρτα να επιστρέψω σπίτι, αντίκρισα στον απέναντι τοίχο δύο συνθήματα. Το ένα έγραφε «Φτάνει πια». Κάτω του, το δεύτερο, με άλλο γραφικό χαρακτήρα, έγραφε: «Η δράση αντικαθιστά τα δάκρυα». Ήταν υπέροχο ότι δύο φράσεις με ελάχιστες λέξεις, που έβλεπα καθημερινά δύο-τρεις ή και περισσότερες φορές τη μέρα, ήταν αρκετές να περιγράψουν όσα, ανάμεσα σε άλλους, και εγώ ένιωθα την εποχή της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Αυτά τα δύο συνθήματα μου τριβέλιζαν το μυαλό για καιρό. Τότε ήταν Δεκέμβρης του 2008. Στα μέσα του 2009 είπα πως θέλω να φωτογραφίσω τους τοίχους των Εξαρχείων. Στην πορεία του χρόνου, από το τότε στο σήμερα, λέω πως κίνητρο για να καταγράψω τη συγκεκριμένη γειτονιά ήταν η δίψα για έκφραση των ανθρώπων της. Φωτογραφίζοντας στον δρόμο ανακάλυψα πως με ερέθιζε περισσότερο η καταγραφή συνθημάτων. Και πως από αυτά με ενδιέφεραν περισσότερο τα ευαίσθητα. Όχι τα στρατευμένα. Ήθελα να καταγράψω την κάψα του πιτσιρικά που πιάνει τον μαρκαδόρο ή το σπρέι ή ένα κουβά μπογιά ή το στένσιλ και, αντί να σπάσει ό,τι συναντά στο διάβα του, διαλέγει να εκφραστεί γράφοντας ή ζωγραφίζοντας δημόσια. Πολλές φορές ίσως και με κίνδυνο να τον συλλάβουν ή να του την «πέσουν». Ο τρόπος που κοίταζα τους τοίχους των Εξαρχείων άλλαξε μετά τον χαμό του Γρηγορόπουλου. Τότε αισθάνθηκα λες και εκσφενδονίστηκε η βαλβίδα ασφαλείας μιας χύτρας. Μέσα σε μία βραδιά οι λέξεις που γράφονταν στους τοίχους της Αθήνας άλλαξαν χαρακτήρα. Θεώρησα πως η συγκεκριμένη άδικη πράξη ένωνε συνειδήσεις πολλών διαφορετικών ανθρώπων. Τότε είπα πως από το να είμαι στο facebook γράφοντας συνθηματάκια και ατάκες για αυτό που συνέβη θα ήταν καλύτερα να «πιάσω» τη μηχανή μου. Αυτή θα μπορούσε να με κρατήσει ζωντανό, να με συνδέσει με τα γεγονότα. Μόνο φωτογραφίζοντας θα μπορούσα να συμβάλω σε αυτό το νέο κεφάλαιο διαλεκτικής που στριφογύριζε στους δρόμους των Εξαρχείων.  Απαθανατίζοντας όλα αυτά τα συνθήματα, που θα μπορούσαν σε μία εβδομάδα να μην υπάρχουν, να έχουν σβηστεί, να έχουν διαγραφεί, να έχουν παραμορφωθεί, σκεφτόμουν πως έβαζα και εγώ το λιθαράκι μου στο να ακουστεί η φωνή των δημιουργών τους.”