Απόγευμα στον πεζόδρομο της οδού Ηρακλείου στο Χαλάνδρι. Αισθάνομαι κάτι σαν all inclusive τουρίστας. Μόνο το πλαστικό βραχιολάκι στον καρπό λείπει. 

Η μυρωδιά της τσίκνας υπάρχει παντού λες και εδώ κάθε μέρα πέφτει Τσικνοπέμπτη.

Η μουσική του καφέ που κάθισα (για να πιω καφέ) μπλέκεται με τη μουσική του άλλου και εκείνου μπλέκει με τη μουσική του παραδιπλανού. Τα bpm μπερδεύονται. Και οι μελωδίες το ίδιο. Κανείς δεν ακούει μουσική. Απλώς η μουσική παίζει. Δεν έχει σημασία τι μουσική παίζει. Εδώ η μουσική είναι ίδιας αξίας με το τασάκι στο τραπέζι. Με το παγάκι στο νερό.

Αν διαβάζεις αυτές τις γραμμές ίσως αναρωτηθείς «ρε φίλε, αν δεν σου αρέσει εδώ μπορείς να πας αλλού.» Μπα! Κοίτα, είμαι από αυτούς τους περίεργους. Μου αρέσει, κυρίως, να χάνομαι και στις γειτονιές που δεν μου αρέσουν. Έχει τόσο ενδιαφέρον να γνωρίζεις τους λόγους που δεν σου αρέσει κάτι.

•Δεκάδες εικοσάρηδες περνούν από δίπλα μου. Οι πιο ζόρικοι έχουν τατουάζ. Τατουάζ έχουν επίσης και εκείνοι που ποζάρουν ζόρικοι ή έχουν θέσει υποψηφιότητα για ζόρικοι. Ντελιβεράδες που φορούν Dsquared και Ε/Α μπλουζάκια με στάμπα στο στήθος, που μπορεί να δει και δορυφόρος στο διάστημα, χώνονται με τα scooter τους στον κόσμο. Άουτς. Πολλά τα καφέ, καμία καφέ κουλτούρα

Περπατώντας μπαίνω στον άλλο πεζόδρομο της οδού Θουκυδίδου. Ανηφορίζω προς την οδό Αγίας Παρασκευής. Καφέ, τατουάζ και τηγανίλα. Η ομοιομορφία είναι πληκτική.

Περνώ απέναντι στην οδό Πλάτωνος. Χάνομαι στον κόσμο και στα μπαρ. Κολλάω με ένα γωνιακό. Εκείνο που ο πενήντα και βάλε μπαράρχης συνομιλεί με νέα γκαρσόνα για τα καθήκοντά της. Με ύφος διανοούμενου που μιλά σπάνια, της λέει πώς πρέπει να κάνει τη δουλειά της και τι πρέπει να κάνει για να την κρατήσει τη δουλειά.

Προχωρώ προς τη μηχανή, θέλω να φύγω απ’ εδώ. Η μυρωδιά της τσίκνας είναι σαν να με έχει πάρει στο κατόπι. Σκέφτομαι πως κάτι πάει λάθος με το Χαλάνδρι που είχα μάθει πέντε – έξι χρόνια πριν. Το παρόν του, όχι παντού εννοείται, έχει γερές δόσεις ματσίλας και τιποτένιας πόζας.